Ο Βασίλης Αρσενίου παράγει ανθούς και σπόρους κάνναβης στη Θεσσαλονίκη και την Ξάνθη, ενώ φέτος επεκτείνει την καλλιέργειά του στη βόρεια Ελλάδα
Άφησε τα ράσα και έπιασε… τη τσάπα. Ο λόγος για τον Βασίλη Αρσενίου, πτυχιούχο πληροφορικής, με εμπειρία στην εναλλακτική ιατρική και τα συμπληρώματα διατροφής, ο οποίος, αφού υπηρέτησε για έξι χρόνια την εκκλησία, τόσο ως διάκονος στο Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης όσο και ως ιερέας σε ενορίες της Εκκλησίας της Ελλάδος, άλλαξε ριζικά καριέρα και τους τελευταίους μήνες, με την οικογενειακή εταιρεία Hempway, ασχολείται με την καλλιέργεια και εμπορία προϊόντων κάνναβης.
Από τις αρχές του 2018, στο πλαίσιο μίας εν είδει συμβολαιακής γεωργίας, καλλιεργεί, σε συνεργασία με τοπικούς παραγωγούς, ανθούς βιομηχανικής κάνναβης σε έκταση τριών στρεμμάτων με θερμοκήπια στα Βασιλικά Θεσσαλονίκης. Η πρώτη συγκομιδή έγινε τον Αύγουστο και άγγιξε σε όγκο τα 150 κιλά, ενώ η δεύτερη ολοκληρώθηκε στο τέλος Οκτωβρίου, με περίπου 75 κιλά. Οι ανθοί μεταποιήθηκαν σε συνεργαζόμενη μονάδα και πωλούνται, αυτούσιοι ή σε τρίμμα, υπό την επωνυμία Hempway.
Παράλληλα, το ίδιο διάστημα πραγματοποίησε καλλιέργεια σε έκταση 13 στρεμμάτων στην Ξάνθη. Από αυτήν εξήχθησαν σπόροι κάνναβης, οι οποίοι, μετά από μεταποίηση, θα «δώσουν» αλεύρι και λάδι κανναβιδιόλης (CBD), της δραστικής ουσίας για την οποία είναι διάσημη παγκοσμίως η μη ψυχοτροπική κάνναβη, και η οποία, σύμφωνα με ολοένα και περισσότερες επιστημονικές μελέτες, έχει άμεσες θετικές συνέπειες στον ανθρώπινο οργανισμό. Δείγματα από το λάδι και αλεύρι κάνναβης από την παραγωγή της Ξάνθης αναμένεται να παρουσιαστούν στην προσεχή (11-13 Ιανουαρίου) πανελλαδική έκθεση κάνναβης, που θα πραγματοποιηθεί στην Αθήνα. Πρόκειται για μία εκδήλωση που κρίνεται ιδιαίτερα σημαντική από τους ανθρώπους της αναδυόμενης αγοράς κάνναβης στην Ελλάδα, καθώς θα μπουν οι βάσεις για την εξέλιξη του κλάδου στο επόμενο διάστημα.
Η Hempway φέτος θα επεκτείνει τις καλλιέργειές της της στη Βόρεια Ελλάδα, καθώς, σύμφωνα με τον κ. Αρσενίου, έχουν γίνει ήδη συμφωνίες με αγρότες στη Θεσσαλονίκη, την Πέλλα, τη Βέροια και τη Δράμα, οι οποίοι διαθέτουν εκτάσεις 1-4 στρεμμάτων έκαστος.
Να σημειωθεί πως ήδη από το 2017, η Hempway λειτουργεί e-shop, αλλά και φυσικό κατάστημα στην Καλαμαριά, όπου εμπορεύεται τόσο δικά της προϊόντα όσο και προϊόντα από συνεργαζομένες, ελληνικές και ξένες εταιρείες.
«Υπάρχει τεράστιο ενδιαφέρον από παραγωγούς για να “μπουν” στην καλλιέργεια της κάνναβης. Η αγορά τώρα δημιουργείται και υπάρχουν μεγάλες προοπτικές. Ωστόσο, χρειάζονται σταθερές κινήσεις και εμείς θέτουμε ως γνώμονα την ποιότητα και όχι την ποσότητα», αναφέρει ο κ. Αρσενίου. Ο ίδιος διαπιστώνει σημαντικές προοπτικές και σε επίπεδο εξαγωγών, καθώς, όπως λέει, από έρευνα που πραγματοποίησε στις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, το ελληνικό brand name της κάνναβης είναι ισχυρό και υπάρχει προσοδοφόρα αγορά.
Όπως εξηγεί ο κ. Αρσενίου, η πρώτη του επαφή με την κάνναβη έγινε σε νεαρή ηλικία, όταν, ως τουρίστας στο Άμστερνταμ, είδε πόσο μεγάλη απήχηση έχουν τα συγκεκριμένα προϊόντα. Η οικογένειά του, άλλωστε, έχει εμπειρία στον τομέα της εναλλακτικής ιατρικής, καθώς ο πατέρας του είναι ειδικός παθολόγος-ομοιοπαθητικός και ο ένας θείος του βελονιστής. Από το 2009, όταν και αποχώρησε από τον κλήρο, άρχισε να μελετάει συστηματικά την κάνναβη, το πώς και πόσο επηρεάζει τον ανθρώπινο οργανισμό, καθώς και τις ορθές πρακτικές καλλιέργειας. Έτσι, όταν άρχισε να ρυθμίζεται το θεσμικό πλαίσιο, ήταν έτοιμος για να μπει δυναμικά στη συγκεκριμένη αγορά. «Αποδεικνύεται σταδιακά ότι η κάνναβη δεν είναι ένα διαφημιστικό τρικ, αλλά πρόκειται για ένα προϊόν με άμεση δραστική δράση. Όταν έρχεται πελάτης με πόνο στα δύο πόδια, του βάζω κρέμα στο ένα, και σταματάει να πονάει μέσα σε λίγα λεπτά, είναι εμφανές ότι λειτουργεί», λέει χαρακτηριστικά.
Σημαντικές προοπτικές στην Ελλάδα
Άλλωστε, το ευνοϊκό νομικό πλαίσιο που ισχύει τα τελευταία δύο χρόνια στη χώρα μας τόσο στο πεδίο της βιομηχανικής κάνναβης όσο και σε αυτό της φαρμακευτικής έχει δημιουργήσει τις βάσεις για την ανάπτυξη μίας αγοράς εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ. Στη Βόρεια Ελλάδα, συγκεκριμένα, υπάρχει τους τελευταίους μήνες έντονο διεθνές επενδυτικό ενδιαφέρον με κεφάλαια από χώρες όπως ο Καναδάς, οι ΗΠΑ, το Ισραήλ και το Καζακστάν. Άνθρωποι της αγοράς εκτιμούν μάλιστα ότι οι συνολικές επενδύσεις στην περιοχή μπορεί να εκτιναχθούν στα επόμενα δύο-τρία χρόνια.
Σε ό,τι αφορά τη φαρμακευτική κάνναβη, η ελληνική αγορά έχει μπει πρόσφατα σε νέα εποχή, μετά την έγκριση των δύο πρώτων αδειών για την εγκατάσταση μονάδων καλλιέργειας και επεξεργασίας (επένδυση 9,5 εκατ. ευρώ στη Λάρισα και 12,5 εκατ. ευρώ στην Κόρινθο). Πρόκειται για μία απόφαση η οποία βάζει επισήμως τη χώρα στον «χορό» του «πράσινου χρυσού», μια αγορά που σε παγκόσμιο επίπεδο ξεπέρασε το 2015 τα 11 δισ. ευρώ, με τάσεις ραγδαίας ανάπτυξης, καθώς εκτιμάται να φτάσει σε αξία τα 55,8 δισ. δολ το 2025. Μάλιστα, εν αναμονή έγκρισης βρίσκονται ακόμη 12 επενδυτικά σχέδια, τα τρία εκ των οποίων στη βόρεια Ελλάδα (πρόκειται για συνολικές επενδύσεις 14 εκατ. ευρώ, σε Σέρρες και Κιλκίς).
Σημειώνεται πως τα επενδυτικά σχέδια στον κλάδο της φαρμακευτικής κάνναβης είναι επιλέξιμα προς υπαγωγή στον αναπτυξιακό νόμο 4399/2016. Το ύψος της ενίσχυσης κυμαίνεται από 10% έως 55% και μπορεί να λάβει, μεταξύ άλλων τις εξής μορφές: φοροαπαλλαγή επί των ετησίων κερδών προ φόρων σε βάθος έως 15 ετών, επιχορήγηση κεφαλαίου, επιδότηση μισθολογικού κόστους για δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, σταθερός συντελεστής φορολογίας εισοδήματος (για επενδύσεις άνω των 20 εκατ. ευρώ).
Προκειμένου να δοθεί η άδεια του Ν. 4523/2018 η έκταση θα πρέπει να είναι τουλάχιστον 4 στρέμματα και η μονάδα παραγωγής καθετοποιημένη, εντός ενιαίου χώρου (καλλιέργεια, μεταποίηση, και βοηθητικοί χώροι). Ακόμη, η έκταση θα πρέπει να έχει περίφραξη υψηλών προδιαγραφών ασφάλειας, κάμερες και φύλαξη, ενώ ο χώρος θα πρέπει να είναι κλειστός για να μην έρχεται το προϊόν σε επαφή με το ανοικτό περιβάλλον.
Να αναφέρουμε, τέλος, ότι, σύμφωνα με τον κ. Αρσενίου, μία μίνιμουμ επένδυση για τη δημιουργία θερμοκηπίου καλλιέργειας βιομηχανικής κάνναβης μπορεί να ξεκινάει από τις 20.000 ευρώ, ενώ για μία μονάδα μεταποίησης το ελάχιστο κόστος εκτιμάται στις 500.000 ευρώ.
voria.gr