Η Αρτεμισία που εκδικήθηκε τον βιασμό της με έναν βιβλικό πίνακα

Δύο γυναίκες κρατούν έναν άνδρα με τη βία στο κρεβάτι. Η μία του πιέζει με το ένα χέρι το κεφάλι ώστε να μην μπορεί να το σηκώσει από το στρώμα, ενώ η δεύτερη προσπαθεί να κρατήσει τα χέρια και τον κορμό του ακινητοποιημένα.

Είναι γυναίκες με δυνατά χέρια, αλλά ακόμα και έτσι χρειάζονται και οι δύο για να κρατήσουν το θύμα τους καθώς η μία από αυτές θα του κόβει το λαιμό με ένα λαμπερό σπαθί. Το αίμα πετάγεται σαν πίδακας. Στα ορθάνοιχτα μάτια του καθρεφτίζεται η απόγνωση. Ξέρει ακριβώς τι του συμβαίνει.

Ο νεκρός είναι ο Ολοφέρνης, εχθρός των Ισραηλιτών στην Παλαιά Διαθήκη, και η νεαρή γυναίκα που τον κατακρεουργεί, είναι η Ιουδήθ. Η δολοφόνος του. Στην πραγματικότητα, το θύμα είναι ο Ιταλός ζωγράφος Αγκοστίνο Τάσσι, ενώ η γυναίκα με το σπαθί είναι η Αρτεμισία Τζεντιλέσκι, η οποία ζωγράφισε τον πίνακα. Πρόκειται ουσιαστικά, για μία αυτοπροσωπογραφία.

Μόνο δύο -γεμάτοι αίμα- πίνακες της Ιουδήθ και του Ολοφέρνη, ζωγραφισμένοι από την Αρτεμισία Τζεντιλέσκι έχουν σωθεί. Ο ένας βρίσκεται στο Καποντιμόντε στη Νάπολη και ο άλλος στο Ουφίτσι της Φλωρεντίας. Είναι σχεδόν πανομοιότυποι, εκτός από τις μικρές λεπτομέρειες -στη Νάπολη το φόρεμα της Ιουδήθ είναι μπλε, στην Φλωρεντία κίτρινο- σαν να ήταν αυτή η εικόνα ένας εφιάλτης, η τελική πράξη μιας τραγωδίας που αναπαρήγαγε μέσα στο μυαλό της.

Η Αρτεμισία αγωνίστηκε ενάντια στην ανδρική βία που κυριαρχούσε στον κόσμο της, με τις λέξεις και τους πίνακές της. Γεννημένη στη Ρώμη στις 8 Ιουλίου 1593, η Αρτεμισία ήταν κόρη του ζωγράφου Οράτσιο Τζεντιλέσκι. Η μητέρα της πέθανε όταν ήταν 12 ετών, και η ίδια μεγάλωσε μέσα σε ένα σκληρό, πολλές φορές βίαιο οικογενειακό περιβάλλον. Δίπλα στον πατέρα της έκανε τα πρώτα της βήματα στη ζωγραφική και το 1610, μόλις 17 ετών, ζωγράφισε το πρώτο και πολύ γνωστό έργο της «Η Σωσσάννα και οι πρεσβύτεροι», όπου δύο ηλικιωμένοι ηδονοβλεψίες κατασκοπεύουν μία νεαρή γυναίκα που κάνει μπάνιο. Σχεδόν όλο το ύστερο έργο της, όπως και της Φρίντα Κάλο, είναι αυτοβιογραφικό. 

Ένα χρόνο αργότερα, το 1611 συνέβη κάτι που θα άλλαζε για πάντα την ίδια, τη ζωή και το έργο της. Ο στενός συνεργάτης του πατέρα της και δάσκαλος της στην προοπτική, Αγκοστίνο Τάσι την βίασε. Ο 30χρονος ζωγράφος, της υποσχέθηκε ότι θα την παντρευτεί, ωστόσο αυτό δεν έγινε, και εννέα μήνες μετά, ο πατέρας της Αρτεμισίας, πήγε στα δικαστήρια τον συνεργάτη του για αθέτηση της υπόσχεσης. Ο  Τάσι ύστερα από επτά μήνες που διήρκεσε η δίκη, αφέθηκε ελεύθερος. Τον προστάτευε όπως θα γίνει γνωστό αργότερα ο Πάπας Ιννοκέντιος, καθώς συνεργαζόταν με τον Οράτσιο σε τοιχογραφίες στο παπικό Παλάτσο Κιρινάλε.

Σε 400 ετών έγγραφο που διασώζεται μέχρι σήμερα, έχουν αποτυπωθεί τα πρακτικά της δίκης εκείνης. Η Αρτεμισία μιλά με θάρρος. Με λέξεις που ραπίζουν το ιταλικό πατριαρχικό σύστημα. Με λέξεις που και σήμερα θα μπορούσαν να σταθούν επάξια σε μία δίκη.

Ήταν μια από τις σπουδαιότερες ζωγράφους του μπαρόκ -αυτό της το αναγνώριζαν όλοι- και οπαδός του Καραβάτζιο, ο οποίος ολοφάνερα έχει επηρεάσει το έργο της. Η ίδια τον είχε συναντήσει πολλές φορές. Ήταν φίλος του πατέρα της και επισκεπτόταν το σπίτι της αρκετά συχνά.

Μετά από την περιπέτεια, του βιασμού και της δίκης, η Αρτεμισία παντρεύτηκε έναν άλλο ζωγράφο τον Πιεραντόνιο Στιαττέζι και εγκαταστάθηκε στη Φλωρεντία. Η προσωπική της ζωή μπορεί αν ήταν βαρετή, -ο μεγαλύτερός της κατά πολλά χρόνια ζωγράφος, ήταν επιλογή του πατέρα της- η επαγγελματική της όμως καριέρα γνώριζε άνθιση. Εκείνη την έποχή, έγινε ζωγράφος της Αυλής, ευνοούμενη των Μεδίκων και το 1614 έγινε η πρώτη γυναίκα μέλος της Accademia delle Arti del Disegno.

Στη Φλωρεντία γνώρισε τον Γαλιλαίο, αλλά και τον Φραντσέσκο Μαρία ντι Νικολό Μαρίνγκι, ο οποίος έγινε εραστής και υποστηρικτής της. Έκανε το δικό της εργαστήριο και είχε τους προσωπικούς βοηθούς της. Όλα σχεδόν τα έργα της έχουν γυναίκες πρωταγωνίστριες -με προτίμηση στις βιβλικές μορφές- που τις διακρίνει το θάρρος, η αποφασιστικότητα και η ισχυρή προσωπικότητα και όχι οι γυναικείες ιδιότητες της ευαισθησίας και της αδυναμίας. Τα έξοδα ωστόσο ήταν δυσβάσταχτα. Το 1620 επέστρεψε στην Ρώμη λόγω χρεών και το 1630 εγκαταστάθηκε στη Νάπολη, όπου έζησε μέχρι το τέλος της ζωής της, εκτός από ένα μικρό διάστημα όπου πήγε στην Αγγλία για να συνεργαστεί και πάλι με τον πατέρα της ο οποίος είχε γίνει ζωγράφος του Καρόλου Α΄ το 1638.

Ο Οράτσιο πέθανε έναν χρόνο αργότερα και η Αρτεμισία επέστρεψε στη Νάπολη. Πέθανε το 1653.