Στις 30 Ιανουαρίου δολοφονείται στο Νέο Δελχί ο Μαχάτμα Γκάντι

Πρόκειται ίσως για την πιο σπουδαία πνευματική μορφή του 20ου αιώνα, ίσως σε μεγαλύτερο βαθμό ακόμα και από τον Δαλάι Λάμα. Ο Μαχάτμα Γκάντι, έμεινε στην ιστορία για την σοφία του και για την απέχθεια του απέναντι στην βία.

Η Ινδία υπό την πνευματική του καθοδήγηση ανεξαρτητοποιήθηκε από την Μεγάλη Βρετανία χωρίς βίαιες συγκρούσεις, τουλάχιστον από την πλευρά των συμπατριωτών του.

Γεννήθηκε το 1869 με το όνομα Μοχάντας Καραμτσάντ Γκάντι, στην υπό αγγλική κατοχή Ινδία και συγκεκριμένα στην πόλη Πορμπαντάρ. Το «Μαχάτμα» σημαίνει στα σανσκριτικά «μεγάλη ψυχή» και είναι ένα προσωνύμιο που του έδωσε το 1915, ο συμπατριώτης του νομπελίστας ποιητής, Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ.

Ο πατέρας του ήταν κυβερνήτης σε ένα από τα πριγκιπάτα του Γκουτζαράτ. Η οικογένειά του λάτρευε τον θεό Βισνού και ήταν επηρεασμένη από το θρησκευτικό κίνημα των Ζαϊνιστών, οι οποίοι αρνούνταν να πειράξουν ή να σκοτώσουν οτιδήποτε, ακόμα και μυρμήγκι.

Οι γονείς του ήταν χορτοφάγοι και δεν πείραζαν κανένα ζωντανό πλάσμα. Κάτι που τον επηρέασε βαθιά. Βέβαια, όπως όλοι οι σκεπτόμενοι άνθρωποι, πέρασε μια φάση επανάστασης, όπου κάπνιζε κρυφά, δήλωνε άθεος και έτρωγε κρέας. Για να τον συμμορφώσουν με έναν τρόπο, οι γονείς του τον πάντρεψαν όταν έγινε 13 ετών με μια μικρότερη του κοπέλα. Αυτό συνηθιζόταν στην Ινδία και σε μερικά μέρη συνηθίζεται μέχρι και σήμερα.

Όταν αποφοίτησε από το σχολείο, έφυγε για το Λονδίνο να σπουδάσει Νομική. Στην Αγγλία δυσκολεύτηκε πολύ να προσαρμοστεί. Οι συμφοιτητές του κορόιδευαν την χορτοφαγία του. Ωστόσο εκείνη την περίοδο ο Γκάντι έμαθε να υπερασπίζεται τον εαυτό του και τις αξίες του, κάτι που τον βοήθησε πολύ στην συνέχεια.

Επέστρεψε στην Ινδία το 1891, αλλά δυσκολεύτηκε να βρει δουλειά. Γι’ αυτό, δέχτηκε μετά χαράς την πρόταση μιας ινδικής εταιρείας ώστε να δουλέψει στην Νότια Αφρική. Η ρατσιστική νοτιοαφρικανική νοοτροπία ήταν καθοριστική για την συνέχειά του. Μια φορά έφαγε πολύ ξύλο, όταν αρνήθηκε να παραχωρήσει την θέση του σε έναν λευκό σε μια άμαξα.

Ύστερα από αυτό αγωνίστηκε σθεναρά για τα δικαιώματα των Ινδών μεταναστών στην Νότιο Αφρική (αποτελούν μέχρι και σήμερα ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού της χώρας) και ήταν εκείνη η εποχή που εμπνεύστηκε την αντίσταση χωρίς βία.

Στην Ινδία επέστρεψε ξανά το 1915, σε ηλικία 46 ετών. Πέντε χρόνια αργότερα ήταν ήδη η μεγαλύτερη πολιτική φυσιογνωμία της Ινδίας. Το Ινδικό Εθνικό Κόμμα του οποίου ήταν ηγέτης γιγαντώθηκε και εξαπλώθηκε σε όλη την χώρα. Το μήνυμα του Μαχάτμα ήταν ένα: Την Ινδία δεν την κρατούσαν υπόδουλη τα βρετανικά όπλα, αλλά οι ατέλειες των ίδιων των Ινδών.

Η ειρηνική άρνηση να συνεργαστεί με τους Βρετανούς αποικιοκράτες, τους προκαλούσε ανάμεικτα συναισθήματα, που έφταναν από την αμηχανία και την καχυποψία μέχρι και τον θαυμασμό. Όμως όσο οι Ινδοί συνειδητοποιούσαν ότι μπορούν να αντισταθούν με επιτυχία, άλλο τόσο δινόταν τροφή για συγκρούσεις μεταξύ ινδουιστών και μουσουλμάνων. Το φθινόπωρο του 1924 ο Γκάντι αποφάσισε να κάνει απεργία πείνας τριών εβδομάδων, για να παροτρύνει τους συμπατριώτες του να υιοθετήσουν την αντίσταση της μη βιας.

Το 1930 αντιστάθηκε κατά του φόρου στο αλάτι, τον οποίο επέβαλλαν οι Βρετανοί. Εκείνοι δεν δίστασαν να τον φυλακίσουν. Στη φυλακή έκανε ακόμα μια απεργία πείνας και ζητούσε την ανεξαρτησία της Ινδίας.

Το 1945 ξεκίνησαν τριμερείς διαπραγματεύσεις, μεταξύ της βρετανικής κυβέρνησης, των ινδουιστών και των μουσουλμάνων. Οι διαπραγματεύσεις κατέληξαν στο σχέδιο Μαουντμπάντεν, που προέβλεπε την ίδρυση δυο νέων κυρίαρχων κρατών: της Ινδίας και του Πακιστάν, στις 15 Αυγούστου του 1947. Ο Γκάντι δεν έκρυψε την απογοήτευση του για τον διαχωρισμό των ινδικών εδαφών. Το αποτέλεσμα; Ο άνθρωπος που έδωσε όλη του την ζωή για την ανεξαρτησία της χώρας του, μισήθηκε από ινδουιστές και μουσουλμάνους.

Μόλις πέντε μήνες μετά την ανεξαρτησία της Ινδίας, ο φανατικός ινδουιστής Νατουράμ Γκοτσέ, δολοφόνησε τον Γκάντι ενώ εκείνος πήγαινε να προσευχηθεί. Ήταν 30 Ιανουαρίου του 1948 και ο Γκάντι «έφυγε» σε ηλικία 79 ετών. Η δράση του και η φιλοσοφία του ενέπνευσαν πολλά κινήματα αλλά και τον αγώνα κατά του ρατσισμού, με «συνεχιστές» του τον Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ και τον Νέλσον Μαντέλα.