Η αθέατη όψη του 1821
Μια ακόμα άγνωστη πλευρά της επανάστασης είναι αυτή που αφορά τη σεξουαλική ζωή των αγωνιστών, τους έρωτες και τα σαρκικά πάθη τους που αρκετές φορές ήταν επιλήψιµα. Θα πρέπει βέβαια να έχουµε στο µυαλό µας ότι πρόκειται για µια περίοδο που η απειλή του θανάτου και η αβεβαιότητα για το προσδόκιµο της ζωής ήταν συνεχείς, οδηγώντας πολλούς στην επιτάχυνση της σεξουαλικής ζωής. Αναφέρουμε λοιπόν κάποιες από τις χαρακτηριστικότερες ερωτικές ιστορίες πρωταγωνιστών του 1821, έτσι όπως τις έχει αποτυπώσει η ιστορική έρευνα.
Τα ηρωικά κατορθώµατα των αγωνιστών του 1821 είναι λίγο έως πολύ σε όλους µας γνωστά. Εκατοντάδες µικρές και µεγάλες νικηφόρες µάχες έναντι του καλύτερα οργανωµένου οθωµανικού στρατού, θαρραλέες πράξεις που τιµάµε αδιαλείπτως µέχρι και σήµερα, στρατηγικές παραπλανήσεις του εχθρού και θυσίες αµέτρητων αγωνιστών που έδωσαν το αίµα τους στον εννιαετή εθνικοαπελευθερωτικό Αγώνα.
ΒΑΣΟΣ ΜΑΥΡΟΒΟΥΝΙΩΤΗΣ
Απήγαγε 16χρονη παντρεµένη και την έκλεισε σε πύργο
Ο σλαβικής καταγωγής Βάσος Μαυροβουνιώτης ήταν ένας από τους σηµαντικότερους Βαλκάνιους φιλέλληνες και µε το ξέσπασµα της Επανάστασης τέθηκε επικεφαλής ένοπλης οµάδας συγκροτηµένης από συγγενείς του, Μαυροβούνιους και Σέρβους, δραστηριοποιούµενος κυρίως αρχικά στην Εύβοια, όπου συµµετείχε σε τουλάχιστον δέκα µάχες κατά των Οθωµανών.
Πάλαι ποτέ ληστής, τυχοδιώκτης, µισθοφόρος και τρόφιµος φυλακών, το 1824 µετακινείται στην Υδρα προκειµένου να συµβάλει στην άµυνα του νησιού, κάτι που του αναγνωρίστηκε από τον πρόεδρο του Εκτελεστικού Γεώργιο Κουντουριώτη, ο οποίος τον προβίβασε σε στρατηγό. ∆ύο χρόνια αργότερα, σε ηλικία 36 ετών, θα βρεθεί στην Κέα, όπου θα συναντήσει µια εκθαµβωτική 16χρονη κοπέλα, την Ελένη, την οµορφιά της οποίας είχαν εξυµνήσει µεταξύ άλλων ο Γάλλος συγγραφέας Σατωβριάνδος και ο ποιητής Παναγιώτης Σούτσος. Η κορµοστασιά και η εξυπνάδα της Ελέγκως, όπως τη φώναζαν, θα τυφλώσουν από έρωτα τον οπλαρχηγό, που επιχειρεί να µιλήσει στους γονείς της. Εκείνοι όµως αντιδρούν, γιατί η νεαρή είναι ήδη παντρεµένη µε τον προεστό και πρόξενο της Γαλλίας Μιχαήλ-Τζώρτζη Πάγκαλο.
Αντιλαµβανόµενοι τις προθέσεις του, του ζητούν να φύγει. Εκείνος όµως την απάγει, τη µεταφέρει στο χωριό Αµµόλοχος της Ανδρου και την κλείνει στον πετρόκτιστο πύργο του ∆ηµήτριου Γιαννούλη, που ήταν φίλος του, βάζοντας µάλιστα φρουρούς στις εισόδους. Παράλληλα προσλαµβάνει µια παραδουλεύτρα από τον Βόλο για να τη φροντίζει και της στέλνει φαγητό µε ένα σκοινί από το παράθυρο. Θα µείνει εκεί κλεισµένη για πολλούς µήνες. Επιστρέφοντας από τις µάχες, ο Βάσος Μαυροβουνιώτης ενηµερώνεται ότι ο σύζυγος της 16χρονης είχε πεθάνει, ενδεχοµένως και από τον καηµό του, και την παντρεύεται. Ως νόµιµη γυναίκα του πλέον την παίρνει µαζί στον Πειραιά, συνεχίζοντας την πολεµική του δράση.
Η Ελέγκω είναι πια συνέχεια στο πλευρό του, εκτελώντας χρέη πότε νοσοκόµας στο µέτωπο και πότε γραµµατέως, αφού ο άνδρας της δεν ήξερε ανάγνωση και γραφή. Τον βοηθάει στη λύση της πολιορκίας της Καρύστου και του κρατά την αλληλογραφία. Μετά την Επανάσταση, το σπίτι τους στη Σαλαµίνα, όπου εγκαθίστανται, θα αποτελέσει το επίκεντρο της αντιπολίτευσης κατά του κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, ενώ όταν στέφθηκε βασιλιάς ο Οθων η οικογένεια Μαυροβουνιώτη εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και η Ελένη έγινε µία από τις πιο φιλόξενες οικοδέσποινες της εποχής, διοργανώνοντας χορούς όπου έδινε το «παρών» όλη η αριστοκρατία. Ασχολούνταν µε την ιππασία και τη µουσική ενώ ντυνόταν µε ευρωπαϊκά φορέµατα.
Ο Βάσος, από την πλευρά του, προτιµούσε µέχρι το τέλος της ζωής του τις φουστανέλες. Για την ιστορία, ο γάµος τους διαλύθηκε το 1839 µε υπαιτιότητα της Ελένης, που πέθανε σε βαθιά γεράµατα αφήνοντας πολλούς απογόνους, δύο εκ των οποίων έγιναν επίσης σηµαντικοί ανώτεροι αξιωµατικοί του ελληνικού στρατού.
ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ
«Εγνοια σου, έχω και για σένα»
Η ζωή του Γεωργίου Καραϊσκάκη ήταν πολυκύµαντη. Αρχικά υπήρξε κλέφτης στα βουνά, µετά αρµατολός και στην Επανάσταση του 1821 στρατάρχης. Το επίθετό του ήταν Καραΐσκος, µε το οποίο άλλωστε και υπέγραφε, αλλά λόγω της ορφάνιας και της παραµέλησής του τον αποκαλούσαν µε το υποκοριστικό Καραϊσκάκι, δηλαδή το άτυχο Καραϊσκόπουλο. Η µητέρα του, µετά τον θάνατο του πατέρα του, πήρε την απόφαση να µονάσει, µε αποτέλεσµα ο ήρωας του ’21 να αποκαλείται και «ο γιος της καλογριάς».
Παντρεύεται τον πρώτο χρόνο του Αγώνα στα Γιάννενα την Γκόλφω Ψαρογιαννοπούλου, µε την οποία αποκτά δύο κόρες και έναν γιο. Στις µάχες όµως συνήθιζε να έχει µαζί του µια εκχριστιανισµένη Τουρκάλα, τη Μαριώ, την οποία έντυνε µε ανδρικά ρούχα και τη φώναζε «Ζαφείρη». Οπως αναφέρει ο ιστοριοδίφης Γιάννης Βλαχογιάννης στην εφηµερίδα «Εστία» του µακρινού 1917, «ήταν στρογγυλοπρόσωπη, µε µαύρα µάτια και µια κοτσίδα γύρω από το κόκκινο φέσι µε τη γαλάζια φούντα. Φορούσε άσπρες µπαµπακερές κάλτσες, άσπρο φλοκωτό σακάκι, φουστανέλα, στο σελάχι είχε δύο µπιστόλια και ένα γιαταγάνι και στο ένα χέρι κρατούσε ένα ελαφρό ντουφέκι.
Ο Καραϊσκάκης, αρρωστιάρης και µακριά από τους δικούς του, είχε ανάγκη από τη φροντίδα µιας γυναίκας». Οταν κάποια φορά η γυναίκα του, η Γκόλφω, δυσανασχέτησε µε τη γυναικεία παρουσία δίπλα του, ο αγωνιστής τής είπε µε νόηµα: «Εγνοια σου, µουρή, έχω και για σένα, µη µου χολιάζεις…».
ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΝΑ
Θύµα βεντέτας
Η αρχικαπετάνισσα Λασκαρίνα Μπουµπουλίνα, που µόλις πέρυσι της απονεµήθηκε από το υπουργείο Εθνικής Αµυνας ο τιµητικός τίτλος της υποναυάρχου, είχε άδοξο τέλος καθώς έπεσε θύµα οικογενειακής βεντέτας τον Μάιο του 1825, σε ηλικία 54 ετών. Ο µικρότερος γιος από τον πρώτο της γάµο ερωτεύτηκε την Ευγενία Κούτση, κόρη πάµπλουτης και ισχυρής οικογένειας από τις Σπέτσες.
Οι Κουτσαίοι δεν ήθελαν αυτόν τον γάµο επειδή η Μπουµπουλίνα είχε ξοδέψει όλη την τεράστια περιουσία της στον Αγώνα, µε αποτέλεσµα να µη διαθέτει πια οικονοµική επιφάνεια (κατά µία άλλη εκδοχή η κοπέλα ήταν ήδη λογοδοσµένη). Οι δύο νέοι όµως κλέφτηκαν και πήγαν στο σπίτι του πρώτου άνδρα της Μπουµπουλίνας, του ∆ηµητρίου Γιάννουζα. Στην οικία έσπευσε τόσο η ηρωίδα του 1821 όσο και η εξαγριωµένη οικογένεια των Κουτσαίων. Κατά τη διάρκεια έντονης λογοµαχίας, ο Ιωάννης Κούτσης τραβάει όπλο και πυροβολεί την αγωνίστρια. Η σφαίρα τη βρίσκει στο µέτωπο και σωριάζεται νεκρή στο έδαφος. Εδωσε αµέτρητες φορές γενναίες µάχες κατά των Τούρκων για να πεθάνει από ελληνικό χέρι για ήσσονος σηµασίας λόγο.
Ο ΓΙΑΤΡΟΣ ΣΑΜΙΟΥΕΛ ΧΑΟΥ – ΡΑΔΙΟΥΡΓΙΕΣ ΚΑΙ ΑΠΑΓΩΓΗ
«Ητανε µισόγυµνη κι αυτό την έκανε ακόµα πιο γοητευτική»
Ο Σάμουελ Χάου ήταν ένας οικονοµικά ευκατάστατος Αµερικανός γιατρός και µέγιστος φιλάνθρωπος, που σπούδασε Ιατρική στο Πανεπιστήµιο του Χάρβαρντ.
Αντί όµως να ασκήσει το επάγγελµά του στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, επέλεξε να κατέβει στην Ελλάδα αρχές του 1825, σε ηλικία µόλις 24 ετών, για να συµµετάσχει άδολα στην Επανάσταση. Αµέσως άρχισε να περιθάλπει τραυµατίες και αρρώστους χωρίς να παίρνει χρήµατα. Στο πρώτο γράµµα προς τον πατέρα του έγραψε χαρακτηριστικά: «… ως προς τον µισθόν µου, ουδέν λαµβάνω, ούτε µ’ ενδιαφέρει, αφού η Κυβέρνησις δεν είναι εις θέσιν ούτε να θρέψη και να ενδύση τους δεινοπαθούντας στρατιώτας…».
Μάλιστα στο ηµερολόγιό του έγραψε κάποια στιγµή ότι «η δουλειά µου τη νύχτα που πέρασε ήταν ατέλειωτη. […] Εκαµα τόσες εγχειρήσεις που αµφιβάλλω αν θα κατόρθωνα να τις κάµω κατά τη διάρκεια ολόκληρων ετών στη Βοστώνη. […] ∆ύο µήνες τώρα κοιµάµαι στο έδαφος µε τα ρούχα. […] Είχα σκεφτεί να φύγω από δω, αλλά θα ήταν πράξη επονείδιστη».
Στο ηµερολόγιό του όµως, που κυκλοφορεί και στα ελληνικά, θα γράψει και κάτι άλλο. Μια σκηνή που δεν θα πρέπει να έφυγε ποτέ από το µυαλό του.
«Σήµερα, αναφέρει, µε κάλεσε ένας Ελληνας καπετάνιος για να εξετάσω κάποιον άρρωστό του. Ανέβηκα στο άνω πάτωµα της παράγκας του και ’κεί βρήκα ξαπλωµένο πάνω σ’ ένα από τα στρώµατα ένα ουρί του Παραδείσου. Μόλις µε είδε ανασηκώθηκε και κάθισε πάνω στο στρώµα της, τινάζοντας πίσω τα κατάµαυρα σγουρά µαλλιά της κι ύστερα έσκυψε το κεφάλι προς τα µπρος σαν από δειλία ή ντροπή. Και ’γώ στάθηκα εκεί, στο κατώφλι, λες και µ’ είχε χτυπήσει κεραυνός ή θωρούσα µπροστά µου το φάντασµα του παππούλη µου. Σ’ ένα στρατόπεδο που θάρρευα πως δεν υπήρχε ούτε κουνούπι θηλυκό, να βρεθώ ξαφνικά µπροστά σ’ ένα αβρό πλάσµα που είχε µια τέτοια χάρη και φυσικότητα στην κάθε της κίνηση που ποτέ στη ζωή µου δεν είχα ξανασυναντήσει σε γυναίκα! Η παρουσία µου όπως ήτανε φυσικό την αναστάτωσε γιατί ήτανε µισόγυµνη κι αυτό την έκανε στα µάτια µου ακόµα πιο γοητευτική.
Εχασα την ψυχραιµία µου. Είχα µπει µέσα µ’ όλη τη σοβαρότητα του Ιπποκράτη για να εξετάσω κάποιον άρρωστο φουκαρά κι έπεσα πάνω σ’ έναν ανήµπορο άγγελο! Και τα αισθήµατά µου από ιπποκρατικά έγιναν αυτά ενός οποιουδήποτε νέου άντρα, είκοσι τριών µάλιστα Μαΐων! Βάζοντας ωστόσο όλη µου τη δύναµη, κέρδισα την αυτοκυριαρχία µου και προχώρησα στην εξέτασή της. Το κορίτσι δεν είχε τίποτα το σοβαρό – ένας κεφαλόπονος που είχε βάλει σε ανησυχία τον ερωτευµένο µας καπετάνιο!
Αργότερα έµαθα πως η κοπέλα δεν ήτανε γυναίκα του, µα η “chere amie” του (“αγαπηµένη φίλη” στα γαλλικά). Είναι Τούρκισσα και γι’ αυτό δεν µπορεί να την παντρευτεί. Μα αυτό δεν παίζει ρόλο, γιατί σε παρόµοιες περιπτώσεις θαρρώ πως οι Ελληνες δεν παντρεύονται ποτέ άλλη γυναίκα – µένουν πιστοί στην “amie” τους».
ΡΑ∆ΙΟΥΡΓΙΕΣ ΚΑΙ ΑΠΑΓΩΓΗ
Ο Κωλέττης δυσφηµεί τη Μαντώ Μαυρογένους και ο Υψηλάντης τη χωρίζει
Ίσως η πιο διαδεδοµένη ερωτική ιστορία στα χρόνια της Επανάστασης ήταν αυτή µεταξύ της 25χρονης επίτιµης αντιστρατήγου Μαντώς Μαυρογένους και του 30χρονου επικεφαλής της Φιλικής Εταιρείας ∆ηµήτριου Υψηλάντη. Οι δυο τους έγιναν ζευγάρι και αρραβωνιάστηκαν, µε τον γόνο της εύπορης φαναριώτικης οικογένειας να υπόσχεται ότι θα την παντρευτεί αµέσως µετά την απελευθέρωση της πατρίδας.
Βέβαιη για τον επικείµενο γάµο τους, η Μαντώ ποτέ δεν ένιωσε την ανάγκη να κρύψει τη σχέση της. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός πως όποτε βρισκόταν στο στρατόπεδο κοιµόταν στη σκηνή του πρίγκιπα Υψηλάντη. Ο εν λόγω ερωτικός δεσµός δεν άρεσε καθόλου στον πολιτικό κόσµο της εποχής, που τον αντιµετώπιζε καχύποπτα καθώς έβλεπε ότι ετοιµάζονταν να ενωθούν δύο φιλορωσικές ισχυρές οικογένειες.
Ο γαλλόφιλος Ιωάννης Κωλέττης αποφασίζει να τους χωρίσει. ∆ιαδίδει µια φήµη ότι η όµορφη Μαντώ διατηρεί παράλληλη σχέση µε τον Βρετανό φιλέλληνα Εντουαρντ Μπλακιέρ, µια αµφιλεγόµενη προσωπικότητα που συνόδευσε τη δεύτερη δόση του δανείου από την Αγγλία προς την επαναστατηµένη Ελλάδα. Ο Υψηλάντης αισθάνεται προδοµένος και διαλύει τη σχέση, παρά το γεγονός ότι εκείνη προσπαθεί µε κάθε τρόπο να τον πείσει ότι είναι αθώα.
Ο ραδιούργος Κωλέττης µάλιστα κατηγορήθηκε ότι είχε οργανώσει και την απαγωγή της Μαυρογένους από κουκουλοφόρους, που τη µετέφεραν στη Μύκονο για να χωρίσει οριστικά από τον αγαπηµένο της. Το νεαρό ζευγάρι δεν ξαναµίλησε ποτέ, ενώ η αγάπη µετατράπηκε σε άσβεστο µίσος.
ΛΟΡΔΟΣ ΜΠΑΪΡΟΝ
Σεξουαλικά σκάνδαλα σε Κεφαλονιά και Μεσολόγγι
Οι παιδοφιλικές ερωτικές τάσεις του Αγγλου αριστοκράτη και µέγιστου φιλέλληνα λόρδου Μπάιρον (Βύρωνα) παραλίγο να του στοιχίσουν τη ζωή. Οταν το 1823 βρέθηκε, σε ηλικία 35 ετών, στην Κεφαλονιά, ερωτεύτηκε παράφορα τον 15χρονο υπηρέτη του Λουκά Χαλανδριτσάνο, ο οποίος όµως αντιστάθηκε και δεν ενέδωσε ποτέ, µε αποτέλεσµα ο Λονδρέζος ποιητής να οδηγηθεί σε µια ακραία δίαιτα που δήθεν συνέβαλλε στην αντιµετώπιση της οµοφυλοφιλίας, µε µπισκότα και σόδα.
Ακολούθως εγκαθίσταται στο Μεσολόγγι, όπου έρχεται σε επαφή µε τον πρόεδρο του Εκτελεστικού («πρωθυπουργό», όπως θα λέγαµε στις µέρες µας) Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, τον οποίο και θα στηρίξει οικονοµικά. Στην πόλη της δυτικής Στερεάς Ελλάδας ο Μπάιρον θα εµπλακεί σε ένα ακόµη σεξουαλικό σκάνδαλο. Παρασύρει µε την αρωγή του νέου υπηρέτη του ένα µικρό φτωχό αγόρι της περιοχής, το ντύνει κοριτσίστικα και είναι έτοιµος για όλα. Κάποιος όµως αντιλαµβάνεται τις προθέσεις του και ειδοποιεί τον µεγαλύτερο αδελφό του άτυχου αγοριού.
Εκείνος σπεύδει, φτάνει στο σπίτι του Αγγλου και απειλεί να τον σκοτώσει. Το περιστατικό µεταδίδεται εν ριπή οφθαλµού στη µικρή κοινωνία του Μεσολογγίου, αλλά ο Μαυροκορδάτος συµβάλλει ώστε το περιστατικό να ξεχαστεί σχετικά γρήγορα. Επειτα από το εν λόγω συµβάν ο ευκατάστατος φιλέλληνας αποφασίζει να ιδρύσει πορνείο για να ξεδίνει ο ανδρικός πληθυσµός. Επί της ουσίας ίδρυσε έναν από τους πρώτους αν όχι τον πρώτο οργανωµένο οίκο ανοχής της νεότερης Ελλάδας
O ΓΑΜΟΣ
Θα πρέπει να σηµειωθεί ότι ο λόρδος ήταν αµφισεξουαλικός, καθώς τον Σεπτέµβριο του 1814, σε ηλικία 26 ετών, είχε παντρευτεί την 22χρονη Αναµπέλα Μίλµπανκ, µια αγνή και πανέξυπνη κοπέλα, διάνοια στα µαθηµατικά και µε έντονες θρησκευτικές ανησυχίες. Εξαρχής το ζευγάρι φάνταζε αταίριαστο και σύντοµα χωρίζει, λόγω «αφύσικης σεξουαλικής συµπεριφοράς», όπως θα υποστηρίξει η µέχρι πρότινος γυναίκα του. Στο βιβλίο «Με τον Βύρωνα και τον Ανδρούτσο» (εκδόσεις Θύραθεν) ο Βρετανός συγγραφέας Τζον-Εντουαρντ Τρελόνι θα γράψει σχετικά: «Για το πολυσυζητηµένο θέµα του χωρισµού του ποιητή απ’ τη γυναίκα του, όλες τις λεπτοµέρειες τις έχει γράψει ο ίδιος, και σε πρόζα και σε ρίµα· αυτό που παρέλειψε, όµως, να πει ήταν ότι τις γυναίκες τις αντιµετώπιζε σα να ήταν πράγµατα χωρίς ψυχή ή λογικό· µαζί τους ούτε έτρωγε, ούτε προσευχόταν, ούτε πήγαινε περίπατο, ούτε µιλούσε σοβαρά. Μέχρι έναν ορισµένο βαθµό συγγένειας οι γάµοι απαγορεύονται· το ίδιο θα έπρεπε να ισχύει και όταν δεν υπάρχει φυσική συγγένεια στα αισθήµατα, στις συνήθειες, στα γούστα και στις προτιµήσεις. Είναι πολύ ευγενικό εκ µέρους των αγίων να δένονται µε τους αµαρτωλούς, αλλά ενενήντα εννιά φορές στις εκατό το αποτέλεσµα είναι µια αποτυχία· στην περίπτωση του Βύρωνα, µάλιστα, παταγώδης».
ΤΡΕΛΟΝΙ
Παντρεύτηκε τη 13χρονη αδελφή του Ανδρούτσου
Ο Τρελόνι ήταν ένας τυχοδιώκτης που συνόδευσε τον λόρδο Μπάιρον στην Ελλάδα, χωρίς όµως να διακατέχεται από φιλελληνικά αισθήµατα. Παρέµεινε για µεγάλο χρονικό διάστηµα στην Αθήνα κατά τη διάρκεια της Επανάστασης όπου αγόρασε ένα χαρέµι µε δέκα Τουρκάλες. Το 1824 παντρεύεται τη 13χρονη ετεροθαλή αδελφή του οπλαρχηγού της ανατολικής Στερεάς Ελλάδας Οδυσσέα Ανδρούτσου, την Τερζίτσα, µε την οποία σηµειωτέον δεν υπάρχει κανένας τρόπος λεκτικής επικοινωνίας, αφού εκείνος γνωρίζει µόνο αγγλικά και εκείνη µόνο ελληνικά. Ο γάµος (που διαλύθηκε σύντοµα) θα γίνει χωρίς την παρουσία ορθόδοξου ιερέα, στη «Μαύρη τρύπα», το κρησφύγετο του Οδυσσέα Ανδρούτσου στον Παρνασσό.
ΜΠΟΤΣΑΡΗΣ
Το «όχι» στον γάµο της κόρης του µε τον ανιψιό του Τζορτζ Ουάσιγκτον
Κάτι που δεν γνωρίζουν πολλοί είναι ότι ανάµεσα σε αυτούς που πολέµησαν στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του 1821 ήταν και ο αξιωµατικός Ουίλιαµ Ουάσιγκτον, ανιψιός του πρώτου προέδρου των Ηνωµένων Πολιτειών, Τζορτζ Ουάσιγκτον. Ο νεαρός ερωτεύτηκε τη 16χρονη Βασιλική, µία από τις δύο κόρες του οπλαρχηγού και καπετάνιου των Σουλιωτών Μάρκου Μπότσαρη, που δυστυχώς έφυγε από τη ζωή πολύ νωρίς, το 1823 σε ηλικία 33 ετών.
Ο Αµερικανός φιλέλληνας, εντυπωσιασµένος από τα κάλλη της µικρής, την ερωτεύτηκε αµέσως και τη ζήτησε σε γάµο. Ελαβε όµως αρνητική απάντηση τόσο από τη χήρα µητέρα της Βασιλικής όσο και από τη θεία του κοριτσιού. Επρεπε ωστόσο να υπάρχει και µια ανδρική γνώµη. Ετσι οι γυναίκες απευθύνθηκαν στον καπετάν Κώστα Μπότσαρη, αδελφό του Μάρκου, γράφοντάς του σχετικό γράµµα, το οποίο σώζεται µέχρι σήµερα. Σε αυτό αναφέρεται µεταξύ άλλων: «… εις τις µέρες ταύτας του θρήνου µας και κοπετού µας κατακλησµένες, µας ήλθεν εδώ προς χαιρετισµόν κάποιος Βάσικτος αµερικάνος, ο οποίος είναι γνωστός σας και ο ίδιος κοµιστής της παρούσης µας, αυτός λέγω µας επερίσευσε την λύπη µας ζητώντας µας την Βασιλική διά γυναίκαν του νόµιµην, ηµείς άλλο δεν απροκρήθηµεν ει µη ότι αυτού οπού έρχετε να οµιλείσετε οι δυο σας και να µας συγχωρήτε όπου σας γράφωµεν και σας ρίχνωµεν το βάρος, πρώτον επειδής ούτως πρέπει µε το να ήσε ο πατήρ πάντων ηµών, δεύτερον και µας εβίασεν πολύ να σας γράψωµεν, λοιπόν παµφίλτατε µοι πάρε µέτρα δραστήρια µην ακολουθήση κανένα σφάλµα και γίνωµεν όνιδος θεού και ανθρώπων…». Τονιζόταν δε ότι εκείνες έδωσαν αρνητική απάντηση στον νεαρό Ουίλιαµ.
Ο (επίσης) στρατηγός Κώστας Μπότσαρης το διάβασε στο Ναύπλιο, µόλις επέστρεψε από µια αποτυχηµένη εκστρατεία στην Αττική. Χωρίς περίσκεψη είπε κι εκείνος «όχι» σε αυτόν τον γάµο. Τρεις µήνες αργότερα, στις 16 Ιουλίου 1827, ο φιλέλληνας Ουάσιγκτον χτυπήθηκε από σφαίρα και πέθανε σε ηλικία µόλις 30 χρόνων.
ethnos.gr