Θα μπορούσα σήμερα να σας μιλήσω για ζώα εγκαταλελειμμένα, κακοποιημένα από «συνανθρώπους» μας δυστυχώς είναι πολλά. Δεν θα το κάνω. Στο θυμικό σας δεν θέλω να στοχεύσω τις σκοτεινές περιοχές –τον θυμό, την απόγνωση, τη θλίψη– αλλά τις φωτεινές: τη χαρά, την ανακούφιση, την αισιοδοξία.
Αυτά τα συναισθήματα νιώθει κάθε (στοιχειωδώς) φιλόζωος όποτε συνειδητοποιεί πως ανάμεσά μας υπάρχουν πολλοί οι οποίοι κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους για ζώα που έχουν ανάγκη – όταν άλλοι στρέφουν το βλέμμα τους αλλού και προσπερνούν…
Τέτοιους ανθρώπους θα σας συστήσω: τους εθελοντές κτηνιάτρους της ΕΚΔΕ, που περιθάλπουν αδέσποτα σε όλη την Ελλάδα· τη Λουίζα, που υιοθέτησε έναν τυφλό γάτο· τη Νίκη Μανωλάκη και τον Ανδρέα Γεωργόπουλο, που βρήκαν ένα παράλυτο αρνάκι στον Ψηλορείτη, το μεγάλωσαν και του εξασφάλισαν μια όμορφη ζωή σε ειδική φάρμα για ανάπηρα ζώα, στην Ολλανδία. Είναι καλοί Σαμαρείτες των τετραπόδων και αυτές είναι οι ιστορίες τους.
Λουίζα Κροντήρη: Παίρνοντας μαθήματα ζωής από έναν τυφλό γάτο
Το φθινόπωρο του 2011 έφτασε στα χέρια της μια κούτα με ένα αδέσποτο γατάκι. Ηταν περίπου τριάντα ημερών και ήδη τυφλό – η ρινοτραχειίτιδα είχε δυστυχώς κάνει το κακό. ∆ύο μήνες και αρκετές επισκέψεις στον κτηνίατρο μετά, ο Μίμης –αυτό ήταν πλέον το όνομά του– ήταν υγιέστατος και έτοιμος να βρει την παντοτινή του οικογένεια. «Εγραψα, λοιπόν, µια… νόστιμη αγγελία και την ανήρτησα στο Διαδίκτυο», λέει η δημοσιογράφος του ΣΚΑΪ, Λουίζα Κροντήρη, παραλήπτρια της κούτας. «Εγινε χαμός! Αμέτρητα like, share, σχόλια, αλλά κανένα ουσιαστικό ενδιαφέρον το τηλέφωνό μου δεν χτύπησε ούτε µία φορά. Κι έτσι διαπίστωσα και πάλι αυτό που ήδη γνώριζα: οι περισσότεροι Ελληνες έχουν δυσανεξία στα ζώα µε αναπηρία. Τα λυπούνται, ίσως τα συμπονούν αλλά δεν τα θέλουν στο σπίτι τους».
Μην έχοντας άλλη επιλογή, αποφάσισε να κρατήσει η ίδια τον Μίμη. Στη διάρκεια της συμβίωσής τους, ο τυφλός γάτος έμαθε πολλά: να υπολογίζει τις αποστάσεις βάσει του ήχου, να σκαρφαλώνει χρησιμοποιώντας «σκαλοπάτια» και, το κυριότερο, να έχει εμπιστοσύνη στον εαυτό του. Η κυρά του, άλλωστε, ποτέ δεν πίστεψε ότι ο Μίμης διαφέρει από τα άλλα γατιά, τα «κανονικά» και τον ενθάρρυνε, δίνοντάς του όλη της την αγάπη, να αναπτύξει τις δεξιότητές του.
Σήμερα, ο Μίμης ζει στο σπίτι των γονιών της, μαζί με άλλες δύο γάτες. «Λόγω δουλειάς απουσίαζα πάρα πολλές ώρες και δεν ήθελα να μένει μόνος τους. Είναι χαρούμενος και ήρεμος τώρα», λέει η Λουίζα. «Εχει την ίδια περιέργεια για καθετί και την ίδια αστείρευτη ενέργεια. Τρελαίνεται πάντα για βόλτες. Του αρέσει να βγαίνει έξω, να κοιμάται πάνω στο χορτάρι και στα λουλούδια, να λιάζεται, να κυνηγάει μύγες, να κυλιέται στο χώμα. Είναι ατρόμητος. Για τον Μίμη ο κόσμος είναι ένα πεδίο απεριόριστων δυνατοτήτων».
Κάθε χρόνο, οι φιλοζωικές οργανώσεις μαζεύουν από τους δρόμους των μεγαλουπόλεων εκατοντάδες γατάκια που έχουν χάσει το ένα ή και τα δύο μάτια τους από χλαμύδια ή ρινοτραχειίτιδα – νόσημα πολύ μεταδοτικό (μεταξύ των γατιών, όχι για τον άνθρωπο), που εκδηλώνεται µε φτέρνισμα, ρινικό έκκριμα και αναπνευστικά προβλήματα. «Αν δεν αντιμετωπιστεί εγκαίρως –και αρκεί μια απλή θεραπεία, με κολλύρια και αντιβιοτικά–, οι αλλοιώσεις στα µάτια είναι µόνιµες», εξηγεί η Λουίζα Κροντήρη.
Εθελοντική Δράση Κτηνιάτρων Ελλάδος: To απερίγραπτο συναίσθημα της προσφοράς
Ήταν 2013 όταν επτά κτηνίατροι, βλέποντας την τραγική κατάσταση που επικρατούσε στην Ελλάδα για τα αδέσποτα ζώα και ευελπιστώντας ότι αυτά θα πάψουν κάποτε να θεωρούνται «πληγή», αποφάσισαν να κάνουν κάτι: άρχισαν να παρέχουν αφιλοκερδώς κτηνιατρική φροντίδα σε αδέσποτες γάτες και σκύλους, ακόμα και σε άγρια ζώα με άμεση ανάγκη περίθαλψης.
Ετσι γεννήθηκε η Εθελοντική Δράση Κτηνιάτρων Ελλάδος, ένα ανεξάρτητο, μη κερδοσκοπικό σωματείο, που μέχρι σήμερα έχει πραγματοποιήσει στειρώσεις, εμβολιασμούς κατά της λύσσας και τοποθέτηση μικροτσίπ σε περισσότερα από 4.000 ζώα σε όλη τη χώρα – από τα Γρεβενά μέχρι την Αγιά και την Ιεράπετρα και από την Κυπαρισσία μέχρι τα Κουφονήσια και τη Σάμο. Μόνο το 2018, από τα χειρουργεία της πέρασαν 1.006 ζώα! Εντυπωσιακοί είναι οι αριθμοί και όσον αφορά το ανθρώπινο δυναμικό της ΕΔΚΕ, καθώς σήμερα μετράει εξακόσια και πλέον παθιασμένα μέλη, κτηνιάτρους και τελειόφοιτους Κτηνιατρικής.
Ανάμεσά τους, ο Στέφανος Μπάτσας, γιος ενός εκ των ιδρυτών, του Γιάννη Μπάτσα. Ο Στέφανος έγινε κτηνίατρος «γιατί δεν μπορούσα να φανταστώ τον εαυτό μου να κάνει οτιδήποτε άλλο». Τουλάχιστον μία φορά τον μήνα, ο ίδιος και άλλοι εθελοντές της ΕΔΚΕ, κλείνουν για ένα τριήμερο τα ιατρεία τους, φορτώνουν στα αυτοκίνητά τους τον απαραίτητο εξοπλισμό και ταξιδεύουν όπου υπάρχει ανάγκη, έπειτα από πρόσκληση κάποιου δήμου ή φιλοζωικής οργάνωσης –επίσημης, με αριθμό μητρώου– και αφού υπάρχει γραπτώς η σύμφωνη γνώμη όλων των τοπικών κτηνιάτρων, όπως διευκρινίζουν.
Φτάνοντας, στήνουν τα χειρουργεία τους και, αφού χειρουργούν επί δέκα, ακόμα και δώδεκα ώρες τη μέρα δεκάδες ζώα, χωρίς να παίρνουν ανάσα, επιστρέφουν στη βάση τους – και στην κανονικότητά τους. Ο βαθμός δυσκολίας του εγχειρήματος είναι πολύ υψηλός. «Δεν γνωρίζουμε τα ζώα ούτε το ιστορικό τους. Οι καταστάσεις που συχνά αντιμετωπίζουμε ξεπερνούν κάθε φαντασία. Μου έχει τύχει να κάνω στείρωση και να σκοτώνω με τον αγκώνα μου ψύλλους και τσιμπούρια για να μην μπουν στην κοιλιά του ζώου. Χειρουργούμε σε συνθήκες πολέμου!», λέει ο συνομιλητής μου.
Δυσβάστακτο είναι και το κόστος κάθε εξόρμησης της ΕΚΔΕ. «Μια αποστολή –έστω και αν η διαμονή και η διατροφή μας είναι πληρωμένα από τον εκάστοτε δήμο– μπορεί να κοστίσει από 1.500 έως 2.500 ευρώ. Κάθε χρόνο πραγματοποιούμε περίπου είκοσι αποστολές. Ευτυχώς, έχουμε στο πλευρό μας χορηγούς –μεγάλες φαρμακευτικές και εταιρείες τροφών–που μας στηρίζουν. Εχουμε λάβει και μια πρώτη χρημοτοδότηση από το Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος και, επειδή έχουμε σημαντικό έργο να επιδείξουμε, ευελπιστούμε ότι θα λάβουμε και άλλη», συνεχίζει ο Στέφανος Μπάτσας.
Τι κερδίζει ο ίδιος από τη συμμετοχή του στην ΕΔΚΕ; «Το κέρδος είναι ψυχικό. Δεν μπορώ να περιγράψω το συναίσθημα της προσφοράς στα αδέσποτα ζώα: είναι ιδιαίτερο και πολύτιμο. Οταν επιστρέφω από μια αποστολή, μπορεί να έχω μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια μου και να σέρνω τα πόδια μου από την κούραση, αλλά μέσα μου αισθάνομαι σαν να πετάω!».
Νίκη Μανωλάκη – Ανδρέας Γεωργόπουλος: Η νέα ζωή της Γιαννούλας στην Ολλανδία
Πριν από δύο χρόνια, στη διάρκεια πεζοπορίας στον Ψηλορείτη, ο Ανδρέας Γεωργόπουλος είδε ένα αρνάκι: δυσκολευόταν να περπατήσει, έσερνε τα πίσω πόδια του και είχε μείνει αρκετά πίσω από το κοπάδι του, καθώς δυσκολευόταν να το ακολουθήσει. Ο νεαρός ιδιωτικός υπάλληλος θα μπορούσε να το έχει προσπεράσει. Δεν το έκανε. Το πήρε μαζί του στο Ηράκλειο. «Μόνο του δεν θα είχε επιβιώσει ούτε μια βραδιά», εξηγεί. Ο ίδιος και η σύντροφός του, γυμνάστρια Νίκη Μανωλάκη, υιοθέτησαν το ζώο, που ήταν λίγων ημερών και είχε γεννηθεί με βαριάς μορφής αρθρίτιδα, όπως τους είπε ο κτηνίατρος.
Στο διαμέρισμά τους, μαζί με τα δύο σκυλιά τους, το μεγάλωναν με πολλή αγάπη. «Εμαθε αρκετές εντολές και να κινείται με αμαξίδιο, ερχόταν για χάδια και ήθελε να είναι διαρκώς δίπλα μας. Την ονομάσαμε Γιαννούλα, προς τιμήν του παππού μου, Γιάννη, που ήταν βοσκός, στο Κατωφύγι Πεδιάδος», λέει η Νίκη. Πώς ήταν η καθημερινότητά τους με ένα ανάπηρο αρνί; «Δύσκολη –γιατί χρειαζόταν πολλή φροντίδα και είχε φτάσει τα 35 κιλά– αλλά και σουρεαλιστική», λέει γελώντας ο Ανδρέας. «Ποτέ δεν θα ξεχάσω τη μέρα που τη βρήκα να έχει μασήσει τη μισή κουρτίνα στο σαλόνι μας!».
Εδώ και λίγους μήνες η Γιαννούλα έχει ξεκινήσει μια νέα ζωή, στο καταφύγιο για ανάπηρα ζώα Zorgeloos στην Ολλανδία. Το να καταφέρουν ο Ανδρέας και η Νίκη να εξασφαλίσουν την άδεια να ταξιδέψει το ζώο στο εξωτερικό ήταν «μια νίκη απέναντι στη γραφειοκρατία και σε όσους μας αποκαλούσαν “οι τρελοί με το αρνί”», λένε. Στο πλευρό τους στάθηκαν η Κτηνιατρική Υπηρεσία Ηρακλείου και η Aegean Airlines, με πτήση της οποίας η Γιαννούλα έφτασε στον προορισμό της. Δεν ήταν εύκολο να την αποχωριστούν, αλλά ξέρουν ότι εκεί θα ζήσει πολύ καλύτερα. Η συνομιλία μου με την ιδιοκτήτρια του καταφυγίου το επιβεβαιώνει: «Η Γιαννούλα έχει συνηθίσει το καινούργιο της περιβάλλον, κάνει παρέα με τα άλλα ζώα, ιδιαίτερα με τις γάτες και τους σκύλους· ο Τίμο, ένα χάσκι, κοιμάται πάντα δίπλα της. Και της αρέσει να με συνοδεύει στους περιπάτους μου», λέει η Μαρία Μόρια Τζόνα.
Οι κακοποιήσεις
Πίσω στην Ελλάδα και στην κουβέντα με το ζευγάρι. Η Κρήτη παραμένει πρωταγωνίστρια σε κακοποιήσεις ζώων. Πώς αισθάνονται οι ίδιοι γι’ αυτό; «Είναι φαινόμενο των τελευταίων δεκαετιών και χαρακτηρίζει το κακώς εννοούμενο “καπετανιλίκι”, μαζί με τα όπλα και τα ναρκωτικά. Οι παλαιότεροι Κρητικοί, όπως ο παππούς μου, δεν κακοποιούσαν τα ζώα τους», τονίζει η Νίκη Μανωλάκη. «Στην αρχή είχαμε γίνει περίγελως για κάποιους συντοπίτες μας. Τώρα που η Γιαννούλα είναι ασφαλής και χαρούμενη, νιώθουμε δικαιωμένοι», τονίζει ο Ανδρέας Γεωργόπουλος. «Και εννοείται ότι έχουμε γίνει χορτοφάγοι», συμπληρώνουν με μια φωνή. «Η Γιαννούλα άλλαξε τον τρόπο που βλέπουμε τη ζωή και τον κόσμο…»
ΤΑΣΟΥΛΑ ΕΠΤΑΚΟΙΛΗ – Καθημερινή