Ξυπνάω νωρίς το πρωί, χουχουλιάζοντας στο καναπέ, πίνοντας καφεδάκι και χαμογελάω. Ναι χαμογελώ και ονειρεύομαι ταυτόχρονα. Ναι, κι αν είμαι ονειροπόλος τι πειράζει; Φαντάζομαι και ζω σε ένα δικό μου, κατάδικό μου κόσμο, αγγελικά πλασμένο. Στον δικό μου κόσμο κυριαρχεί το καλό, στον ιδανικό μου κόσμο πλημμυρίζει η αγάπη, η καλοσύνη, οι άνθρωποι χαμογελούν, αγκαλιάζουν ο ένας τον άλλο κι αγαπιούνται πραγματικά με όλο τους το είναι.
Κοιτάζω έξω από το παράθυρό μου και η μυρωδιά από τα άνθη του κήπου μοσχοβολάει γύρω μου. Αναζητώ το χαμόγελο, την ανεμελιά, την ξεγνοιασιά, σαν ένα σκανταλιάρικο πιτσιρίκι που γελά τόσο δυνατά και είναι σαν να το ακούω στα αφτιά μου. Μα πιο πολύ ακούω το τρανταχτό γέλιο που βγαίνει μέσα από την καρδιά του. Θα αισθάνομαι πάντοτε παιδί και αρνούμαι μέσα μου να παραδεκτώ πως μεγαλώνω παρόλο που έχω ωριμάσει αρκετά. Και τι πειράζει;
Θα αισθάνομαι πάντοτε παιδί. Η αγάπη, το γέλιο, τα όνειρα δε μου κόστισαν τίποτα. Σε κανέναν δε κόστισαν ποτέ. Τι είκοσι, τι τριάντα, τι σαράντα και πιο πάνω; Τι πως μεγαλώνω μόνο σε νούμερα και αριθμούς; Είμαι μέσα μου παιδί και τι πειράζει; Η καρδιά μου το φωνάζει δυνατά πως δεν θέλει να μεγαλώσω.
Τι έγινε πως ξεπρόβαλλαν οι ρυτίδες και άσπρίζουν τα μαλλιά; Την ζωή τη ζεις μονάχα με γλέντια και χαρές, χαμόγελα, ζεστές αγκαλιές, φιλιά και χάδια. Αυτά δε θέλει και ένα παιδί; Κι εγώ σαν παιδί που αισθάνομαι, γνωρίζω πως μόνο έτσι πρέπει να την ζείς.
Άρτεμις Βαμβουνάκη