Ήρθε η ώρα να μιλήσουμε για όλους εκείνους που κάποτε μας έδωσαν φόρα σε μια κούνια, γέμισαν καραμέλες τις τσέπες μας όταν πήραμε τους πρώτους βαθμούς, μπήκαν μπροστά όταν φώναζε η μαμά, δάκρυσαν στο πτυχίο μας γιατί δεν μπόρεσαν να είναι εκεί. Θα σου μιλήσω για τη γιαγιά σου και τον παππού μου, για τους πιο μεγάλους ήρωες των παιδικών μας χρόνων.
Ο παππούς μου για αρχή πρέπει να ξέρεις ότι ήταν ο πιο όμορφος άντρας του χωριού και του κόσμου μου. Ήταν πολύ ψηλός, το πρόσωπο του είχε γωνίες και ένα μικρό μουστάκι χάραζε το πρόσωπο, πάνω από το στόμα του. Μύριζε πάντα κάτι δροσερό, φορούσε πολύχρωμα πουκάμισα, σχισμένα τζιν και all star. Μα πάνω από όλα πέρναγε λίγα φυλλαράκια βασιλικού στο αφτί του και τα έτριβε κάθε τόσο.
Σαν μοναχικός λύκος, απελευθέρωνε την εργένικη ψυχή του στα βουνά της Ηπείρου! Τον θυμάμαι να κατεβαίνει τις πλαγιές τα καλοκαίρια, να κρατάει καλαμπόκια και καθώς περνάει να μου ανακατεύει τα μαλλιά. Δεν μίλαγε πολύ, δεν σπαταλούσε τις λέξεις του, δεν χαλάλιζε τη σιωπή του σε κανέναν. Φαινόταν τόσο δυνατός όταν σήκωνα τα μάτια μου και τον παρακαλούσα να με αφήσει λίγο ακόμα στην πλατεία. Τον παρακαλούσα να με αφήσει να χτίσω όσες περισσότερες αναμνήσεις μπορούσα. Τα παιδιά με έναν μαγικό τρόπο ξέρουν ότι σαν μεγάλοι, μόνο εκεί θα νιώθουν ασφαλείς.
Κάπου στα δέκα οκτώ μου, ο παππούς αρρώστησε. Η μοίρα ζήλεψε τα μεγάλα του βήματα, τα γερά του χέρια, το αγέρωχο βλέμμα του και του κλήρωσε μια νευρολογική ασθένεια. Πάρκινσον διέγνωσε η επιστήμη, αλλά ο παππούς δε μάσησε! Όσο έτρεμαν τα χέρια του εκείνος βίδωνε καρφιά, συναρμολογούσε κασετόφωνα, αρνούνταν κάθε μέρα την πάθηση του. Του έπιανα τα χέρια και μου τα έσφιγγε, ήθελε να μου δείξει ότι ο παππούς μου είναι ακόμα δυνατός.
Στα χρόνια που ήρθαν, όλα άλλαξαν προς το χειρότερο. Στο καρότσι του, μου χαμογελούσε κάθε φορά που άνοιγα την πόρτα, με ρώταγε αν έφαγα όταν τον τάιζα και για πρώτη φορά σχολίασε ότι τα μαλλιά μου είναι πιο ωραία τελικά ξανθά. “Κόψε μου λίγο βασιλικό” έλεγε…
Φλυαρούσα πολύ με τον παππού μου! Ήξερα ότι ακόμα και όταν δε με καταλάβαινε με ένιωθε. Μια μέρα, του είπα τι ωραία που θα ήταν να ήμασταν πουλιά, να πετάγαμε πάνω από όλους. Με ρώτησε ποιο πρωθυπουργό έχουμε. Ακόμα πιστεύω ότι εννοούσε πως αν δεν αλλάξει η ψήφος και η σκέψη μας, δε θα σκίσουμε ποτέ τον αέρα.
Στα ογδόντα του, έκατσα στα πόδια του με μια σοκολατένια τούρτα και ένα μπουκάλι καλό κρασί, τον κοίταξα στα μάτια και είδα όλα τα βουνά και τα νερά. Είδα πολέμους και νίκες, είδα γυναίκες να του χαμογελούν, είδα τη μάνα μου παιδί. Πότε αλλάξαμε θέση με τους παιδικούς μας ήρωες; Πότε αρχίσαμε να τους ταΐζουμε και να τους βάζουμε κρυφά από τη γιαγιά καραμέλες στις τσέπες;
Ο παππούς “έφυγε” μια μέρα της Άνοιξης! Τότε, που τα λουλούδια ανθίζουν τη ζωή και ο ήλιος καίει τις μνήμες. Κρατούσε βασιλικό και μύριζε κάτι δροσερό…
Οι παππούδες και οι γιαγιάδες φίλε είναι η κρυψώνα των παιδιών, η ασπίδα των μεγάλων στο θάνατο. Η θέση τους είναι κοντά μας, να ξορκίζουμε τους φόβους τους, όπως έκαναν εκείνοι κάποτε για εμάς. Κάθε φορά που τους φωνάζεις ή τους αγνοείς, χάνεις ένα κομμάτι της ιστορίας σου. Ξεχνάς ότι αυτοί οι άνθρωποι με τα ροζιασμένα χέρα και τα χαρακωμένα πρόσωπα κάποτε ήταν τα νιάτα του χθες. Έσπαγαν πλάκα με τους φίλους τους, έκαναν έρωτα, έπαιζαν μπάλα και τι ειρωνεία…πίστευαν ότι δε θα γεράσουν ποτέ!
Ίσως είναι ο φόβος που μας κρατά μακριά. Η εικόνα από ένα μέλλον που αρνούμαστε να μας δούμε πρωταγωνιστές, η αίσθηση της αθανασία που δικαιολογούν τα νιάτα μας. Μια μέρα εσύ και εγώ, αν είμαστε τυχεροί θα γίνουμε οι παιδικοί ήρωες ενός πιτσιρικά και τότε η μικρή του αγκαλιά θα είναι αρκετά δυνατή για να κρατήσει τα αδύναμα χέρια μας. Να είμαστε καλά, να μεγαλώνουμε και να γελάμε με το χρόνο. Να μη φοβόμαστε που αυτός περνάει. Οι άνθρωποι μας, είναι οι μήνες και οι μέρες μας! Αγκάλιασε τον παππού και τη γιαγιά σου, πες τους λόγια αγάπης, να πλημυρίσει η πλάση με βασιλικούς που ευωδιάζουν.
Όσο για τον δικό μου παππού, που ήθελε να είμαι κάτι μεταξύ κοριτσιού και μάγκα, πριν φύγει μου είχε πει: “Πριγκίπισσα μου, μη χαριστείς σε κανέναν μαλάκα”.
Βρίζουν μωρέ οι παππούδες;
Να τα αγαπάτε τα παπούδια σας βρε και να τους το λέτε!
Χρύσα Λύκου