O άνανδρος τορπιλισμός της «Έλλης» στην Τήνο ανήμερα της εορτής της Παναγίας, θα αποτελέσει το προοίμιο της άδικης επίθεσης των Ιταλών τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940, που έσυρε την Ελλάδα στην δίνη του πολέμου. Πρώτη συμμετοχή στρατιωτικού Νοσοκομείου στον πόλεμο ήταν του Ναυτικού Νοσοκομείου Πειραιώς, το οποίο κλήθηκε να νοσηλεύσει τους τραυματίες του τορπιλισμού της «Έλλης».
Οι πολεμικές επιχειρήσεις που ακολούθησαν διεξάγονταν στο ιδιαίτερα ορεινό έδαφος της βορείου Ηπείρου, με αποτέλεσμα αρχικά να παρουσιαστούν πολλές δυσχέρειες και προβλήματα. Στην Έκθεση του Διευθυντή της Υγειονομικής Υπηρεσίας του Τμήματος Στρατιάς Ηπείρου, από τις 18 Δεκεμβρίου 1940 μέχρι τη διάλυσή του, καταγράφεται: «… Η φύσις του εδάφους και η τακτική του πολέμου ιδίως με τας αεροπορικάςεπιδρομάς, ως και αι εκτάσεις των τομέων εκάστης μεραρχίας, εκώλυον την ταχείαν και έγκαιρονιατρικήνπερίθαλψιν των τραυματιών και ασθενών …». Στη συνέχεια όμως, ενισχύθηκαν τα Στρατιωτικά Νοσοκομεία, δημιουργήθηκαν νέα, αναπτύχθηκαν Νοσηλευτικοί Σχηματισμοί Εκστρατείας, Ορεινά Χειρουργεία, μετακινήθηκαν ανεφοδιαστικά Όργανα και συστάθηκαν Ειδικά Σώματα Διακομιδής. Προς αποφυγή των αεροπορικών επιδρομών οι διακομιδές πραγματοποιούνταν αναγκαστικά τη νύχτα, με δυσμενείς επιπτώσεις για τους διακομιζόμενους και το προσωπικό. Η ιταλική αεροπορία, κατ΄ επανάληψη βομβάρδισε Υγειονομικούς Σχηματισμούς και πλωτά Νοσοκομεία. Σημειώνεται με έμφαση ότι το Υγειονομικό Σώμα από πλευράς απωλειών ήρθε δεύτερο μετά το Πεζικό.
Ένα άλλο σοβαρότατο πρόβλημα που δημιουργήθηκε στους αντιμαχόμενους εξαιτίας του ορεινού εδάφους, του ύψους του χιονιού και του πολικού ψύχους που επικρατούσε, ήταν τα κρυοπαγήματα που τις περισσότερες φορές προκαλούσαν μεγαλύτερες απώλειες απ’ αυτές των σκληρών μαχών (23.000 Έλληνες – 22.000 Ιταλοί παγόπληκτοι). Στην Έκθεση της Διευθύνσεως Υγειονομικής Υπηρεσίας του Γενικού Στρατηγείου αναφέρεται συγκεκριμένα: «… Καθ’ όλον το εξάμηνον διάστημα του πολέμου διεκομίσθησαν εβδομήντα πέντε χιλιάδες (75.000) περίπου τραυματίαι, παγόπληκτοι και ασθενείς ήτοι αναλυτικώς τριάντα δύο χιλιάδες (32.000) τραυματίαι, είκοσι τρεις χιλιάδες (23.000) παγόπληκτοι και είκοσι χιλιάδες (20.000) ασθενείς… ». Από ελληνικής πλευράς, παρά τον αρχικό αιφνιδιασμό, το πρόβλημα αντιμετωπίστηκε με τη χρήση λιπαντικών ουσιών και ειδικών μάλλινων επιδέσμων και καλτσών, που κατά χιλιάδες οι Ελληνίδες κάθε ηλικίας έπλεκαν και έστελναν στο μέτωπο.
Την υγειονομική υποστήριξη των μαχόμενων συνέδραμαν ικανοποιητικά το Υπουργείο Εθνικής Πρόνοιας, και η συγκινητική εθελοντική προσφορά των Αδελφών Νοσοκόμων, του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, των διαφόρων οργανώσεων και συλλόγων και πολλών επώνυμων και ανώνυμων Ελληνίδων.
Το 1935 ιδρύθηκε το πρώτο Κέντρο Υγείας στην Αθήνα, στην περιοχή Αμπελοκήπων. Πρώτη Διευθύνουσα του Κέντρου τοποθετήθηκε η Ευρυδίκη Αποστολάκη, που εκπαιδεύτηκε σαν Επισκέπτρια Αδελφή Υγιεινής στο Παρίσι. Το 1938 ιδρύθηκε στην Υγειονομική Σxολή Αθηνών στους Αμπελοκήπους, η Σxολή Επισκεπτριών Αδελφών και Νοσοκόμων, με πρώτη διευθύνουσα την Ελένη Βασιλοπούλου, την οποία στη συνέχεια διαδέχτηκε η Ευρυδίκη Αποστολάκη.
Ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός όπως προβλέπεται από τις Συμβάσεις της Γενεύης ήρθε συμπαραστάτης και αρωγός στην Υγειονομική Υπηρεσία του Στρατεύματος. Έθεσε στη διάθεση του Στρατού Χειρουργεία Εκστρατείας, ένα Νοσοκομείο Διακομιδής, το Νοσοκομείο του στην Αθήνα και το τμήμα του στη Θεσσαλονίκη. Έγινε παράλληλα ο διαμεσολαβητής της διεθνούς ανθρωπιστικής βοήθειας από τον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό προς τον άμαχο πληθυσμό.
Κυρίες και δεσποινίδες προερχόμενες από το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας και αρκετές με πολλές ανέσεις και οικονομική ανεξαρτησία εγκατέλειψαν την άνετη ζωή, παρακολούθησαν ένα ταχύρυθμο εκπαιδευτικό πρόγραμμα και προσέτρεξαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους για να απαλύνουν τον πόνο των ηρωικών μαχητών. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία της Διευθύνσεως Νοσοκόμων του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, από τις 2.836 Αδελφές Νοσοκόμες του που επιστρατεύθηκαν οι 2.595 ήταν εθελόντριες. Οι οποίες προσέφεραν ανεκτίμητες νοσηλευτικές υπηρεσίες στη ζώνη των πρόσω όπου οι τραυματίες, οι ασθενείς και οι παγόπληκτοι μαχητές έβρισκαν τη θερμή μητρική στοργή και περίθαλψη: «…Η γυναικεία παρουσία άλλαξε κάπως το πεζό σκηνικό της καθημερινής ζωής του πολέμου και η Νοσηλευτική μας ξέφυγε από τις βασικές αρχές της τυπικής εργασίας εν καιρώ ειρήνης. Εδώ δεν κάναμε απλώς το καθήκον μας, το κάναμε με ανάταση ψυχής…» (από τις «Αναμνήσεις μιας Αδελφής» της Ζωής Τσουκαλά-Κακαρούκα).
Ο μικρός αυτός στρατός, συναγωνιζόμενος σε ενθουσιασμό, επιμέλεια και εργατικότητα τις μόνιμες Αδελφές του Στρατού, νοσήλευσε 55.000 τραυματίες και ασθενείς στρατιώτες κατά τη διάρκεια του πολέμου σε 58 Στρατιωτικά Νοσοκομεία, σε πολυάριθμους Υγειονομικούς Σταθμούς, σε Ορεινά Χειρουργεία του Μετώπου, σε Νοσοκομεία Εκστρατείας, σε Νοσοκομεία Διακομιδής, σε Υγειονομικούς Σιδηροδρομικούς Συρμούς, σε πλωτά Νοσοκομεία, σε Κέντρα Διαλογής, σε Σταθμούς Πρώτων Βοηθειών και Παθητικής Αεράμυνας. Αλλά και στη ζώνη των μετόπισθεν η παρουσία των Εθελοντριών ήταν ουσιαστική σε όλους τους Υγειονομικούς Σχηματισμούς του Στρατού, όπως οι Γωνιές του Τραυματία, το Δέμα του Στρατιώτη, το Γραφείο Αιχμαλώτου και το τμήμα Ψυχαγωγίας του Στρατιώτη.
Την τεράστια ευθύνη της προετοιμασίας του σχεδίου επιστράτευσης των Εθελοντριών και της εφαρμογής του είχαν τα Νοσηλευτικά Στελέχη με κορυφαία την Αθηνά Μεσολωρά, Νοσηλεύτρια με φλογερή πίστη και ευρεία μόρφωση. Γεννήθηκε το 1889 στην Αθήνα και ήταν κόρη του κεφαλλονίτη Ιωάννη Μεσολωρά, Καθηγητού στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Η Αθηνά Μεσολωρά είναι η πρώτη νοσηλεύτρια με ειδίκευση στη Δημόσια Υγιεινή. Φοίτησε στο King’sCollege του Λονδίνου το 1920 με υποτροφία της Ένωσης των Συνδέσμων των Ερυθρών Σταυρών. Το 1911, ήδη σε ηλικία 22 ετών, είχε αναλάβει τη διεύθυνση της νεοϊδρυθείσας Πρακτικής Σχολής Αδελφών Νοσοκόμων. Μετέπειτα διαδέχθηκε την Ελένη Βασιλοπούλου στη διεύθυνση της Ανωτέρας Σχολής Νοσοκόμων και Επισκεπτριών του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού. Στη συνέχεια διετέλεσε για μεγάλο χρονικό διάστημα Διευθύνουσα του Τμήματος Νοσοκόμων και μέλος του Κεντρικού Συμβουλίου του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού. Την δεκαετία 1955 – 1965 ήταν Πρόεδρος του Εθνικού Συνδέσμου Νοσηλευτών Ελλάδος. Η προσφορά της στον πόλεμο του 1940 θεωρείται ως η κορυφαία μεταξύ των πολυάριθμων συναδέλφων της που επιστρατεύτηκαν. Απεβίωσε το 1965 στην Αθήνα και κηδεύτηκε από το Μητροπολιτικό Ναό στις 10 Σεπτεμβρίου 1965. Οι πολυσήμαντες υπηρεσίες της έδωσαν το χαρακτηρισμό της «Μεγαλόπνοης Ιέρειας του Ελληνικού Ερυθροσταυρισμού».
Ο καθένας μπορεί να φανταστεί τι ηρωισμός χρειάζεται να καλυφθούν οι νοσηλευτικές ανάγκες πολιτών και στρατεύματος σε περιόδους πολέμου κάτω από την απειλή των βομβαρδισμών σε χώρους ακατάλληλους για νοσηλεία ασθενών και τραυματιών και με πενιχρά μέσα. Παντού όπου εργάστηκαν οι Αδελφές του Ερυθρού Σταυρού πρόσφεραν με αυταπάρνηση ανεκτίμητες υπηρεσίες, ξαγρύπνησαν, ταλαιπωρήθηκαν, αποκλείσθηκαν από τα χιόνια, δέχθηκαν αεροπορικές επιθέσεις, αιχμαλωτίστηκαν και κάποιες από αυτές έδωσαν και τη ζωή τους. Οι γενναίες αυτές Ελληνίδες Ερυθροσταυρίτισσες αντιμετώπισαν άξια τις οξυμένες νοσηλευτικές ανάγκες:πρόσφεραν κουβέρτες για ζεστασιά, σκηνές για στέγαση, τρόφιμα στους πεινασμένους, έκαναν εμβολιασμούς για πρόληψη, χορήγησαν φάρμακα για τους αρρώστους, περιποιήθηκαν τραύματα και φρόντιζαν τα κρυοπαγημένα πόδια των ηρώων στρατιωτών.
Στο έπος του 1940, η θαυμαστή και αστείρευτη ψυχή της μοναδικής Ελληνίδας, έγραψε χρυσές σελίδες προσφοράς, ηρωισμού και αυτοθυσίας, που θα μείνουν χαραγμένες στην Ιστορία, ως σπάνια δείγματα αυτής της ξεχωριστής προσωπικότητας που χαρακτηρίζει τις γυναίκες του λαού μας. Εκείνες οι γυναίκες διακατέχονταν από πνεύμα αυταπάρνησης και αυτοθυσίας καθώς και από υψηλό αίσθημα ανιδιοτελούς προσφοράς. Κάτω από αντίξοες συνθήκες, εν μέσω πολέμου και καταστροφής, εθελοντικά, μάχονταν και αυτές, στην πρώτη γραμμή του πολέμου ή στα μετόπισθεν, φροντίζοντας τραυματίες, οργανώνοντας Νοσοκομεία, κάνοντας τα απαραίτητα προκειμένου να προαχθεί η εργασία. Εκείνες οι γυναίκες, οι εθελόντριες, είναι ένα λαμπρό παράδειγμα ανθρώπων που τοποθέτησαν το «εμείς» πιο πάνω από το «εγώ», θέτοντας σε κίνδυνο ακόμη και τη ζωή τους ή πληρώνοντας, πολλές φορές, με τη ζωή τους, αυτή την επιλογή.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το εξής:
Το Πάσχα της 20ης Απριλίου 1941, στα Ιωάννινα, βρίσκει τις εθελόντριες, στη μία και μισή το μεσημέρι, να περιποιούνται στα χειρουργεία της Παιδαγωγικής Ακαδημίας (που αποτελούσε το Β’ Στρατιωτικό Νοσοκομείο της πόλης) τους τραυματίες. Παρά την εμφανή – επί σκεπής – ύπαρξη του σχήματος του Ερυθρού Σταυρού με τον φωτεινό κόκκινο σταυρό, γερμανικό αεροπλάνο βομβαρδίζει το κτίριο με πέντε μεγάλες βόμβες, από τις οποίες εξερράγη μία. Αυτή διαπέρασε δύο ορόφους (χωρίς να προκαλέσει θύματα) και εξερράγη στο τελευταίο πάτωμα, εκεί όπου βρισκόταν πλήθος προσωπικού, με συνέπεια να προκαλέσει μεγάλες απώλειες.
Τα θύματα ανήλθαν συνολικά σε 57: ο Καθηγητής Χειρουργικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Έφεδρος Πλωτάρχης Ιατρός Ξενοφών Κοντιάδης, βοηθοί Χειρουργοί, Νοσηλεύτριες και νοσηλευόμενοι τραυματίες. Οι Εθελόντριες Νοσοκόμες που σκοτώθηκαν ήταν:
- Η Ελένη Παρασκευοπούλου, από την Κέρκυρα, παλαίμαχος Προϊσταμένη, Διευθύνουσα των Αδελφών της Βάσεως Ηπείρου, ετών 57.
- Η Καλλιόπη Γιούλουντα, από την Κρήτη, Διευθύνουσα του 2ου Στρατιωτικού Νοσοκομείου, ετών 30.
- Η Ελένη Καλογερίδου, Διπλωματούχος Αδελφή ετών 20.
- Η Ελένη Μητροπούλου, Αδελφή Εθελόντρια ετών 30.
- Η Λουκία Κυριακού, Αδελφή Εθελόντρια ετών 35.
- Η Ελένη Τσάλλη, Δόκιμη Διαιτολόγος Αδελφή, ετών 60.
- Και μαζί τους μια έβδομη άγνωστη Εθελόντρια, μια έφηβη Γιαννιώτισσα 17 χρονών, που έχοντας συγκλονιστεί από το έργο των αδελφών Νοσοκόμων, ερχόταν κάθε πρωί από το σπίτι της να προσφέρει κι αυτή.
Άλλη περίπτωση ήταν και η Προϊσταμένη Ιουλία Ανδρεάδη. Απεβίωσε την 30η Ιανουαρίου 1940 από καρδιολογική πάθηση λόγω υπερκόπωσης. Όπως χαρακτηριστικά αναγράφει η Μίνα Τσάλλη στο «Ημερολόγιο – Αναμνήσεις»: «… σε μίαν ένδοξη, πλήρη αφοσιώσεως και αλτρουισμού σταδιοδρομία, ένδοξος θάνατος ταιριάζει. Η μοίρα της επεφύλασσε την ύψιστην τιμήν να αποθάνη εν πολέμω …». Κηδεύτηκε στο νεκροταφείο της Περιβλέπτου των Ιωαννίνων, πλάι σε ένα κυπαρίσσι.
Ακόμη μορφές που πραγματικά είχαν ξεχωρίσει με την αφοσίωσή τους στο καθήκον και την προσφορά τους στον άνθρωπο ήταν οι:
- Κλεοπάτρα Αβαγιαννού, Έφεδρος Αξιωματικός, μετέπειτα πρώτη Διοικητής της Στρατιωτικής Σχολής Εκπαιδεύσεως Αδελφών Νοσοκόμων.
- ΕιρήνηΚινδύνη, ΕθελόντριαΑδελφή
- Αριστέα Παπαδάτου, Προϊσταμένη
που υπηρέτησαν αντίστοιχα στο Β’ και Α΄ Στρατιωτικό Νοσοκομείο στα Ιωάννινα.
Μετά την κατάληψη της Ελλάδος από τις δυνάμεις του Άξονα και μέχρι το τέλος του Β΄ Π.Π. αρκετοί Υγειονομικοί Αξιωματικοί του Στράτου, του Ναυτικού και της Αεροπορίας θα καταφύγουν στη Μέση Ανατολή, όπου θα πλαισιώνουν τις ελληνικές Υγειονομικές Μονάδες Εκστρατείας στα αγγλικά Στρατιωτικά Νοσοκομεία και θα στελεχώσουν το Ελληνικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο στη Χαντέρα της Παλαιστίνης και στο Ρίμινι της Ιταλίας, το Ναυτικό Νοσοκομείο Αλεξανδρείας καθώς και το Γενικό Νοσοκομείο της Ελληνικής Βασιλικής Αεροπορίας του Καΐρου. Σε όλα αυτά τα Νοσοκομεία θα προσφέρουν εθελοντικά νοσηλευτικές φροντίδες εθελόντριες Νοσοκόμες, οι οποίες διέφυγαν στη Μέση Ανατολή. Στο Ναυτικό Νοσοκομείο Αλεξανδρείας θα συσταθεί, για τις ανάγκες του πολέμου, Σχολή Ελληνίδων Νοσοκόμων (ΣΕΝΑ), από την οποία θα αποφοιτήσουν 300, τουλάχιστον, Αδελφές Νοσοκόμες και άλλες 720 γυναίκες θα παρακολουθήσουν μαθήματα πρώτων βοηθειών.
Καταλήγοντας θα υπογραμμίσουμε ότι η ομορφιά της ψυχής των Εθελοντριών Νοσοκόμων είναι δύσκολο να καταγραφεί σε όλο της το μεγαλείο. Η επιλογή τους να διαθέσουν τον εαυτό τους στο κοινωνικό σύνολο, στους χαλεπούς καιρούς, παρά να μείνουν αδρανείς, μόνο γενναία μπορεί να χαρακτηριστεί. Εμείς σήμερα από το βήμα αυτό, μόνο λίγες γραμμές μπορούμε να τους αφιερώσουμε, μαζί με τη βαθιά μας ευγνωμοσύνη κυρίως γιατί μας έδειξαν ότι η Ελληνίδα είναι έτοιμη, με το πρώτο κάλεσμα, να ριχτεί στον αγώνα, με τόση συγκινητική ανιδιοτέλεια και αυταπάρνηση.
του Ιωάννη Κατσαβού
Ανθυπασπιστή ΠΝ – Νοσηλευτή
Eρευνητή και συγγραφέα της νεότερης και σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας