Μια από τις μεγαλύτερες δυνάμεις του ανθρώπου είναι η θέληση. Όταν θέλουμε πολύ να καταφέρουμε κάτι, επιστρατεύουμε όλες τις ικανότητές μας για να το επιτύχουμε. Αυτή η διαδικασία συσσώρευσης των αποθεμάτων ενέργειάς μας σε ένα συγκεκριμένο στόχο είναι παράλληλα κατάσταση εξέλιξής μας.
Αυτό συμβαίνει, διότι η επίτευξη του σκοπού μας γίνεται κίνητρο να πράξουμε πολλές φορές υπερβαίνοντας τις δυνάμεις μας. Τα όρια των ικανοτήτων μας αυξάνονται, αναιρώντας με αυτόν τον τρόπο τη δικαιολογία «δεν μπορώ».
Αν καταφέρουμε να μεταφράσουμε μέσα στο μυαλό μας το «δεν μπορώ» σε «δεν προσπαθώ», θα αντιληφθούμε πως είμαστε εμείς οι ίδιοι που σαμποτάρουμε τον εαυτό μας. Μειώνουμε την αυτοπεποίθησή μας, αποθαρρυνόμαστε και εν τέλει απογοητευόμαστε, ενώ στην πραγματικότητα το μόνο που χρειάζεται είναι λίγη θέληση.
Ο βασικότερος λόγος που χρησιμοποιούμε το «δεν μπορώ» ως άγκυρα και αρνούμαστε να απομακρυνθούμε από το λιμάνι της βολής μας, είναι ότι δεν είμαστε σίγουροι γι’ αυτό που θέλουμε. Πόσες φορές δισταγμοί, αμφιβολίες, δεύτερες σκέψεις μας κράτησαν πίσω, αφήνοντας όλους τους γύρω μας να πιστεύουν ότι δε θέλαμε αρκετά αυτό που χάσαμε ή δεν τολμήσαμε να διεκδικήσουμε; Το να γνωρίζουμε τι πραγματικά θέλουμε είναι από τις γνώσεις που διδάσκονται μόνο στη σχολή της ζωής.
Από την άλλη πλευρά, δεν αρκεί να γνωρίζουμε τι θέλουμε. Υπάρχουν άλλες δύο παράμετροι που είναι εξίσου σημαντικές για να εξασφαλίσουμε την ευτυχία μας. Η πρώτη είναι να είμαστε βέβαιοι ότι αυτό που θέλουμε είναι και αυτό που χρειαζόμαστε. Η δεύτερη είναι πως αυτό που σκοπεύουμε να κάνουμε δεν επεμβαίνει στην ελευθερία των άλλων. Μα πόσο εύκολο είναι να είμαστε πάντα σίγουροι για τις επιθυμίες και τις ανάγκες μας, αλλά και για την ωφελιμότητα αυτών; Όσο εύκολο είναι να είμαστε σίγουροι για οτιδήποτε σε αυτή τη ζωή, θα έλεγα.
Μέσα στη δυσκολία όμως του κύκλου «επιθυμώ, χρειάζομαι, μπορώ», εκείνο που έχει τη μεγαλύτερη σημασία είναι το «προσπαθώ». Εδώ, λοιπόν, επιστρέφουμε στο θέμα της θέλησης που είναι και ο ακρογωνιαίος λίθος της ύπαρξης μας.
Δεν υπάρχει δεν μπορώ, υπάρχει δεν προσπαθώ, άρα δε θέλω. Μα αν ο άνθρωπος είναι ικανός για τα μεγαλύτερα καλά, δεν είναι κρίμα να επιλέγει να μην τα πράττει; Η τελευταία ερώτηση ας γίνει τροφή για σκέψη.
Ποια η ευθύνη αυτού που δε θέλει, αλλά μπορεί να κάνει κάτι, όταν αυτό θα μπορούσε να είναι ωφέλιμο για όλη την ανθρωπότητα; Από τον μακρόκοσμο στον μικρόκοσμο και το αντίστροφο, η θέληση είναι εκείνο το μικρό ηλεκτρόνιο που δίνει την απαραίτητη ενέργεια για να κινηθεί κάθε ενεργητικό άτομο που προσπαθεί να βρει τη θέση του σε αυτό το σύμπαν.
Γεωργία Λαμπάρα Τριανταφύλλου