«Σταμάτα να του κάνεις όλα τα χατίρια» έλεγε η μάνα σου στη γιαγιά σου κι η γιαγιά σου απ’ την πολλή της την αγάπη κι απ’ την πολλή αδυναμία που σου είχε ποτέ δεν τα κατάφερε να την ακούσει. Γι’ αυτό το λόγο κι εσύ κι όλοι μας πάντα τη γιαγιά γυρεύαμε κι όχι τη μάνα μας. Ξέραμε πως εκεί αυτό που θέλαμε ήταν νόμος απαράβατος και το απολαμβάναμε.
Τι θα γινόταν, όμως, άραγε, αν η δεύτερή μας μάνα μας χάλαγε και κανένα χατίρι πού και πού; Θα της είχαμε την ίδια αδυναμία; Μάλλον δε θα της την είχαμε κι αυτό μας βάζει ψύλλους στ’ αυτιά. Έχουμε κι εμείς ανθρώπους στη ζωή μας «εστεμμένους» που χατίρι δεν τους έχουμε χαλάσει. Βασιλιάδες στο θρόνο που εμείς τους έχουμε ανεβάσει με τις χάρες να πηγαίνουν και να έρχονται. Κι αν σταματούσαμε, τι θα γινόταν;
Για να κατεβαίνουνε σιγά-σιγά ορισμένοι «εστεμμένοι» απ’ τα ψηλά στα χαμηλά. Κάτω γίνεται το γλέντι, κάτω είναι η αλήθεια κι η πραγματικότητα Να τους τα χαλάσεις τα χατίρια για να τους μάθεις. Όταν ξεβολευτούν απ’ τα αναπαυτικά ανάκλιντρα θα φανεί η αγάπη τους για σένα. Να τους το πεις και το «όχι» σου, έτσι για την αλλαγή, να δεις ποιοι θα μείνουν και ποιοι θα φύγουν.
Σε γενικές γραμμές συμφωνώ κι επαυξάνω, να το δίνεις το «είναι» σου σε ανθρώπους και να γουστάρεις γι΄ αυτή σου την επιλογή, αλλά να ‘χει κι ένα νόημα, βρε παιδί μου. Πρέπει κάποια στιγμή να σου τ’ αποδείξουν πως καλά κάνεις και γίνεσαι κόκκινο χαλί στρωμένο στα πόδια τους. Συν Αθηνά και χείρα κίνει, που λέγανε και οι αρχαίοι ημών πρόγονοι.
Πώς να το κάνουμε, βολοδέρνει η αχαριστία εκεί έξω κι οι άνθρωποι μοιάζουν με χρυσόψαρα. Ξεχνάει ο κόσμος γρήγορα όσα έκανες για εκείνον χθες και παραπροχθές κι αν κάθε μέρα δεν του τα θυμίζεις, μην περιμένεις την αγάπη του. Όλως διόλου μην περιμένεις να σου γυρίσει τις χάρες εις διπλούν για να σου δείξει την ευγνωμοσύνη του. Ένα παραφουσκωμένο τίποτα θα σου γυρίσουν οι περισσότεροι.
Αδιαφορία κι αχαριστία φυσάει κι έχουν δίκιο αυτοί που λένε πως πρέπει να ντύνεσαι καλά να μην κρυώσεις απ’ αυτά. Σκέψου πως τέτοιοι άνθρωποι μοιάζουν κατά πολύ με τα μπαλόνια. Φυσάς και φουσκώνεις, μα μόλις σταματήσεις πάει το μπαλόνι, πέταξε. Ίσως, λοιπόν, να φταίει που κουράστηκαν τα πνευμόνια μας να φουσκώνουμε το «εγώ» τους για το τίποτα, ίσως πάλι να φταίει κι η πολλή καχυποψία που μαζεύτηκε τελευταία. Τα είδαμε τα χαΐρια ορισμένων, όταν απλώς τους ζητήσαμε να μείνουν δίπλα μας. Θέλαμε κι εμείς τα χατίρια μας, θέλαμε κι εμείς λίγη βοήθεια εδώ κάτω.
Απευθυνόμενη σε σας που αντί να μας απλώσετε το χέρι και να μας βοηθήσετε να βγούμε απ’ το λάκκο, κάνατε ένα μεγάλο άλμα και μας προσπεράσατε, ειλικρινά, δεν ντραπήκατε; Μας πηδήξατε, βρε άθλιοι των αθλίων.
Κι επανέρχομαι λέγοντας ότι από κάτι τέτοιους πηγάζει η καχυποψία μας. Να γιατί όλοι πρέπει να περάσουν από διπλό τουλάχιστον έλεγχο. Αν δε σταματήσουμε για λίγο τις χάρες και τα χατίρια, δε θα δούμε τι άνθρωποι είναι πραγματικά. Τουλάχιστον έτσι, κολυμπώντας μέσα στην καχυποψία και μην έχοντας εμπιστοσύνη ούτε στον κώλο μας, γλυτώνουμε τα χειρότερα. Από ‘δω και μπρος τα χατίρια πωλούνται κι αγοράζονται, γιατί οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους.
Πέθανε το τζάμπα, δυστυχώς, απ’ την εποχή που άρχισε να θερίζει η εκμετάλλευση. Κι όσο περνάνε οι εποχές, φαίνεται πως ο ένας στους εκατό αξίζει τελικά μια θέση στο θρόνο με θέα τη θάλασσα και πως όλους τους υπόλοιπους κακώς τους είχαμε κορώνα στο κεφάλι μας.
Στο κάτω-κάτω της γραφής, δεν κρίνεται η αγάπη απ’ τα χατίρια. Κι η μάνα μας μας αγαπούσε και μας αγαπάει κι ας μας κάνει τη ζωή δύσκολη. Το ένα χατίρι της μάνας μας ήταν ο κόσμος όλος κι όχι τ’ αμέτρητα χατίρια της γιαγιάς. Τη χάρη της μάνας ξέραμε πως την κερδίσαμε και συν τοις άλλοις, μάθαμε να σεβόμαστε και να εκτιμάμε. Με τον ίδιο τρόπο λοιπόν, είναι καιρός να μάθουν κι αυτοί οι άλλοι να εκτιμούν και να σέβονται.
Κανέναν δε θα υποχρεώσουμε να μείνει αλλά όχι και να μας κάτσει στο σβέρκο. Αν είναι τόσο μάγκες να μείνουν και χωρίς τα χατίρια από εμάς προς αυτούς, αν πάλι όχι, με απόλυτη ευχαρίστηση στον αγύριστο. Χωρίς καμία τύψη,στα τσακίδια.
Ντέμη Κάργατζη – Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη