Το σουρεαλιστικό ταξίδι ενός Καστοριανού από τη Σερβία στη Θεσσαλονίκη με λεωφορείο

Κατά τα φαινόμενα, τα τεστ στις εισόδους της χώρας είναι ένα ανέκδοτο (το οποίο είναι ομολογουμένως αστείο) – ένα ανέκδοτο το οποίο ίσως να μη μάθουμε ποτέ πόσο κόστισε και τι αποτελέσματα είχε.

ΠΕΡΙΜΕΝΩ ΣΤΗ ΣΤΑΣΗ. Κάπου απέναντι από τον σταθμό. Δρομολόγιο; Από Σερβία για Ελλάδα – και συγκεκριμένα, από Βελιγράδι για τη νύμφη του Βορρά, την πιο ερωτική πόλη της Ελλάδας, την οοο-οοο-ομορφή Θεσσαλονίκη. Λίγο νωρίτερα έχει έρθει η ξαφνική είδηση πως η Ελλάδα αποφάσισε να μην ανοίξει τελικά τα σύνορα με Βόρεια Μακεδονία, άρα θα ταξιδέψουμε μέσω Βουλγαρίας. Νο πρόμπλεμ.

Δύο μέρες νωρίτερα έχω συμπληρώσει την απαραίτητη φόρμα ταξιδιώτη (στο gov.gr, beta βέρσιον – κι αυτό κάτι σημαίνει), έχω τυπώσει για παν ενδεχόμενο το QR code που μου στείλανε, και είμαι έτοιμος. Φυσικά, είχα την περιέργεια να δω και τι πληροφορίες περιέχει το QR code και γι’ αυτό τον λόγο το πέρασα από ένα online QR reader: Οι πληροφορίες είναι απλά αυτές που εγώ ο ίδιος, οικειοθελώς, συμπλήρωσα στη φόρμα. Τίποτα το ύποπτο, τίποτα το μεμπτό, τίποτα το συνωμοσιολογικό. Όλα καλά. Έχω μια μάσκα στην κωλότσεπη γιατί υποθέτω ότι θα είναι απαραίτητη σε κάποιο σημείο – είτε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, είτε σε κάποιο συνοριακό πέρασμα.

Κάποια στιγμή φτάνει και το λεωφορείο, φορτώνουμε βαλίτσες, δίνω εισιτήρια, ανεβαίνω και μένω κάγκελο. Κανείς δεν φοράει μάσκα ή γάντια, αλλά δεν είναι αυτός ο λόγος: Όλοι οι επιβάτες φοράνε κάλυμμα κεφαλής, πράσινη ρόμπα (αυτή που δένει από πίσω) και σακουλάκια-παπουτσάκια χειρουργείου.

Περνάει λίγη ώρα. Αρχίζουν και ακούγονται διάφοροι ήχοι: Χρατς-χρουτς-χριτς-κρις-χραπ. Ω, τι σύμπτωση: μοιάζει με τον ήχο που κάνει το χάρτινο ύφασμα της ποδιάς και το πλαστικό των ποδοκαλυμμάτων καθώς το αφαιρείς από πάνω σου. Σε δύο λεπτά, στο πίσω μισό του λεωφορείου, όλοι έχουν ξεντυθεί.

Αφού βρίσκω τη θέση μου και καταφέρνω να σταματήσω να γελάω, τσεκάρω το σετάκι ενδυμασίας που μας έδωσε ο –ευγενέστατος αν και εμφανώς κουρασμένος με τη φάση– οδηγός:

— Το κιτ προστασίας ανήκει στη σφαίρα του φαντασιακού, καθώς περιλαμβάνει ποδιά χειρουργείου, σκούφο, «παπουτσάκια» χειρουργείου-ποδοκαλύμματα, αλλά όχι μάσκες ή γάντια (υποθέτοντας ότι τα γάντια και οι μάσκες θα είχαν κάποιο λόγο ύπαρξης σε ένα λεωφορείο όπου θα κλειστούμε 30 νοματαίοι για 8 ώρες).

Η ποδιά, αν φορεθεί το μπρος-πίσω, είναι σαν νεγκλιζέ ρόμπα και είναι σέξι κάπως (έτσι ένοιωσα εγώ, τουλάχιστον, όταν τη φόρεσα ανάποδα κι έδεσα τα κορδονάκια φιόγκο).

Το σουρεαλιστικό αποτέλεσμα είναι ότι οι επιβάτες φαίνονται σαν αποστολή ιατροδικαστών που πηγαίνει να κάνει φύλλο και φτερό το κελάρι κάποιου σίριαλ κίλερ, ή σαν καρδιοχειρουργοί που γυρίζουν με το λεωφορείο στο Marriot δίπλα απ’ το αεροδρόμιο, μετά από μία εξαντλητική λάιβ μεταμόσχευση στο πλαίσιο κάποιου διεθνούς ιατρικού συμποσίου.

Το σουρεαλιστικό αποτέλεσμα είναι ότι οι επιβάτες φαίνονται σαν αποστολή ιατροδικαστών που πηγαίνει να κάνει φύλλο και φτερό το κελάρι κάποιου σίριαλ κίλερ.

Στην πραγματικότητα, και καθώς τα μέτρα προστασίας δεν έχουν καμία μα καμία σχέση με τον κορωνοϊό ή με οτιδήποτε άλλο έχει να κάνει με μεταδιδόμενες ασθένειες, αυτό που βλέπει κανείς μπορεί να ερμηνευθεί με 2 τρόπους: Με γέλιο και με κλάμα. Στην πρώτη εκδοχή, μοιάζει με ένα πολύ καλό σκετς των Monty Pythons ή με επεισόδιο του South Park. Στη δεύτερη, δείχνει μια κοινωνία η οποία έχει πλέον περάσει στο στάδιο όπου ζει με όρους φαντασιακού, αντιμέτωπη με έναν αόρατο εχθρό που αλλάζει μορφή κατά βούληση, και οι κανόνες της αντικειμενικής πραγματικότητας έχουν πάψει να ισχύουν: Μία κοινωνία που παίζει ένα θέατρο –στυλιζαρισμένο σε υπερβολικό βαθμό, σαν παιδάκια που παίζουν τις συμπεθέρες με μικροσκοπικά πλαστικά κουζινικά και φλιτζανάκια–, μια νηπιοποίηση της κοινωνίας με όχημα αφενός τους φόβους της (καλλιεργημένους, προσφάτως και μετά μανίας, μέχρι και από media που μέχρι πρότινος δεν είχαμε λόγο να μην εμπιστευόμαστε – ναι, για σένα λέω Guardian και, ναι, τόσο ναΐφ είμαστε κατά βάθος) και αφετέρου της διάσπασης του κοινωνικού συνόλου, που κάνει τον καθένα μας όχι απλά να αισθάνεται, αλλά και να είναι μόνος.

Ο συγγραφέας του άρθρου με τη σύντροφό του.

Έχω κάνει αρκετές φορές το Ελλάδα-Σερβία και ανάποδα με λεωφορείο, και πάντα είναι ένα low-key πάρτι: φαγητά, γλυκά και ποτά βγαίνουν και κερνιούνται, συζητήσεις αρχίζουν στο Νόβι Σαντ και κρατάνε μέχρι το τελωνείο των Ευζώνων – κλασικά, αγαπημένα Βαλκάνια. Είναι η πρώτη φορά που βλέπω τέτοια ησυχία –έχουνε βγάλει όλοι το σκασμό– παρά το γεγονός ότι κατεβαίνουνε Χαλκιδική για διακοπές μετά από ένα πολύ δυσάρεστο τετράμηνο.

ΟΚ, περνάει λίγη ώρα. Αρχίζουν και ακούγονται διάφοροι ήχοι: Χρατς-χρουτς-χριτς-κρις-χραπ. Ω, τι σύμπτωση: μοιάζει με τον ήχο που κάνει το χάρτινο ύφασμα της ποδιάς και το πλαστικό των ποδοκαλυμμάτων καθώς το αφαιρείς από πάνω σου. Σε δύο λεπτά, στο πίσω μισό του λεωφορείου, όλοι έχουν ξεντυθεί. Μερικές εξαιρέσεις τελικά υπέκυψαν από ένα αναπόφευκτο αίσθημα ντροπής (βρισκόμενοι αντιμέτωποι με την κοινή λογική) και υπακοής στο trend της πλειοψηφίας (η ίδια υπακοή που αρχικά έκανε όλους μας να κάνουμε cosplay ως χειρούργοι).

Κουτσοπιάνω κουβέντα με άλλους επιβάτες «όπου ξεμυτίζει η χλεύη, η θυμηδία, ίσως-ίσως και η βραδυφλεγής ή η μακρόθυμη ειρωνεία». Η διάθεση που επικρατεί είναι η διάθεση ηθοποιών μπουλουκιού –σαν τον Κυριάκο, τον Ασώματο και τον Γαβρίλη στο μπουλούκι της Θέκλας–, ηθοποιών που παίζουν ανόρεχτα τον ρόλο της υγειονομικής βόμβας και του πιθανού superspreader που σπέρνει τον θάνατο για να πάει διακοπές. Αλλά το θέαμα είναι αδέξια, κουτοπόνηρα και καιροσκοπικά δομημένο σε τόσο διάφανο βαθμό, που θαρρείς πως αρκεί να σηκωθείς όρθιος στη μέση του διαδρόμου και να πεις «μπορούμε να σταματήσουμε το θέατρο και να συνεχίσουμε σαν νορμάλ ενήλικες με τη ζωή μας;» και πως όλοι θα σε κοιτάξουν και θα πουν «ε ναι, άι σιχτίρ πια» (ή για να το πούμε και στη γλώσσα των μισών και πλέον επιβατών, «ma da, jebeš ovo»).

Φτάνουμε στα σύνορα με Βουλγαρία. Μια γρήγορη υπεύθυνη δήλωση για τον Βούλγαρο γιατρό του φυλακίου, και φύγαμε. Στη διαδρομή όλες οι στάσεις είναι κλειστές, κανένας τρόπος να προμηθευτεί κανείς νερό ή να πάει τουαλέτα. Λες και το λεωφορείο κουβαλούσε θύματα της βουβωνικής πανώλης, και οι κάτοικοι αμπαρώνανε τα καταστήματά τους για να γλυτώσουν από βέβαιο θάνατο.

Το αγαπημένο σπορ όλων μας έχει γίνει να κράζουμε τη Σουηδία που δεν επέβαλλε λοκντάουν, αλλά παρ’ όλα αυτά έρχεται πέμπτη στη λίστα θανάτων ανά εκατομμύριο κατοίκων, με χαμηλότερο ποσοστό κι από την ίδια την Ιταλία.

Δυο-τρεις ώρες μετά φτάνουμε Προμαχώνα. Μπαίνουμε στη σειρά στον έλεγχο διαβατηρίων, και μετά ο πολυδιαφημισμένος αλγόριθμος αποφασίζει ποιοι θα είναι οι επιβάτες που θα υποβληθούν σε τεστ για τον κορωνοϊό. Έχω την υποψία ότι «αλγόριθμος» είναι το παρατσούκλι κάποιου αργόσχολου υπαλλήλου που μπήκε με μέσο (ο Τάκης ο Αλγόριθμος, ας πούμε) γιατί η λογική με την οποία επιλέγονται οι επιβάτες για τεστ είναι απλή σε φαιδρό βαθμό: Κάνουμε τεστ μόνο σε Σέρβους, αλλά σε κανέναν Έλληνα, κι ας κατοικούσε στη Σερβία κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Και ο «αλγόριθμος» αποφασίζει ως εξής: «Εσύ, εσύ, κι εσύ, ελάτε για τεστ. Χρειαζόμαστε 2 Σέρβους ακόμα. Ποιος άλλος θέλει να κάνει τεστ;». Δεν κάνω πλάκα, αυτό ακριβώς ειπώθηκε, αυτό ακριβώς έγινε. Νοιώθετε πιο σίγουροι τώρα;

Το καλύτερο παράδειγμα παίζει και να είναι ο εαυτός μου: Τόπος κατοικίας: Καστοριά (το επίκεντρο της επιδημίας στην Ελλάδα). Τόπος διαμονής πριν από το ταξίδι: Βελιγράδι (ένα από τα επίκεντρα στη Σερβία). Αλλά για κάποιο λόγο ο Τάκης ο Αλγόριθμος δεν με θεώρησε ως αξιόλογη περίπτωση για τεστ. Παρ’ όλα αυτά, η συμβία μου (με την οποία έχουμε δηλώσει πως είμαστε travel companions) επιλέχθηκε για τεστ.

Βασικά: Είσαι Έλληνας; Περνάς, κι ας βήχεις φτύνοντας αίμα. Δεν είσαι Έλληνας; Περάστε από εδώ και κάντε «ααα» με τη γλώσσα έξω. Ίσως τα αρχαία γονίδια των Ελ και των Ελοχίμ να με προστατεύουν από τον ιό, δεν ξέρω. Ο αλγόριθμος, κι ο προγραμματιστής που τον έγραψε σε 5 σειρές basic, κάτι παραπάνω θα ξέρουν.

Φυσικά, όλα τα μέλη του προσωπικού που είχε αναλάβει τα τεστ ήταν ευγενέστατα και εξυπηρετικότατα και βοηθούσαν τους πάντες να νιώσουν ασφαλείς και καλοδεχούμενοι, αλλά η ευγένεια δεν ήταν ποτέ υποκατάστατο της επιστημονικής ακρίβειας. Κατά τα φαινόμενα, τα τεστ στις εισόδους της χώρας είναι ένα ανέκδοτο (το οποίο είναι ομολογουμένως αστείο) – ένα ανέκδοτο το οποίο ίσως να μη μάθουμε ποτέ πόσο κόστισε και τι αποτελέσματα είχε.

Γενικά η όλη κατάσταση –παγκοσμίως– είναι ένα κακό ανέκδοτο: Είμαστε όλοι υποψήφιοι υγειονομικοί εγκληματίες – και ούτε καν μέχρι αποδείξεως του εναντίου. Το πράμα αρχίζει και βρομάει από δεκάδες πλευρές και δεν υπάρχει κυβέρνηση στον πλανήτη που να μην έχει χρησιμοποιήσει την κατάσταση για το συμφέρον της, εις βάρος της υγείας, της ελευθερίας και της ψυχικής ισορροπίας όλων εμάς, που αποτελούμε το κοινωνικό σύνολο.

Βασικά: Είσαι Έλληνας; Περνάς, κι ας βήχεις φτύνοντας αίμα. Δεν είσαι Έλληνας; Περάστε από εδώ και κάντε «ααα» με τη γλώσσα έξω.

Η «δεξιά» καθώς και τα ολοκληρωτικά καθεστώτα ψεύδονται, προσπαθώντας να μας πείσουν ότι ο ιός δεν υπάρχει. Οι «αριστεροί» και οι liberals ψεύδονται, προσπαθώντας να δημιουργήσουν μαζική υστερία και να δώσουν την εικόνα ότι ο ιός είναι το τέλος του κόσμου. Η επιστημονική κοινότητα δείχνει να έχει χάσει κάθε ίχνος κύρους, με ένα τσίρκο από έρευνες, «έρευνες», και προδημοσιεύσεις ερευνών πριν καν γίνει το απαραίτητο peer-review, τρομοκρατώντας έναν ήδη εξαντλημένο ψυχολογικά και κατεστραμμένοι οικονομικά πληθυσμό.

Ταυτόχρονα think tanks και νευραλγικοί οργανισμοί όπως ο ΠΟΥ πήραν γραμμή για lockdowns και άλλα παρόμοια μέτρα από άρθρα αμφίβολης ποιότητας γραμμένα από τύπους σαν τον διάσημο πλέον Tomas Pueyo, ο οποίος δεν είναι επιδημιολόγος, γιατρός ή κάτι άλλο παρεμφερές, αλλά «creator of viral content», όπως έλεγε και το βιογραφικό του στο Medium – μέχρι που πρόσφατα αφαίρεσε τη συγκεκριμένη πρόταση.

Η αλήθεια έχει ξεχαστεί ως έννοια, ο σκοπός αγιάζει τα μέσα και οι «από πάνω» (γιατί ο διαχωρισμός δεν είναι οριζόντιος, του στυλ δεξιά-αριστερά –αυτά είναι για τους πληβείους–, αλλά κάθετος) φέρονται σ’ εμάς τους «από κάτω» με παντελή έλλειψη κάθε ίχνους σεβασμού:

Από τη μία π.χ. έχουμε τη σερβική κυβέρνηση να μηδενίζει τον αριθμό των ασθενών δύο μέρες πριν από τις εκλογές για να δείξει ένα success story και να τον επανεμφανίζει πολλαπλάσιο καπάκι, δύο μέρες μετά τις εκλογές (ή καλύτερα «εκλογές») για να τρομάξει όσους σκόπευαν να διαδηλώσουν για την εκτενή νοθεία, τον εκφοβισμό, τους εκβιασμούς ψηφοφόρων και τις αγορασμένες ψήφους.

Από την άλλη έχουμε π.χ. την Ελλάδα, όπου πληθαίνουν οι καταγγελίες για συγγενείς ηλικιωμένων που πέθαναν μέσα στον Μάρτιο και τον Απρίλιο από κάποιον άσχετο λόγο (καρκίνο, ανακοπή, κ.λπ.) να αναφέρουν ότι τους προσφέρθηκαν 500 ευρώ υπό τον όρο να επιτρέψουν στα νοσοκομεία να δηλώσουν «Covid-19» ως αιτία θανάτου: Ένας σχετικά ανέξοδος τρόπος ώστε να αυξηθεί τεχνηέντως ο αριθμός των θυμάτων και μετά η κυβέρνηση να χρεωθεί ένα ακόμα success story μέσα στο καλοκαίρι; Πλέον, έχουμε κρούσματα μόνο σε τουρίστες, τσιγγάνους και μουσουλμάνους (και πάλι, τα γονίδια των Ελοχίμ προστατεύουν εμάς τους Έλληνες – ρωτήστε τον Βελόπουλο που τα ξέρει καλύτερα αυτά).

Ταυτόχρονα, το αγαπημένο σπορ όλων μας έχει γίνει να κράζουμε τη Σουηδία που δεν επέβαλλε λοκντάουν, αλλά παρ’ όλα αυτά έρχεται πέμπτη στη λίστα θανάτων ανά εκατομμύριο κατοίκων, με χαμηλότερο ποσοστό κι από την ίδια την Ιταλία. Οι 4 πρώτες χώρες στη λίστα (Βέλγιο, Μ. Βρετανία, Ισπανία, Ιταλία) είχαν αυστηρά λοκντάουν αλλά πολλαπλάσια ποσοστά θανάτων. Αυτό δεν το λέμε όμως, γιατί χαλάει το παραμύθι για το πώς πρέπει να ξεχάσουμε τι θα πει ελευθερία προκειμένου να προστατεύσουμε το κοινωνικό σύνολο.

Τέλος, και μια που η ευθύνη για οτιδήποτε συμβεί φορτώθηκε επιτυχώς στον πολίτη (σ’ εμένα και σ’ εσένα), οι κυβερνήσεις μπορούν να συνεχίσουν να αγνοούν τον τομέα της υγείας. Αλήθεια, πόσες καινούριες Μ.Ε.Θ. είπαμε πως δημιουργήθηκαν τους τελευταίους μήνες; Και πόσοι νόμοι περάσανε χωρίς καν να το πάρουμε χαμπάρι γιατί η προσοχή μας ήταν στραμμένη στην πανδημία που θα μας σκοτώσει όλους, ενώ σε άλλη περίπτωση θα είχαμε κατέβει όλοι στους δρόμους; Και, τώρα που το σκέφτομαι, ποιος θα έχει πια τη δυνατότητα να κατέβει στους δρόμους μετά τα «μπάνια του λαού»; Ευτυχισμένο το 1971.

«Ο νοών νοείτω και ο έχων ώτα ακούειν» – και αυτό δεν το λέω εγώ, το είπε ο τύπος που ανταλλάσσει επιστολές με το Βελόπουλο.

Το λεωφορείο σταματάει, ξυπνάω. Φτάσαμε Σαλονίκη. Ψοφάω της πείνας. Ξημερώνει – πράγμα που σημαίνει ότι τα μπουγατσατζίδικα έχουν ανοίξει. Γλυκιά ή με τυρί; Γλυκιά με κανέλα – με τυρί είναι ιεροσυλία, αυτά είναι γνωστά. Βρίσκομαι ξανά σε μια νορμάλ πραγματικότητα με μπουγάτσα και αριάνι. Και αυτό είναι που έχει σημασία, έστω κι αν είναι προσωρινό.

Καλή μου όρεξη λοιπόν, και καλό καλοκαίρι σε όλους-ες σας. Μετά βλέπουμε.

Lifo