Σαν σήμερα, στις 19 Δεκεμβρίου 1843, κυκλοφόρησε για πρώτη φορά η «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία» (στα αγγλικά «Α Christmas Carol») του Κάρολου Ντίκενς. Από την αρχή, αποτέλεσε μεγάλη επιτυχία για κριτικούς και αναγνώστες και πλέον θεωρείται ένα κλασικό λογοτεχνικό έργο. Την πρώτη εβδομάδα κυκλοφορίας έφτασε τις 6.000 πωλήσεις, ένα τεράστιο ποσό για την εποχή.
Ήταν μια φορά κι έναν καιρό… πριν 177 χρόνια, σαν σήμερα!
να χειμωνιάτικο πρωινό της 19ης Δεκεμβρίου του 1843 και το χιόνι είχε σκεπάσει τα πάντα στην μικρή πόλη του Λονδίνου . Ο παγετός είχε κάνει τους δρόμους πολύ επικινδύνους και τα λιγοστά φανάρια που ακόμα δεν είχαν περάσει να τα σβήσουν από τους δρόμους έδειχναν το τοπίο ακόμα πιο μαγικό απ’ ότι μπορούσε κάποιος να φανταστεί.
Για τον Charles Dickens δεν ήταν μια συνηθισμένη μέρα… Ούτε ο ίδιος δεν το είχε καταλάβει τότε. Είχε σηκωθεί πολύ νωρίς, να πάει στη δουλειά του. Χρόνια τώρα δούλευε σαν ανταποκριτής της εφημερίδας και όλοι ήξεραν πως ήταν ο καλύτερος στενογράφος και ακριβέστατος στις πληροφορίες του σε ολόκληρη την πόλη. Θυμήθηκε πως έπρεπε να περάσει από την εκδοτική του εταιρεία την Chapman & Hall για να πάρει κι ο ίδιος ένα αντίτυπο από μια ιστορία του που μόλις εκείνη την ημέρα θα κυκλοφορούσε. Τίτλος της ήταν « Α Christmas Carol » ή «Η χριστουγεννιάτικη Ιστορία» και ήθελε να συνεννοηθεί με τον εκδότη του για την τιμή πώλησης. Ήταν δύσκολες μέρες , ο κόσμος δεν είχε πολλά χρήματα και δεν θα έδινε από το περίσσευμα του για ένα βιβλίο. Ήθελε να του πει να το βάλει όσο πιο χαμηλά γινόταν να μπορέσουν να την αγοράσουν όσο περισσότεροι άνθρωποι μπορούσαν. Ήταν κι ο ίδιος σε πολύ κακή οικονομική κατάσταση εκείνο το διάστημα. Καταλάβαινε…. Όμως πίστευε στα « θαύματα» και δεν τον ένοιαζε. Σ όλη τη διαδρομή σκεπτόταν , αναπολούσε τη ζωή του πως είχε καταφέρει να φτάσει ως εδώ…
Θυμήθηκε τον πατέρα του που ήταν ένας δημόσιος υπάλληλος με πολύ μικρό μισθό που δύσκολα μπορούσε να συντηρήσει την οικογένεια του. Όταν τον έβαλαν φυλακή αναγκάστηκε να σταματήσει το σχολείο και να βοηθήσει όσο μπορούσε την μητέρα του. Θυμήθηκε όλες τις δύσκολες μέρες, την πρώτη του δουλειά στο εργοστάσιο βερνικιών και τους όρκους του για μια καλύτερη ζωή μακριά από φτώχεια, μιζέρια και δυστυχία… Θυμήθηκε το « θαύμα » που έχε συμβεί ένα χρόνο αργότερα όταν πεθαίνοντας ο θείος του, τους άφησε τέτοια κληρονομιά που μπόρεσε να βγάλει τον πατέρα του από την φυλακή, να πληρώσει όλους τους δανειστές του και να καταφέρει να επιστρέψει στο σχολείο του… Θυμήθηκε το διάστημα που δούλευε στο γραφείο ενός δικηγόρου. Δεν ταίριαζε στη φύση του ούτε τούτο το επάγγελμα και τότε επιτέλους βρήκε μια δουλειά που τον ευχαριστούσε ιδιαίτερα. Αυτή που είχε μέχρι και εκείνη την ημέρα. Ανταποκριτής σε εφημερίδα.
Τα όνειρά του είχαν αρχίσει να γίνονται πραγματικότητα… Ήθελε πάντα να γράφει, να γράφει περιπέτειες και ιστορίες για τους ανθρώπους. Η ζωή του, του είχε διδάξει πολλά και οι ήρωες του ήταν κατά κάποιο τρόπο χαρακτήρες που είχε γνωρίσει και τους έβαζε να κάνουν πράγματα που κι ο ίδιος είχε κάνει ή είχε ζήσει στο κοντινό του περιβάλλον…
Κάποια στιγμή έφτασε στη Strand Street στον αριθμό 186. Πήρε μια βαθιά ανάσα και ανέβηκε την μικρή σκάλα που τον οδηγούσε στο γραφείο του εκδότη του. Και τότε το χαμόγελο ήρθε στα χείλη του. Το βιβλίο του ήταν έτοιμο. Λιτό και απέριττο με όμορφες εικόνες όπως ακριβώς το ήθελε. Αυτήν την ιστορία την αγαπούσε περισσότερο απ΄ όλες είχε σχεδόν ταυτιστεί με τους πρωταγωνιστές της. Είχε πια κι εκείνος μεγάλη οικογένεια , ένα σωρό στόματα να θρέψει και την αγαπημένη του γυναίκα την Αικατερίνη που ήθελε να της το κάνει δώρο για τα Χριστούγεννα …Ήξερε πως θα της άρεσε…
Κι η ιστορία του αγαπήθηκε πολύ εκείνη την εποχή. Μπορεί να μην είχε αρκετά έσοδα όμως διαβάστηκε από πάρα πολλούς Άγγλους και ιδιαίτερα φτωχούς ανθρώπους. Ξεκίνησε να τη γράφει τον Σεπτέμβριο του 1843 και την τελείωσε ύστερα από 6 εβδομάδες . Πλήρωσε ο ίδιος την πρώτη του έκδοση που το κέρδος του ήταν μόλις 230 ευρώ ( 19, 119 Αγγλικές λίρες). Αυτή η έκδοση είχε μικρά προβλήματα στο εξώφυλλο και οπισθόφυλλο και στην τελική της μορφή φτιάχτηκε από κόκκινο δέρμα και χρυσά γράμματα. Το κέρδος μέσα σε ένα χρόνο ήταν 744 αγγλικές λίρες και εκδόθηκαν 6.000 αντίτυπα που εξαντλήθηκαν μέχρι τον Μάιο του 1844.
Ήταν μια ιστορία που άγγιζε την ψυχή όλων, τρυφερή, οικογενειακή, μαγική…
Ήταν και είναι η ιστορία του παράξενου και τσιγκούνη Εμπενίζερ Σκρουτζ στην Βικτωριανή Αγγλία την παραμονή των Χριστουγέννων. Ο Σκρουτζ μισεί υπερβολικά τα Χριστούγεννα, τα θεωρεί πως είναι απάτη και μισεί ακόμη και τους ανθρώπους που είναι χαρούμενοι τις γιορτές. Εκμεταλλεύεται τον φτωχό και εργατικό υπαλληλάκο του, Μπομπ Κράτσιτ, βάζοντάς τον να δουλεύει όλη μέρα, πληρώνοντάς τον ελάχιστα… Την Παραμονή, όταν ο Σκρουτζ πηγαίνει σπίτι του, το φάντασμα του πρώην συνεργάτη του, Τζέικομπ Μάρλεϋ, εμφανίζεται μπροστά του, προσπαθώντας να του εξηγήσει πως αν δεν αλλάξει τρόπο και στάση ζωής, θα έχει την ίδια κατάληξη με αυτόν… Τα τρία πνεύματα από το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον , θα επισκεφτούν τον γέρο τσιφούτη και ξεροκέφαλο Σκρουτζ και θα προσπαθήσουν να ζεστάνουν την καρδιά του, δείχνοντάς του τα λάθη στη ζωή του και προτρέποντάς τον να αλλάξει τη διαγραφόμενη πορεία του…
Κι έτσι έζησε αυτός καλά κι εμείς ακόμα καλύτερα !
Ο Κάρολος Ντίκενς αργότερα βρέθηκε σε καλύτερη οικονομική κατάσταση , ταξίδεψε στην Αμερική πάντα σαν ανταποκριτής της εφημερίδας του και πέθανε σε ηλικία 58 ετών στην αγαπημένη του πόλη στις 9 Ιουνίου του 1870.
Το βιβλίο γνώρισε τεράστια επιτυχία, μεταφράστηκε σε πάρα πολλές γλώσσες, έγινε όπερα, ταινία από πολλές εταιρίες κινηματογράφου. Ο Σκρουτζ Μακ Ντακ είναι ο αγαπημένος ήρωας της Disney και εμπνευσμένος από τον Εμπενίζερ Σκρουτζ. Γνωστή έμεινε επίσης η ταινία του Μπράιαν Ντέσμοντ Χερστ στα 1951 η οποία έχει χαρακτηριστεί σαν την καλύτερη κινηματογραφική διασκευή για το μυθιστόρημα του Κάρολου Ντίκενς, ένα από τα πιο δημοφιλέστερα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.