Δεν είναι δύσκολο να το καταλάβεις αν βρεθείς σε κάποια αίθουσα αφίξεων ή αναχωρήσεων ενός αεροδρομίου, άλλωστε βγάζει μάτι· σε κανέναν άλλο χώρο στον κόσμο δεν παρατηρεί κανείς μαζεμένο τόσο αληθινό συναίσθημα, τόσες ουσιαστικές αγκαλιές, τόση ατόφια προσμονή στα βλέμματα των παρευρισκομένων. Γονείς αποχαιρετούν τα παιδιά τους, παρέες υποδέχονται τους φίλους τους, κατοικίδια κουνάνε την ουρά στους ιδιοκτήτες τους κι άνθρωποι ξανασμίγουν ή χωρίζονται μέσα στο χαμό. Είναι σχεδόν ασύλληπτο να βλέπεις τόση αλήθεια σε έναν κόσμο που ξεχάστηκε στην επιφάνεια του κι έγινε σκλαβάκι του εφήμερου, κι αυτό το μέρος αναμφίβολα υπάρχει για να μας υπενθυμίζει πως οι άνθρωποι δεν έχουν σταματήσει να νιώθουν και πως ίσως να γίνονται ακόμα θαύματα.
Επειδή τα αεροδρόμια έχουν κάτι μαγικό, μια ενέργεια καλά κρυμμένη στο βαθύ συμβολισμό τους. Δεν είναι απλά κτήρια, είναι πύλες στο χωροχρόνο, μέρη μετάβασης και προσωπικής ψυχικής ανακατανομής. Εκεί μέσα έχουν παρθεί μεγάλες αποφάσεις, φτιάχτηκαν και καταστράφηκαν καριέρες από «φεύγω» και «δεν πάω πουθενά» της στιγμής, σχέσεις τελείωσαν κι άλλες άρχισαν ξανά με μια αγκαλιά. Δεν έχει σημασία πόσο συχνά βρίσκεσαι εκεί, αν ταξιδεύεις συνέχεια ή μια στο τόσο, αρκεί να έχεις την ελάχιστη συναισθηματική ευφυΐα ώστε να ξέρεις να παρατηρείς τα μάτια και τις κινήσεις των ανθρώπων γύρω σου, να ξέρεις να τους διαβάζεις.
Η δυναμική ενέργεια που εκπέμπουν τα αεροδρόμια καθίσταται εμφανής πριν ακόμα φτάσεις εκεί, τόση είναι η ένταση που κρύβουν. Σκέψου λίγο· ίσως το βράδυ πριν το ταξίδι σου να μην κοιμηθείς καλά, ίσως να έχεις υπερένταση, ίσως στο δρόμο προς αυτά να σε πιάσει εκείνο το γνωστό σφίξιμο στο στομάχι που νιώθεις όταν πας να συναντήσεις κάποιον που αγαπάς πολύ κι έχεις να δεις καιρό. Νιώθεις με λίγα λόγια ανήσυχος, ζωντανός μα πάνω απ’ όλα ελεύθερος κι αυτό είναι συναίσθημα που σοκάρει ευχάριστα οποιονδήποτε συνήθισε με τον καιρό να ζει μια ζωή 9 με 5.
Είναι που τα ταξίδια με αεροπλάνο, κοντινά ή στην άλλη άκρη της γης, σηματοδοτούν τέλη κι αρχές με τέτοιο τρόπο που δεν μπορεί να το καταφέρει κανένα άλλο μέσο στη γη ή στο νερό. Άνθρωποι κλείνουν σελίδες κι ανοίγουν καινούριες, σε άλλες πόλεις, σε άλλες χώρες, ακόμα και σε άλλες ηπείρους. Αφήνουν πίσω τους ζωές στρωμένες, καθημερινότητες βολικές και πηγαίνουν να τα φτιάξουν όλα από την αρχή επειδή κάτι δεν τους έβγαινε σωστά στις πράξεις της ψυχής τους.
Κοιμούνται αλλού και ξυπνούν αλλού, βλέπουν τον κόσμο που ξέρουν από άλλες οπτικές γωνίες, βλέπουν ηλιοβασιλέματα, φωτισμένες πόλεις, βλέπουν την καθημερινότητα από ψηλά και τα προβλήματά τους να μικραίνουν όσο αυξάνονται τα πόδια που τους χωρίζουν από το έδαφος. Εκείνες τις ώρες οι άνθρωποι πετάνε χωρίς να τους κατηγορεί κανείς για αιθεροβασία κι αυτό, ξέρεις, δεν είναι μικρό πράγμα. Τα έχει ανάγκη τα φτερά ο άνθρωπος, από το πολύ περπάτημα χαζεύει, γι’ αυτό και τα σύννεφα έχουν τη δύναμη να τον ανακουφίζουν .
Όταν ταξιδεύεις στον αέρα μπορείς να αφήσεις πίσω σου χειμώνα και να προσγειωθείς σε καλοκαίρι, μπορεί και το αντίθετο, ακριβώς όπως γίνεται με τους κύκλους της ζωής σου. Αγκαλιάζεις την αλλαγή, την αποζητάς, καταλαβαίνεις σε τι βάθος κάνει κακό η ρουτίνα, δεν είσαι ποτέ ο ίδιος άνθρωπος που μπήκε στο αεροπλάνο όταν κατεβαίνεις. Ακριβώς επειδή την ώρα της πτήσης ασυναίσθητα συνειδητοποιείς όσα δε σου επιτρέπει η καθημερινότητα να συνειδητοποιήσεις για τον απλούστατο λόγο ότι, έστω και για λίγο, δεν είσαι πια κομμάτι της μα απλός παρατηρητής της.
Όλα, που λες, ξεκαθαρίζουν εκεί, πάνω από τα σύννεφα· εκεί πια σου είναι ξεκάθαρο τι θέλεις ν’ αφήσεις πίσω, από τι απομακρύνθηκες κι ελάφρυνε η ψυχή σου, καταλαβαίνεις ποιος είσαι και πού θες να πας. Κατανοείς τι αγαπάς, τι προσμένεις, πώς θέλεις να σε αγαπήσουν, σε ποιον θα ήθελες να λείπεις και πως όλο αυτό δεν αφορά μια απλή γεωγραφική μετάβαση, μα μια μετάβαση γενικότερη που σηματοδοτεί καινούριες σελίδες, λίγο ή πολύ κάθε φορά.
Πάνω απ’ όλα όμως καταλαβαίνεις πού θέλεις να γυρίσεις κι αυτό είναι το σημαντικότερο όλων· λένε πατρίδα σου είναι η χώρα στην οποία όταν προσγειώνεσαι δακρύζεις και κατά τη γνώμη μου δεν υπάρχει ορισμός ακριβέστερος από αυτόν. Κι αν θέλεις να τον πάμε ένα βήμα παραπέρα, θα έλεγε κανείς πως πατρίδα σου πρέπει να θεωρείται και η χαρά στο βλέμμα των ανθρώπων που μέτραγαν τις μέρες για την άφιξή σου. Σε αυτούς τους ανθρώπους να επιστρέφεις, επειδή όσο κι αν ταξιδεύεις στα σύννεφα, όσο κι αν ψάχνεις τη θέση σου στον κόσμο, αργά ή γρήγορα τα σύννεφα αυτά είναι που θα σου υποδείξουν πως εκείνοι ήταν πάντα το σπίτι σου.
Συντάκτης: Φρόσω Μαγκαφοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή