Για τον Κώστα Καρυωτάκη και τη Μαρία Πολυδούρη οι δρόμοι ήταν παράλληλοι και μοιραίοι. Ήταν δύο νέοι άνθρωποι με πολύ ταλέντο καταξιωμένοι ποιητές και πολύ ερωτευμένοι. Γιατί όμως ενώ και οι δυο εξέφραζαν ανοικτά τον έρωτα τους, δεν τον ολοκλήρωσαν ποτέ; Ας τα δούμε με τη σειρά.
Ο Κώστας Καρυωτάκης και η Μαρία Πολυδούρη γνωρίστηκαν στα τέλη του 1921, τότε που και οι δυο δούλευαν στην Νομαρχία Αττικής. Εκείνη, φοιτήτρια Νομικής, αντισυμβατική και χειραφετημένη, είχε ήδη δημοσιεύσει ένα πρωτόλειο πεζοτράγουδό γράφοντας ταυτόχρονα και πολλά ποιήματα. Εκείνος πτυχιούχος της ίδιας σχολής, είχε εκδώσει ήδη δύο ποιητικές συλλογές, κερδίζοντας την προσοχή της Αθήνας του πνεύματος. Η νεαρή ποιήτρια σύντομα θα γοητευτεί τόσο από τη σκέψη όσο και από την ποίηση του Καρυωτάκη, ενώ εκείνος θα ερωτευτεί την όμορφη κοπέλα με τα μαύρα μάτια και το εντυπωσιακό κορμί.
2. Μια σχέση που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ
Πολύ γρήγορα οι δυο τους θα δημιουργήσουν μια πολύ δυνατή σχέση την οποία όμως δεν θα ολοκληρώσουν ποτέ, παρότι και οι δυο ήταν τρομερά ερωτευμένοι. Ένας έρωτας που συνέχιζε να υπάρχει και μετά τον άσχημο χωρισμό τους, κάτι που αποδεικνύεται τόσο από τα γράμματα που η ίδια του είχε στείλει όσο και από τις πολλές φωτογραφίες της που φύλαγε στο μπαούλο του ο ίδιος (και βρέθηκαν μετά το θάνατό του) αλλά και από ποιήματά του. Κανείς τους δεν κρύβεται. Η Πολυδούρη στο ημερολόγιο της, τον Μάιο του 1922, εξομολογείται: «Τον αγαπώ, τον αγαπώ καμιά αμφιβολία πιά! (…) Απελπισμένε μου ποιητή θα σε αγαπήσω άραγε όσο θέλω ν’ αγαπήσω, όσο σου πρέπει;» ενώ σε ένα γράμμα της τον καλεί να ζήσουν ξανά μαζί: «Έλα, Τάκη, να ζήσουμε μαζί… να ιδείς πόσο γλυκιά, πόσο ανακουφιστική θα ‘μαι σε σένα. Δεν είναι δύσκολο, μα καθόλου δύσκολο. Ξέρω όλα τα εμπόδια, όλες τις συνέπειες. Είμαστε φτωχοί και οι δυό, αλλά τι μ’ αυτό; μήπως τώρα που ήμαστε χωριστά δεν είμαστε φτωχοί και χωρίς καμιά ελπίδα να γίνουμε πλούσιοι; Δύο δωμάτια μας φτάνουν».
Από την τηλεοπτική σειρά «Καρυωτάκης» στην Ερτ1 με πρωταγωνιστές τους Δημοσθένη Παπαδόπουλου και Μαρία Κίτσου
Ο Καρυωτάκης όμως, παρά τα έντονα συναισθήματα του, δε θα προχωρήσει ποτέ στο επόμενο βήμα. Πολλοί υποστηρίζουν ότι οι προχωρημένες απόψεις της Πολυδούρη και ο δυναμικά φεμινιστικός χαρακτήρας της (έκανε παρέες με άντρες) προβλημάτισαν τον ποιητή. Η απελευθερωμένη κοπέλα, έφτασε σε σημείο να κάνει ακόμα και πρόταση γάμου στον Καρυωτάκη, πράγμα αδιανόητο για τα ήθη της τότε κοινωνίας. Σε έναν περίπατό τους στο Φάληρο, εκείνος θα αρνηθεί την πρόταση της, επικαλούμενος ότι δεν έχει το δικαίωμα να παντρευτεί καμιά γυναίκα, γιατί πάσχει από χρόνιο αφροδίσιο νόσημα. Στην πραγματικότητα η Πολυδούρη δεν θα τον πιστέψει, υποθέτοντας ότι ο καλός της δε θέλει να την παντρευτεί επειδή έχει αποκτήσει κακή φήμη με τον τρόπο ζωής που κάνει.
Σύμφωνα με τους μελετητές πάντως, το ποίημα του «Ωχρά Σπειροχαίτη» (το όνομα του μικροβίου που προκαλεί τη σύφιλη), είναι η απόδειξη ότι ο ποιητής έπασχε όντως από την ασθένεια.
Ήταν ωραία σύνολα τα επιστημονικά
βιβλία, οι αιματόχαρες εικόνες τους, η φίλη
που αμφίβολα κοιτάζοντας εγέλα μυστικά,
ωραίο κι ό,τι μας εδίναν τα φευγαλέα της χείλη…
Το μέτωπό μας έκρουσε τόσο απαλά, με τόση
επιμονή, που ανοίξαμε για να ‘μπει σαν κυρία
η Τρέλα στο κεφάλι μας, έπειτα να κλειδώσει.
Τώρα η ζωή μας γίνεται ξένη, παλιά ιστορία.
Το λογικό, τα αισθήματα μάς είναι πολυτέλεια,
βάρος, και τα χαρίζουμε του κάθε συνετού.
Κρατούμε την παρόρμηση, τα παιδικά μας γέλια,
το ένστικτο ν’ αφηνόμεθα στα χέρι του Θεού.
Μια κωμωδία η πλάση Του σαν είναι φρικαλέα,
Εκείνος, που έχει πάντοτε την πρόθεση καλή,
ευδόκησε στα μάτια μας να κατεβάσει αυλαία
— ω, κωμωδία! — το θάμπωμα, τ’ όνειρο, την άχλυ.
…Κι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίλη,
στο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος, όταν,
γελώντας αινιγματικά, μας έδινε τα χείλη
κι έβλεπε το ενδεχόμενο, την άβυσσο που ερχόταν.
3. Ο χωρισμός
Οι ερωτευμένοι νέοι χωρίζουν. Εκείνος της προτείνει να συνεχίσουν τη στενή τους φιλία, διαβεβαιώνοντας την ότι δε θα πάψει να την αγαπά. Εκείνη στην αρχή θα δεχτεί την αλλαγή αυτή καταφέρνοντας να κρύψει τον σπαραγμό της. Έξι χρόνια μετά, θα γράψει:
Το λίγο που σου απόμεινε, την ύστερνη ζωή σου
σε αγάπη την μετάβαλες και μου την είχες δώσει.
Εγώ κι αν όλη τη ζωή μου ονόμασα δική σου
τι σούχα δώσει να χαρείς από μια αγάπη τόση;
Και νόμιζαν πως έδινα, περήφανη να κρύβω
το θησαυρό που γέμιζε μέσα μου και χανόταν.
Ά τώρα κάτω απ’ τη φριχτή τύψη αυτή θα σκύβω
πως ούτε πήρα το άξιο σου δώρο που μου δινόταν
Οι συναντήσεις τους μετά το χωρισμό είναι ελάχιστες. Το 1926 η Πολυδούρη θα φύγει για το Παρίσι επιλέγοντας μια ζωή πολύ αντισυμβατική .Γυρνούσε στο σπίτι τα ξημερώματα και συναναστρεφόταν μόνο με αντρικές παρέες ενώ ένα βράδυ θα την βρουν πεσμένη σε ένα σοκάκι του Παρισιού. Παράλληα όμως η επικοινωνία με τον Καρυωτάκη, συνεχίζεται..
Επιστολή της Πολυδούρη, από την Καλαμάτα, στον Καρυωτάκη:
Σάββατο βράδυ
Τάκη αγαπημένε μου! Πόσο μου φαίνεται χρόνος κάθε ώρα που περνώ μακριά σου! Επίστευα, πριν φύγω, πως δε θα σε θυμόμουν έτσι πολύ και με τόσο πόνο·
υπέθετα πως θα έβρισκα λίγα πράγματα,στον τόπο που κλείνει τη μισή μου ζωή, που θα μπορούσαν να μ’απασχολήσουν οπωσδήποτε ευχάριστα. Τίποτε δεν έχει ενδιαφέρον για μένα που δεν είναι από σένα, που δεν μιλεί για σένα, Τάκη. Ετοιμαζόμουν για να βγω έξω, στον καθρέφτη δε βλέπω το δικό μου, βλέπω το δικό σου πρόσωπο· κατεβαίνω τη σκάλα, στέκω, μου φαίνεται πως σε βλέπω να ανεβαίνεις· στο δρόμο συναντώ έναν γνωστό μου, με σταματά και μου μιλεί, γελώ, και σε μια στιγμή που τον κοιτάζω φεύγει το κεφάλι του, και το δικό σου πηγαίνει στη θέση του… Γελάς; Τα ψηλά δέντρα, ο ουρανός, η θάλασσα, μόλις φθάνουν να χωρέσουν την εικόνα σου· όταν τρώω, βρίσκω ευκαιρία να καταπιώ και λίγα δάκρυά μου. Τάκη, με θυμάσαι καμιά φορά; Πες μου, πονείς λίγο στη σκέψη ότι η αγάπη μου σε σένα είναι μεγάλη σαν ένας μεγάλος πόνος; Γιατί όχι; Πώς μπορεί; Η ψυχή η δική σου,που είναι όμοια πονεμένη με τη δική μου, πώς δε θα μ’ένιωθε; δε θα συμπονούσε; Το βραδάκι σήμερα είναι γλυκό, μελαγχολικό και η πνοή του απαλή σαν χάδι καλοσύνης… Πού είσαι;
Μαρίκα(28-5-22)
Επιστολή του Κ. προς την Πολυδούρη, γραμμένη πίσω από δύο δελτάρια που εικονίζουν ορεινά τοπία της Ιταλίας, συνοδευμένα από έντυπες λεζάντες ιταλικών στίχων:
Μαρίκα μου,
Έλαβα χθες το γράμμα σου του Σαββάτου. Μου μετέδωσε όλη τη λύπη σου. Γιατί να υποφέρεις έτσι; Πρέπει να υπομείνεις αυτό το χωρισμό, αφού δε θα διαρκέσει πολύ. Προσπάθησε να διασκεδάζεις. Βγαίνε όσο μπορείς συχνότερα έξω. Πήγαινε με τις φίλες σου. Θα φύγεις και θα νοσταλγήσεις πάλι την ωραία πατρίδα σου.
Χρυσή μου, γιατί με ρωτάς αν πονώ στη σκέψη ότι μ’αγαπάς έτσι; Πονώ επειδή σ’αγαπώ περσότερο από όσο εφαντάστηκα ότι μπορούσα ποτέ ν’αγαπήσω. Τι έχω κάμει λοιπόν για να μη με πιστεύεις ακόμη;
Πόσο καλό μου κάνουν τα γράμματά σου, όσο κι αν είναι γεμάτα από τη μελαγχολία σου εκείνη! Και πόσο είναι όμορφα γραμμένα! Ένα «Τάκη» ή ένα «πού είσαι;», καθώς τα βάζεις εκεί που πρέπει, φτάνουν ως την καρδιά μου.
Ήθελα πράγματι να ήμαστε, έστω και πουλιά, στο θαυμάσιο εκείνο τοπίο, όπως ήθελα να’ μαστε στο χωριό αυτό των Άλπεων, καλύτερα όμως -το ομολογώ- άνθρωποι, αλλά πιο απλοϊκοί, πιο ελεύθεροι από τώρα. Εν ανάγκη δε και Φρατέλοι. Τότε τουλάχιστο θα είχαμε την όμορφη αυτή γλώσσα να λέμε την αγάπη μας.
Με χίλια φιλιά
Κ.(1-6-22)
Η ζωή της Πολυδούρη όμως της επιφύλασσε ένα δυσάρεστο γεγονός. Η ίδια προσβάλλεται από φυματίωση και νοσηλεύεται σε μια κλινική ενώ το 1928 θα επιστρέψει στην Αθήνα και θα νοσηλευτεί στο τότε σανατόριο «Σωτηρία». Ο Καρυωτάκης την επισκέφθηκε μόνο μια φορά όμως η συνάντησή τους θα είναι κρύα και τυπική. Πλέον χωρίζουν οριστικά και ο Καρυωτάκης θα φύγει φεύγει για την Πρέβεζα που τον έχουν μεταθέσει. Τον Ιούλιο του 1928, η Πολυδούρη θα πληροφορηθεί το τραγικό γεγονός. Ο αγαπημένος της Κώστας Καρυωτάκης είχε αυτοκτονήσει.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα
γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη.
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
‘μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα.
Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες
έζησα, να πληθαίνω
τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες
κι έτσι γλυκά πεθαίνω.
Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες…
Η ίδια συγκλονίζεται κλονίζοντας ακόμα περισσότερο την ήδη επιβαρυμένη υγεία της. Από τότε σταματά να ακούει τους γιατρούς, βγαίνει έξω κρυφά και δεν παίρνει τα φάρμακα της. Γράφει τα πιο σπαρακτικά της τραγούδια της και κρεμάει πάνω απ’ το κρεβάτι της ένα σκίτσο του κι ένα παιχνιδάκι, που της είχε κάποτε χαρίσει. Ο χρόνος για εκείνη άρχισε να μετρά αντίστροφα. Στις 29 Απρίλιου του 1930, έφυγε από τη ζωή, με ενέσεις μορφίνης, που της προμήθευσε στο «Σωτηρία» ένας φίλος της.
mikropragmata.lifo.gr