Το σύνδρομο της “μακράς- Covid-19” που δεν φεύγει για έναν στους τρεις

Οι ερευνητές επιδιώκουν να ξεδιαλύνουν το τοπίο των επίμονων συμπτωμάτων που ταλαιπωρούν τους ασθενείς με κορωνοϊό διερευνώντας τα διαθέσιμα στοιχεία για το φαινόμενο της «μακράς Covid» που εξακολουθεί να ταλανίζει τους ασθενείς που ανάρρωσαν

Αφού η επιστημονική κοινότητα έχει καταφέρει να «αποκωδικοποιήσει» τη νόσο που άλλαξε άρδην τη ζωή όλων, τώρα έρχεται αντιμέτωπη με τον επόμενο γρίφο και τις συνέπειες της πανδημίας: το φαινόμενο της «μακράς-Covid-19» γνωστό και ως post Covid σύνδρομο που ταλανίζει τους ασθενείς ακόμα και έξι μήνες μετά την αρχική νόσηση όπως επιβεβαιώνει και πρόσφατη έρευνα που δημοσιεύθηκε στο JAMA Network Open. Μάλιστα, το ποσοστό αυτών των ασθενών φτάνει μέχρι και το 10-30%.

Πώς εξηγείται όμως το γεγονός ότι ορισμένοι ασθενείς καταφέρνουν να αναρρώσουν σύντομα ενώ τα συμπτώματα σε άλλες περιπτώσεις ασθενών επιμένουν για μήνες; Αν και δεν υπάρχει ακόμα βέβαιη απάντηση, καθώς οι έρευνες συνεχίζονται, υπάρχουν ορισμένες θεωρίες που έχουν αναπτύξει οι επιστήμονες ανά τον κόσμο. Οι επιστήμονες Vanessa Bryant, επιδημιολόγος του Τμήματος Επιδημιολογίας του Walter and Eliza Hall Institute, Alex Holmes, Αναπληρωτής Καθηγητής Ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης και Louis Irving, Αναπληρωτής Καθηγητής Φυσιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης, με άρθρο τους στο The Conversation, επιχειρούν να ρίξουν περισσότερο φως στο φαινόμενο της «μακράς Covid-19».

Τι είναι η «μακρά-Covid-19»;

Αν και ακόμα δεν υπάρχει ένας καθολικός προσδιορισμός, ο όρος συνοψίζει την κατάσταση κατά την οποία οι ασθενείς εξακολουθούν να έχουν επίμονα συμπτώματα της νόσου ακόμα και μετά την ανάρρωσή τους. Τα πιο συχνά συμπτώματα που σημειώνουν οι Alex Holmes και Louis Irving που δηλώνουν οι ασθενείς στην κλινική της Μελβούρνης είναι η έντονη κούραση, η δυσκολία στην αναπνοή, ο πόνος στο στήθος, η ταχυπαλμία, η θολούρα του εγκεφάλου, οι μυϊκοί πόνοι και οι διαταραχές του ύπνου. Θα μπορούσαν όμως να συμπεριληφθούν και άλλα συμπτώματα όπως η αγευσία ή η απώλεια όσφρησης, η κατάθλιψη και το άγχος αλλά και οι διαταραχές στην κοινωνική ζωή του ατόμου. Ορισμένοι άνθρωποι μάλιστα νιώθουν ότι η νόσος επηρέασε όλο τους το σώμα.

Ένα άλλο στοιχείο που τονίζουν είναι το γεγονός ότι δε σχετίζεται η σοβαρότητα της νόσου με την εμφάνιση των επίμονων συμπτωμάτων καθώς όπως σημειώνουν, οι περισσότεροι ασθενείς νόσησαν ελαφρότερα, ενώ ήταν και ηλικιακά νεότεροι, υγιείς και διατηρούσαν μια δραστήρια καθημερινότητα. Μέχρι στιγμής, παρόλα αυτά, δεν έχουν καταφέρει να βρουν κάποια εξέταση για να αποκρυπτογραφήσουν τα συμπτώματα αυτά μετά την ανάρρωση.

Πόσοι άνθρωποι βιώνουν την «μακρά Covid-19»;

Ακόμα δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί ένας ακριβής αριθμός, αλλά μέσω της συνεχούς μελέτης τους στο Walter and Eliza Hall Institute (WEHI), οι επιστήμονες μπορούν να κάνουν μια εκτίμηση: το 34% των ασθενών ταλαιπωρούνταν από συμπτώματα της «μακράς Covid-19» ακόμα και 45 εβδομάδες μετά την αρχική διάγνωση. Όμως, η μελέτη τους δεν έχει σχεδιαστεί για να μετρήσει τη συνολική κατάσταση στον ευρύτερο πληθυσμό, ενώ παράλληλα νέα ερευνητικά δεδομένα προέρχονται από διαφορετικές πηγές και διαφορετική μεθοδολογία έρευνας.

Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, το ποσοστό ανέρχεται στο 10% των ασθενών, ενώ μια έρευνα από το Ηνωμένο Βασίλειο υποδεικνύει στο 30%. Ακόμα, τα ποσοστά ενδέχεται να διαφέρουν από χώρα σε χώρα. Ένα άλλο πρόβλημα στην ιχνηλάτηση του φαινομένου είναι η άγνοια των γιατρών για την «μακρά Covid-19», με αποτέλεσμα πολλά περιστατικά να μην εντοπίζονται και να μην συμπεριλαμβάνονται στις έρευνες. Όπως μάλιστα έδειξε και η δικιά τους έρευνα στην κλινική, αρκετοί ασθενείς αγνοόυσαν την ύπαρξη του φαινομένου αλλά και την πραγματοποίηση ερευνών για τον εντοπισμό του και την διερεύνησή του.

Πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί; 

Έχοντας ως δεδομένα όλα τα παραπάνω και την αβεβαιότητα του φαινομένου, η θεραπεία ακόμα δεν έχει προσδιοριστεί ακριβώς. Όσοι εμφανίζουν ήπια συμπτώματα το πιο πιθανό είναι πως δε θα χρειαστούν θεραπεία παρά μόνο μια μικρή ιατρική καθοδήγηση. Όσοι έχουν σοβαρά και επίμονα συμπτώματα, το πιο πιθανό είναι να χρειαστούν τη βοήθεια των εξειδικευμένων κλινικών «μακράς Covid-19», οι οποίες εφαρμόζουν μια ολιστική προσέγγιση και αξιοποιούν τις καλύτερες στρατηγικές για την ανάκαμψη του ασθενούς. Στο δυναμικό τους συμπεριλαμβάνονται ομάδες ειδικών όπως πνευμονολόγοι, ρευματολόγοι, ανοσολόγοι, φυσιοθεραπευτές και, σε ορισμένες περιπτώσεις, ψυχολόγοι και ψυχίατροι, ενώ ένα ειδικά διαμορφωμένο πρόγραμμα γυμναστικής είναι συνήθως ιδιαίτερα οφέλιμο.

Τα αρχικά αποτελέσματα της θεραπείας είναι ενθαρρυντικά, καθώς έπειτα από εννιά μήνες, μίσοι από τους ασθενείς έχουν ήδη επιστρέψει στην καθημερινότητα τους και παίρνουν εξιτήριο από την κλινική. Παρόλα αυτά, υπάρχει κι ένα ποσοστό με πιο αργή εξέλιξη, με το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τους το νεαρό της ηλικίας τους, εμφανίζοντας δυσκολίες στην εργασία τους, την εκγύμναση και την κοινωνική τους ζωή. Η προσαρμογή τους στην κανονικοτήτα θα πρέπει να γίνει μεθοδικά και χωρίς βιασύνη, ενώ βασικό ρόλο παίζει και το θετικό οικογενειακό και εργασιακό περιβάλλον.

Τι προκαλεί τη «μακρά Covid-19»;

Υπάρχει μια υπόθεση των ερευνητών ανά τον κόσμο ότι το φαινόμενο της «μακράς Covid-19» μπορεί να είναι απόρροια της λανθασμένης λειτουργίας του ανοσοποιητικού συστήματος το οποίο δουλεύει… υπερωρίες μετά την λοίμωξη. Ένα στοιχείο που υποστηρίζει αυτή τη θεωρία είναι ότι αρκετοί ασθενείς με «μακρά Covid-19» δήλωσαν πως τα συμπτώματά τους βελτιώθηκαν σημαντικά μετά την χορήγηση του εμβολίου. Τι σημαίνει αυτό; Είναι πιθανό το εμβόλιο να βοηθήσει επαναπροσανατολίζοντας το ανοσοποιητικό σύστημα, ενεργοποιώντας άμεσα ορισμένα ανοσοκύτταρα όπως τα κύτταρα Τ (που βοηθούν στην παραγωγής αντισωμάτων και σκοτώνουν τα κύτταρα που έχουν μολυνθεί από ιό) ή τα έμφυτα ανοσοκύτταρα πρώτης γραμμής που διορθώνουν αυτό το ανοσοποιητικό σφάλμα.

Μια άλλη θεωρία υποστηρίζει ότι στους οργανισμούς των ασθενών υπάρχουν ακόμα κομμάτια του ιού μη ανιχνεύσιμα από τις διαγνωστικές εξετάσεις και τα οποία ακόμα δεν έχουν έρθει αντιμέτωπα με το ανοσοποιητικό σύστημα. Τα κομμάτια αυτά δεν είναι μολυσματικά, έχουν όμως την ικανότητα να ενεργοποιούν συνεχώς το ανοσοποιητικό σύστημα. Και σε αυτή την περίπτωση, το εμβόλιο μπορεί να ανακατευθύνει το ανοσοποιητικό σύστημα στα σωστά σημεία για να εξουδετερώσει τα κομμάτια ιού που έχουν απομείνει.

Συμπερασματικά, οι ερευνητές καταλήγουν στην ανάγκη περισσότερων μελετών για το ζήτημα, καθώς ακόμα η έρευνα βρίσκεται στα σπάργανα, ενώ ενθαρρύνουν όλους να κάνουν το εμβόλιο.

ygeiamou