Η συνεχής συνδεσιμότητα με στόχο να μην χάσουμε καμιά εξέλιξη ίσως παρέχει ένα αίσθημα του ανήκειν, όμως δεν περνά από το μυαλό μας ότι η έκθεση μας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μπορεί να βλάψει την ψυχική μας υγεία
Δε χάνουμε καμιά εξέλιξη θέλοντας να νιώθουμε μέλη μιας κοινότητας όταν συνδεόμαστε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, από την άλλη όμως ακόμα και ασυναίσθητα συγκρίνουμε τη ζωή μας με τις τέλειες φαινομενικά ζωές των άλλων και διατηρούμε επιφανειακές φιλικές σχέσεις, με αποτέλεσμα να αυξάνονται οι πιθανότητες εμφάνισης της κατάθλιψης. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνουν και τα νεότερα στοιχεία έρευνας ενός έτους σε σχεδόν 5.400 ενήλικες που δημοσιεύτηκε στο JAMA Network Open και συσχέτισε τη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης με την εμφάνιση της κατάθλιψης.
Αρχικά, κανένας από τους συμμετέχοντες δεν ανέφερε ακόμη και ήπια συμπτώματα κατάθλιψης. Όμως, διαφορετικές χρονικά διερευνήσεις σε διάστημα μόλις ενός χρόνου ανέδειξαν την πραγματική διάσταση του προβλήματος: τα καταθλιπτικά συμπτώματα είχαν επιδεινωθεί για ορισμένους συμμετέχοντες, με τον κίνδυνο να αυξάνεται περισσότερο για όσους παρέμεναν συνδεμένοι στο Snapchat, το Facebook και το TikTok.
Ευθύνονται όμως όντως τα social media για την εμφάνιση της κατάθλιψης; Ο δρ. Roy Perlis, επικεφαλής συγγραφέας και διευθυντής του Κέντρου Πειραματικών Φαρμάκων και Διαγνωστικών στο Γενικό Νοσοκομείο της Μασαχουσέτης στη Βοστώνη επισημαίνει ότι δεν είναι ξεκάθαρο ποιο από τα δύο έρχεται πρώτο: «Μια πιθανή εξήγηση των αποτελεσμάτων μας είναι πως όσοι διατρέχουν κίνδυνο εμφάνισης της κατάθλιψης, ακόμα κι αν ακόμα δεν έχουν διαγνωστεί, είναι πιο πιθανό να χρησιμοποιούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Επιπλέον, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης συμβάλλουν σημαντικά σε αυτόν τον αυξημένο κίνδυνο». Όμως, όπως σημειώνει, η συγκεκριμένη μελέτη δε σχεδιάστηκε με στόχο να κάνει διάκριση μεταξύ των δύο.
Πόσο επιρρεπείς τελικά ήταν οι νεότεροι άνθρωποι σε αρνητικά συναισθήματα;
Η ερευνητική ομάδα επικεντρώθηκε σε χρήστες μέσων κοινωνικής δικτύωσης 18 ετών και άνω (μέση ηλικία τα 56 έτη). Περίπου τα δύο τρίτα ήταν γυναίκες και περισσότερα από τα τρία τέταρτα ήταν λευκοί.
Όλοι κλήθηκαν να συμπληρώσουν μια αρχική έρευνα σχετικά με τη χρήση διαφορετικών πλατφορμών όπως το Facebook, το Instagram, το LinkedIn, το Pinterest, το TikTok, το Twitter, το Snapchat ή/και το YouTube. Οι συμμετέχοντες ρωτήθηκαν επίσης για τη συχνότητα της παρακολούθησης των ειδήσεων και την πρόσβαση σε κοινωνική υποστήριξη όταν ένιωθαν θλίψη ή συμπτώματα κατάθλιψης.
Υπήρξε διαφοροποίηση μεταξύ των ηλικιών και των κοινωνικών δικτύων που αύξαναν τον κίνδυνο. Πιο συγκεκριμένα, συνολικά μετά την ολοκλήρωση τουλάχιστον μιας επαναληπτικής παρακολούθησης, σχεδόν το 9% έδειξε σημαντική αύξηση στις πιθανότητες εμφάνισης της κατάθλιψης.
Μεγαλύτερο κίνδυνο διέτρεχαν όσοι ήταν άνω των 35 ετών και χρησιμοποιούσαν το TikTok ή το Snapchat, όχι όμως αντίστοιχα και στις νεαρότερες ηλικίες. Αντίθετα, σε όσους ήταν κάτω των 35 ετών, ο κίνδυνος αυξανόταν με τη χρήση του Facebook, όχι όμως αντίστοιχα και στους μεγαλύτερους ηλικιακά χρήστες.
Δεδομένου ότι η συγκεκριμένη αιτία και το αποτέλεσμα δεν είναι ξεκάθαρα, ο δρ. Perlis σημειώνει πως οι ερευνητές θα πρέπει να κατανοήσουν καλύτερα τη σχέση μεταξύ των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και της ψυχικής υγείας και ελπίζει πως η έρευνα πάνω σε αυτόν τον τομέα θα συνεχιστεί.
ygeiamou