Αν ζούσε σήμερα, 18 Οκτωβρίου 2018, η Μερκούρη θα γινόταν 98 ετών. Σχεδόν ένας αιώνας μύθου και αντικαταστάτρια καμία. Ούτε στην τέχνη, και κυρίως, ούτε στη ζωή…
-Ολους τους αφήνει… Κι εσένα θα σε αφήσει Μίλτο!
-Εγώ δεν είμαι σαν τους άλλους. Θα παντρευτούμε. Πήγα και μίλησα στη μάνα μου.
-Πότε;
-Στις 28 Οκτώβρη που πέφτει Κυριακή.
Αυτός ο διάλογος είναι από την εμβληματική ταινία «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη. Τα λόγια αυτά τα ανταλλάσσουν-όσο η Στέλλα είναι στη σκηνή και τραγουδάει το «Αγάπη που γινες δίκοπο μαχαίρι» με έναν κρυμμένο λυγμό-η αντίζηλός της (Βούλα Ζουμπουλάκη) και ο Μίλτος, ίσως ο μοναδικός άνδρας που αγάπησε πραγματικά η Στέλλα (Γιώργος Φούντας).
Ο Φίνος είχε απορρίψει τη Μελίνα Μερκούρη ύστερα από ένα δοκιμαστικό, με την αιτιολογία ότι «είχε πολύ μεγάλο στόμα»! Λες και αγριευόταν η κάμερα μαζί της, και κανένα γκρο πλαν δεν θα μπορούσε να αντέξει τα τόσο έντονα χαρακτηριστικά της.
Εκείνο που προκάλεσε φόβο στον Φίνο, προκάλεσε δέος στον Κακογιάννη. Εκανε τη Μελίνα Στέλλα, και τη Στέλλα Μελίνα. Και τα υπόλοιπα ανήκουν στην ιστορία. Το σενάριο βασίστηκε στο θεατρικό του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια». Η ταινία ήταν ασπρόμαυρη, αλλά το κόκκινο ως έννοια, ήταν παντού.
Σκεφτείτε το λιγάκι: η «Στέλλα» βγήκε στις ελληνικές αίθουσες το 1955, σε μία τρομοκρατημένη με όλους και όλα μετεμφυλιακή Ελλάδα. Οι άνδρες έψαχναν ασφάλεια στη δουλειά και οι γυναίκες στον γάμο.
Και ξαφνικά, βγαίνει και γεμίζει τη μεγάλη οθόνη που έμοιαζε πολύ μικρή για να τη χωρέσει, η πρώτη παγκοσμίως πραγματικά χειραφετημένη γυναίκα.
Ο Κακογιάννης φόρεσε στη Στέλλα παντελόνια. Του άρεσε που είχε κοντά μαλλιά, που συχνά τα έβρεχε και τα έκανε όλα πίσω. Η θηλυκότητα περίσσευε ούτως ή άλλως. Δεν χρειαζόταν φουστάνια με φουρό και φλύαρες μπούκλες για να την αναδείξει.
Η Στέλλα λοιπόν, είναι η πρώτη γυναίκα στην ιστορία του παγκόσμιου σινεμά που είπε ένα τόσο βροντερό «ΟΧΙ» στον γάμο που σχεδίαζε εν αγνοία της ο εραστής της, ο Μίλτος, ανήμερα 28ης Οκτωβρίου. Αραγε να είναι σεναριακά τυχαία η επιλογή αυτής της εθνικής επετείου για έναν γάμο που τελικά έδωσε τη θέση του σε κηδεία;
«Και τι είμ’ εγώ για να μ’ αλλάζουνε μωρέ; Γραμμόφωνο;» αναφωνεί σε μία από τις ωραιότερες σκηνές της ταινίας η Στέλλα. Και ύστερα αυτά τα απανωτά «Πνίγομαι, πνίγομαι, πνίγομαι!».
Ασυγχώρητο κοινωνικά να είσαι γυναίκα και να μην θέλεις να παντρευτείς. Και τότε, αλλά και τώρα. Γι’ αυτό είναι διαχρονική η Στέλλα, επειδή ακριβώς δεν βρήκε καμία να της μοιάσει.
Στην τελευταία ανατριχιαστική σκηνή, η Στέλλα πεθαίνει από έρωτα, πέφτει πάνω στο μαχαίρι που προόριζε για εκείνη ο Μίλτος. Αλλά πεθαίνει με τους δικούς της όρους. Ορθια, αγέρωχη, και εκτός γάμου.
«Γιατί δεν φεύγεις;;;» ουρλιάζει ο Φούντας για να αποτρέψει το φονικό που ο ίδιος ετοιμαζόταν να κάνει. Δεν ήθελε να φύγει. Να μείνει ήθελε, απλά όχι στεφανωμένη και κουκουλωμένη σε μία σύμβαση που ήξερε πολύ καλά ότι δεν της ταίριαζε.
Είναι άλλωστε, κοινό μυστικό. Οι άνδρες φοβούνται τις δυναμικές γυναίκες. Κι αφού δεν μπορούν να τις παντρευτούν, τις σκοτώνουν. Με τον ένα, ή τον άλλο τρόπο.
Η Μελίνα Μερκούρη γεννήθηκε μια μέρα σαν κι αυτή, στις 18 Οκτωβρίου του 1920, που σημαίνει ότι αν ζούσε σήμερα, θα ήταν 98 ετών. Σχεδόν ένας αιώνας μύθου, και αντικαταστάτρια καμία. Ούτε στην τέχνη, και κυρίως, ούτε στη ζωή.
Μας αρέσει να βλέπουμε ξανά και ξανά τη Μελίνα στη «Στέλλα». Εκείνη την έξαψη, εκείνη τη φλόγα στο μάτι, εκείνο το φέρνω τα πάνω κάτω από τη μια στιγμή στην άλλη. Αντέχουμε όμως να δούμε τη «Στέλλα» σε κάθε Μελίνα; Γυναίκες που ζουν εκτός σινεμά με αυτή τη στάση ζωής; Δεν έχουμε πια 1955. Κι αν και κατά σατανική σύμπτωση, κι εφέτος η 28 Οκτώβρη –που ήθελε να την παντρευτεί ο Μίλτος– πάλι Κυριακή πέφτει, οι Στέλλες αυτού του κόσμου ζουν λαθραία ανάμεσά μας και ψιθυρίζουν το μεγάλο «ΟΧΙ».
Οσο για τη Μελίνα, ε ναι, εκείνη ήταν και Στέλλα. Από τον τρόπο με τον οποίο μιλούσε για τους χουντικούς, από το πώς τρόλαρε –κι ας μην υπήρχε τότε ο όρος– ως υπουργός Πολιτισμού τους βρετανούς ομολόγους της που επέμεναν ότι τα γλυπτά του Παρθενώνα ανήκουν στο Βρετανικό Μουσείο, κι από πολλά πολλά ακόμη.
«Θέλω τα Γλυπτά του Παρθενώνα να επιστρέψουν στην Ελλάδα προτού πεθάνω. Αλλά κι αν ακόμη πεθάνω, αν επιστρέψουν, θα αναστηθώ» είχε πει κάποτε με εκείνη την απόλυτη βεβαιότητα που διέκρινε την κάθε της ατάκα.
Οσοι την γνώριζαν καλά, την έχουν ικανή να το κάνει. Αλλωστε, το είχε γράψει και σε ένα πακέτο τσιγάρα που είχε αφήσει πάνω στο γραφείο της, προτού φύγει για μία ακόμη προσπάθεια θεραπείας στο εξωτερικό, που έμελλε να είναι και η τελευταία: «Θα επιστρέψω».
protagon