Γιατί ξεχνάμε; Νέα θεωρία προτείνει το “ξεχνάω, άρα μαθαίνω”

Θεωρία που δημοσιεύτηκε σε διεθνές ιατρικό περιοδικό προτείνει ότι η λήθη είναι μηχανισμός εκμάθησης. Τι εννοούν οι επιστήμονες;

της Νίκης Μπάκουλη

Μέσω της καθημερινότητας μας έχουμε τη δυνατότητα να δημιουργούμε αναμνήσεις. Όσο περνούν τα χρόνια, ξεχνάμε πολλές. Αυτό συνήθως μας προβληματίζει, αφού το συνδέουμε με τη γενικότερη φθίνουσα πορεία στη λειτουργία του οργανισμού μας, με το πέρασμα των χρόνων.

Επιστήμονες τοποθετήθηκαν επί του θέματος και με θεωρία που δημοσιεύτηκε στο διεθνές ιατρικό περιοδικό Nature Reviews Neuroscience εξηγούν ότι η αλλαγή στην ικανότητα πρόσβασης σε συγκεκριμένες μνήμες, βασίζονται σε περιβαλλοντική ανατροφοδότηση και προβλεψιμότητα. Δηλαδή, η λήθη μπορεί να μην είναι ‘σφάλμα’ του μηχανισμού μας, αλλά χαρακτηριστικό του εγκεφάλου μας, όπως αλληλεπιδρά δυναμικά με το περιβάλλον.

Οι ερευνητές Dr. Tomás Ryan (αναπληρωτής καθηγητής Βιοχημείας και Ανοσολογίας στο Trinity College Institute of Neuroscience του Δουβλίνου) και Dr. Paul Frankland (καθηγητής ψυχολογίας στο University of Toronto και το Hospital for Sick Children της ίδιας πόλης) διευκρίνισαν ότι όπως ζούμε σε έναν διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο, το να ξεχνάμε κάποιες από τις αναμνήσεις μας μπορεί να είναι ευεργετικό -καθώς αυτό μπορεί να μας οδηγήσει σε πιο ευέλικτη συμπεριφορά και καλύτερη λήψη αποφάσεων.

Εάν δηλαδή, οι αναμνήσεις αποκτήθηκαν σε συνθήκες που δεν σχετίζονται πλήρως με το τρέχον περιβάλλον, το να τις ξεχνάμε μπορεί να είναι θετική αλλαγή “που βελτιώνει την ευημερία μας”. Οι καθ’ ύλην αρμόδιοι τόνισαν ότι “η θεωρία μας είναι πως μαθαίνουμε να ξεχνάμε κάποιες αναμνήσεις, όπως διατηρούμε άλλες που είναι σημαντικές”.

Ο πιο εύκολος τρόπος για να κατανοήσουμε αυτήν τη θεωρία, είναι να ‘δούμε’ τον εγκέφαλο μας, ως ‘εγκέφαλο’ ηλεκτρονικού υπολογιστή, που ‘γεμίζει’ με δεδομένα και έτσι τροποποιείται η πρόσβαση σε ‘κομμάτια’ που δεν είναι πια σχετικά και επίκαιρα. Οι μνήμες δεν χάνονται, αλλά γίνονται ‘αδιάφορες’.

Οι επιστήμονες που ανέπτυξαν τη θεωρία είναι υπότροφοι του καναδικού παγκόσμιου ερευνητικού οργανισμού CIFAR (Canadian Institute for Advanced Research), που έκανε δυνατή τη συνεργασία μέσω του προγράμματος Child & Brain Development. Προστέθηκαν σε μια μακρά λίστα ερευνητών που πιστεύουν ότι σε κάποιες περιπτώσεις, ξεχνάμε γιατί μαθαίνουμε.

“Η φυσική λήθη είναι αναστρέψιμη σε κάποιες περιπτώσεις”

Ο Dr. Ryan εξήγησε ότι “οι μήνες αποθηκεύονται σε σύνολα νευρώνων που ονομάζονται έγγραμμα (σ.σ. είναι η φυσική ή βιοχημική αλλαγή στον νευρικό εγκεφαλικό ιστό, που λειτουργεί ως το φυσικό αποτύπωμα μιας μνήμης, το υπόβαθρο μιας μνήμης) και μπορούν να ανακαλούν με επιτυχία τις αναμνήσεις, μετά την επανενεργοποίηση τους.

Η λογική επέκταση αυτού είναι ότι η λήθη προκύπτει όταν τα έγγραμμα δεν μπορούν να επανενεργοποιηθούν. Οι μνήμες υπάρχουν στα συγκεκριμένα σύνολα, αλλά δεν μπορούν να ανακληθούν. Μένουν αποθηκευμένες σε ‘χρηματοκιβώτιο’ που δεν θυμόμαστε τον κωδικό του, για να το ανοίξουμε. Η νέα μας θεωρία προτείνει ότι η λήθη οφείλεται στην αναδιαμόρφωση του κυκλώματος που αλλάζει τα έγγραμμα, από μια προσβάσιμη σε μια απρόσιτη κατάσταση. Επειδή το ποσοστό της λήθης επηρεάζεται από περιβαλλοντικές συνθήκες, προτείνουμε ότι η λήθη είναι στην πραγματικότητα μορφή μάθησης -που αλλάζει την προσβασιμότητα στη μνήμη σύμφωνα με το περιβάλλον και το πόσο προβλέψιμο είναι”.

Ο Dr. Frankland πρόσθεσε ότι “υπάρχουν πολλοί τρόποι με τους οποίους ο εγκέφαλος ξεχνά, αλλά όλοι ενεργούν για να κάνουν το έγγραμμα -τη φυσική ενσωμάτωση μιας μνήμης- πιο δυσπρόσιτα”, με τον Dr. Ryan να καταλήγει στο “πιστεύουμε ότι αυτή η ‘φυσική λήθη’ είναι αναστρέψιμη σε ορισμένες περιπτώσεις και ότι σε ασθενείς με ασθένειες όπως το Αλτσχάιμερ, αυτοί οι φυσικοί μηχανισμοί λήθης ‘παραβιάζονται’. Γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα, τη σημαντικά μειωμένη προσβασιμότητα στα έγγραμα και την παθολογική απώλεια της μνήμης”.

news24/7