Η Αναστασία Πουλατσόγλου ένιωσε ένα σφίξιμο στο στομάχι, όταν αντίκρισε για πρώτη φορά τα συρματοπλέγματα και τους τοίχους των φυλακών των Γρεβενών. Η αποστολή που της είχε ανατεθεί έμελλε να ήταν η πιο περίεργη και συνάμα η πιο προκλητική που είχε να αντιμετωπίσει στην 20ετή καριέρα της: έπρεπε μέσα σε 12 μήνες να διδάξει την τέχνη του ραψίματος σε μια ομάδα φυλακισμένων αντρών, που αντιμετωπίζουν κατηγορίες που αρχίζουν από τη διακίνηση ναρκωτικών και φτάνουν μέχρι την ανθρωποκτονία.
«Όταν είδα τις φυλακές, είπα ότι δεν υπάρχει περίπτωση να έρθω να δουλέψω εδώ μέσα. Φοβήθηκα!» θυμάται η κ. Πουλατσόγλου. Τότε, ούτε που μπορούσε να φανταστεί ότι έναν χρόνο μετά θα είχε καταφέρει όχι μόνο να δημιουργήσει μια ομάδα από δέκα ικανούς ράφτες, αλλά και να ετοιμάσει μαζί τους μια κολεξιόν από ρούχα που θα παρουσιάζονταν επίσημα σε πασαρέλα.
Οι τρόφιμοι της φυλακής είναι πια γι’ αυτήν οι μαθητές της, ενώ για εκείνους είναι η «κυρία Αναστασία», που τους άνοιξε τις πόρτες ενός νέου, θαυμαστού κόσμου μέσα στη μονότονη ζωή της φυλακής.
Θέλοντας να γνωρίσουμε κάποιες από τις πτυχές αυτού του κόσμου, συναντήσαμε την ίδια και την ομάδα της στον χώρο όπου εργάζονται καθημερινά μέσα στις φυλακές. Πρόκειται για έναν φωτεινό χώρο με δύο αίθουσες. Στη μία υπάρχουν δύο σειρές από ραπτομηχανές, ενώ στην άλλη το μεγάλο τραπέζι για τα πατρόν. Γύρω από το τραπέζι αυτό κάθισαν μαθητές και δασκάλα, για να μας εξηγήσουν πώς μέσα από ένα απλό μάθημα ραπτικής έφτασαν να τους γράψουν όλες οι εφημερίδες στην Ελλάδα.
Ξεκινώντας από το μηδέν
«Στην αρχή δεν ξέραμε ούτε τα χρώματα. Το περισσότερο που είχαμε ράψει ήταν ένα κουμπί», σημειώνει παίρνοντας πρώτος τον λόγο ο Κώστας. «Ένα κουμπί, και αυτό με κόπο», πετάγεται να συμπληρώσει ο Δημήτρης.
Οι περισσότεροι τρόφιμοι που συμμετέχουν στο εργαστήρι δεν είχαν καμία σχέση με την τέχνη της ραπτικής. Δέχθηκαν να πάρουν μέρος, ώστε να περνούν λίγο πιο εύκολα οι ώρες τους στη φυλακή. Η εκμάθηση άρχισε κυριολεκτικά από το μηδέν, από το πώς δηλαδή γίνεται ο κόμπος στην κλωστή της βελόνας, ενώ το πρώτο πράγμα που κλήθηκαν να κάνουν οι δέκα άντρες ήταν να ράψουν ένα τσαντάκι με το χέρι.
«Μία από τις εντονότερες στιγμές κατά τη διάρκεια του εργαστηρίου ήταν όταν τελείωσα αυτό το πρώτο τσαντάκι», παραδέχεται ο Κώστας, σημειώνοντας ότι χρειάστηκε πολύ μεγάλη υπομονή για να μάθει την τέχνη. «Έπεσε πολύ ξήλωμα. Ράβε, ξήλωνε μέχρι να το μάθουμε καλά», αναφέρει ο γκριζομάλλης άντρας γελώντας.
Οι τρόφιμοι, παρά τις δυσκολίες, επέμειναν. Για να τα καταφέρουν καλύτερα, η κυρία Αναστασία τούς χώρισε σε ομάδες και έδωσε στον καθένα έναν ξεχωριστό ρόλο, ανάλογα με τις ικανότητες και τα δυνατά του σημεία. Ο Γιώργος είναι ο οργανωτικός νους, ο οποίος γνωρίζει ανά πάσα στιγμή πού βρίσκεται το κάθε εργαλείο και υλικό, ο Κώστας είναι αυτός που κόβει τα υφάσματα, ο Αλί βγάζει πατρόν, ο Γιάννης ράβει και σιδερώνει, ο Νίκος αναλαμβάνει λεπτοδουλειές, όπως τα φερμουάρ, ο Αλέκος είναι το μυαλό της ομάδας, που γνωρίζει απ’ όλα, ο Ναβίντ επίσης περνάει από κάθε πόστο, ο Καστέλ λόγω πρότερης εμπειρίας επεμβαίνει στα δύσκολα, ο Μπάμπης αναλαμβάνει τους γιακάδες, ενώ ο Δημήτρης είναι η «ήρεμη δύναμη» που λύνει πάντα τις διαφωνίες.
«Δεν μας ενδιέφερε για ποιον λόγο βρεθήκαμε μεταξύ μας, γιατί είμαστε από διαφορετικές πτέρυγες, αλλά θέλαμε ως ομάδα να λειτουργήσουμε στο τμήμα αυτό», τονίζει ο Κώστας.
Οι πρώτες επιτυχίες
Οι κρατούμενοι είχαν πλέον δημιουργήσει μια αποτελεσματική γραμμή εργασίας. Πριν καλά καλά αφομοιώσουν όλες τις νέες τους γνώσεις, ετοίμασαν το πρώτο τους μπαζάρ με αντικείμενα για τα Χριστούγεννα. Λίγο αργότερα, έπειτα από αίτημα του Δήμου Γρεβενών, έραψαν 4.000 σημαίες και κορδέλες που στόλισαν την πόλη τις ημέρες των Αποκριών. Μετά, τα αιτήματα από σχολεία, συλλόγους και φορείς άρχισαν να πέφτουν βροχή.
Όσο πολλαπλασιάζονταν οι παραγγελίες, τόσο αυξανόταν η αυτοπεποίθηση των μαθητών, αλλά και οι απαιτήσεις της δουλειάς. Οι τέσσερις ώρες που αφιέρωναν στο εργαστήρι γρήγορα έγιναν περισσότερες. Πλέον εργάζονταν συχνά και τα απογεύματα, μέχρι και τα Σάββατα. Μα αυτό δεν ενοχλούσε κανέναν. Το αντίθετο μάλιστα!
«Μέσα είναι ψυχιατρείο, εδώ έρχεσαι και είναι κάτι το διαφορετικό», αναφέρει ο Γιάννης. «Μπαίνεις σε έναν χώρο όπου δημιουργείς κάτι, αντίθετα δηλαδή με ό,τι συμβαίνει μέσα. Μέσα είναι κάθε μέρα το ίδιο», συμπληρώνει ο Κώστας.
Ο χρόνος λαμβάνει άλλη διάσταση μέσα στη φυλακή. Οι τρεις ή οι τέσσερις μήνες που μπορεί να χωρίζουν έναν τρόφιμο από την αποφυλάκιση μπορεί για έναν απλό πολίτη να φαντάζουν σύντομο διάστημα, μα για τον κρατούμενο είναι «τόσο κοντά, αλλά και τόσο μακριά».
Υπεύθυνη σε μεγάλο μέρος για τη θετική ατμόσφαιρα που επικρατεί τις ώρες της δουλειάς και της εκμάθησης είναι η μαέστρος της όλης προσπάθειας, η κ. Πουλατσόγλου, το όνομα της οποίας είναι συνεχώς στα χείλη των κρατουμένων-μαθητών της. Με υπομονή αυτή η χαμογελαστή γυναίκα έμαθε τα μυστικά της ραπτικής στους δέκα αυτούς άντρες. «Ήταν μια μοναδική εμπειρία για εμένα. Γέμισα τη φυλακή με λουλούδια και χρώματα», λέει και φωτίζεται όλο της το πρόσωπο.
Η ικανή δασκάλα όχι μόνο ξέρει τα δυνατά και τα αδύνατα σημεία των μαθητών της, αλλά γνωρίζει πολύ καλά και τους διαφορετικούς τους χαρακτήρες. Βλέποντάς με να προσπαθώ να εκμαιεύσω μια κουβέντα από τον λιγομίλητο Αλέκο, διηγείται γρήγορα μια ιστορία που αποτυπώνει τον νεαρό άντρα όπως αυτή τον βλέπει και τον ξέρει. «Ο Αλέκος σκέφτεται συνεχώς τα παιδιά και την οικογένειά του. Δεν θα ξεχάσω όταν τον χειμώνα έφερα κάποια υφάσματα, για να ράψουν πουκάμισα για τους ίδιους. Ο Αλέκος ήρθε και μου είπε ότι δεν θέλει να ράψει για τον εαυτό του, μα για τη γυναίκα του. Ήταν αρχή των μαθημάτων τότε και δυσκολεύτηκε πάρα πολύ να κάνει τον γιακά. Έκανε τόση υπομονή για εκείνο τον γιακά! Το έκανε όμως, και το έκανε και πολύ καλά. Αν είναι λάθος, ποτέ δεν το αφήνει».
Μια αντίστοιχη ιστορία έχει και για τον Νίκο. Επίσης σιωπηλός, ο Νίκος στη φυλακή αγαπάει να ασχολείται με δύο πράγματα: τα βάρη και τη ραπτική. Παρόλο που τα φουσκωτά μπράτσα και τα γεμάτα τατουάζ χέρια του δεν σε προδιαθέτουν πως ο Νίκος θα ασχοληθεί με το ράψιμο, ο νέος άντρας όχι μόνο ράβει καλά, αλλά και είναι αυτός που αναλαμβάνει τις λεπτοδουλειές. Μάλιστα, ξεκλέβοντας χρόνο από τη δουλειά για τις παραγγελίες του εργαστηρίου, κατάφερε και έφτιαξε ένα λουλουδάτο φόρεμα για να το προσφέρει στην αδελφή του.
Στην «πασαρέλα»
Ρωτώντας όλους ποια ήταν μέχρι σήμερα η καλύτερη στιγμή για την ομάδα, απαντούν με ένα στόμα, μια φωνή: η «πασαρέλα».
Οι δέκα άντρες, με την καθοδήγηση της κ. Πουλατσόγλου, έραψαν 140 διαφορετικά ρούχα, από φλοράλ φούστες και φουστάνια με πιέτες μέχρι παντελόνια και νυφικά, τα οποία φόρεσαν και παρουσίασαν εθελοντές-μοντέλα σε μια μεγάλη πασαρέλα που πραγματοποιήθηκε τον Αύγουστο στο κέντρο των Γρεβενών. «Κάτι τέτοιο συμβαίνει πρώτη φορά στα χρονικά παγκοσμίως», σημειώνει η γυναίκα.
Το εγχείρημα ήταν δύσκολο. «Έφερα περιοδικά μόδας και είδαμε μαζί τις τάσεις, το τι κυκλοφορεί στην αγορά. Δεν είναι εύκολο, από εκεί που δεν ξέρεις τίποτα για μόδα, να δημιουργήσεις ολόκληρη κολεξιόν, αλλά τα πήγαμε πολύ καλά», αναφέρει η εκπαιδεύτρια. Κάθε φορά που οι τρόφιμοι ολοκλήρωναν τα ρούχα, η ίδια τα έβγαζε έξω από τη φυλακή, τα δοκίμαζε στα μοντέλα, σημείωνε τις αλλαγές και τα επέστρεφε πίσω για να γίνουν οι διορθώσεις. Όμως, ο κόπος άξιζε. Το κοινό αγκάλιασε την προσπάθεια, και μάλιστα πολλοί πολίτες έδειξαν ενδιαφέρον να αγοράσουν τα ρούχα.
Η επόμενη μέρα
Η ανταπόκριση του κόσμου έδωσε φτερά ικανοποίησης στους ράφτες, καθώς οι ίδιοι αντιλαμβάνονται ότι μέσα από τη δουλειά του εργαστηρίου έχει αλλάξει ο τρόπος που τους αντικρίζει ο κόσμος. Έχουν πάρει τα εύσημα από την τοπική κοινωνία, η οποία ωφελείται πλέον από τη φιλοξενία των φυλακών στην περιοχή, έχουν κερδίσει την εμπιστοσύνη των υπαλλήλων της φυλακής, καθώς τηρούν ευλαβικά τα μέτρα ασφαλείας, παρότι είναι μονίμως με αιχμηρά αντικείμενα στο χέρι, και τέλος τον θαυμασμό από τις οικογένειές τους, που δεν πιστεύουν στα μάτια τους.
«Όταν βλέπουμε την κοινωνία να ανταποκρίνεται τόσο θετικά απέναντι στις δημιουργίες που κάναμε εδώ, καταλαβαίνουμε ότι το εργαστήρι έχει επιτυχία», σημειώνει ο Δημήτρης.
Όπως παραδέχεται ο ίδιος, δεν θα φανταζόταν τον εαυτό του ράφτη πριν από κάποιον καιρό. «Ο καθένας μας είχε έξω μια εργασία. Δεν θα μπορούσαμε ποτέ να φανταστούμε ότι θα ασχολούμασταν με ένα τέτοιο αντικείμενο, και τελικά αποδεικνύεται ότι ο άνθρωπος μπορεί να τα κάνει όλα!» τονίζει. Ο Ναβίντ συνοψίζει όλη του την εμπειρία με μία φράση: «Θέλω να πω μόνο ένα πράγμα σε όλους: δεν υπάρχει τίποτα δύσκολο, αν θέλει να μάθει κάποιος».
Το εργαστήρι, πέραν του ότι έχει βελτιώσει τις συνθήκες στη φυλακή, έχει αλλάξει και τον τρόπο που βλέπουν το μέλλον τους οι τρόφιμοι. Κάποιοι σκέφτονται να ανοίξουν ραφτάδικα μόλις βγουν από τη φυλακή, ενώ κάποιοι άλλοι μιλούν ήδη για συνεργασίες μεταξύ τους. Εξάλλου αυτός ήταν και ένας από τους στόχους του εργαστηρίου, που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο ευρωπαϊκού προγράμματος με την υποστήριξη της αυστριακής κυβέρνησης. Η φυλακή στα Γρεβενά πραγματοποιεί και άλλες παρόμοιες δράσεις που συνάδουν με τη σύγχρονη αντίληψη του σωφρονισμού, σύμφωνα με την οποία όσο εκτίνουν την ποινή τους, οι κρατούμενοι εξελίσσονται ως άνθρωποι, μαθαίνουν νέα πράγματα και αποκτούν εφόδια για να διεκδικήσουν ένα καλύτερο μέλλον μετά την αποφυλάκισή τους.
Όταν το πρόγραμμα έληξε, το εργαστήρι είχε σταματήσει για περίπου 15 ημέρες, προς μεγάλη απογοήτευση των κρατουμένων. Η επιτυχία όμως του εγχειρήματος ήταν τέτοια, ώστε η διοίκηση των φυλακών αποφάσισε να το επαναλειτουργήσει, αυτή τη φορά με κονδύλια του υπουργείου Δικαιοσύνης.
Η αίθουσα του εργαστηρίου σύντομα θα ανοίξει ξανά την πόρτα της. Οι ραπτομηχανές που είχαν σιγήσει θα πάρουν ξανά φωτιά. Ο θόρυβός τους θα σκεπάζει τις σκέψεις και οι κρατούμενοι, που αγόγγυστα σκύβουν πάνω τους, θα συνεχίσουν να ράβουν, να καλαμπουρίζουν, να γελούν. Θα συνεχίσουν να ατενίζουν το μέλλον λίγο πιο αισιόδοξα και, όταν σηκώνουν το κεφάλι από τα υφάσματα και κοιτούν το παράθυρο, θα μπορούν πιο εύκολα να υψώνουν το βλέμμα και πάνω από τα συρματοπλέγματα να αντικρίζουν τον ουρανό.
Καθημερινή