Η αύξηση των αμοιβών των εργαζομένων που βρίσκονται σε υψηλότερα μισθολογικά επίπεδα κρίνεται απαραίτητη προκειμένου να διατηρηθούν οι μισθολογικές διαφορές σε σχέση με τον κατώτατο μισθό ως κίνητρο παραγωγικότητας
Ο νέος κατώτατος μισθός που θα πλησιάσει ή θα ξεπεράσει το επίπεδο των 700 ευρώ από την 1η Μαΐου 2022, όπως συνέβαινε και τα προηγούμενα χρόνια, θα συμπαρασύρει σε ανοδική πορεία και τους υψηλότερους μισθούς. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τραπέζης της Ελλάδος, για κάθε ποσοστιαία μονάδα αύξησης του κατώτατου μισθού, ο μέσος μισθός ανά εργαζόμενο αυξάνεται κατά 0,44 της ποσοστιαίας μονάδας.
Στην πράξη, σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, ο μέσος μισθός «θα καρπωθεί» το 50% του ποσοστού αύξησης του κατώτερου μισθού.
Η αύξηση των αμοιβών των εργαζομένων που βρίσκονται σε υψηλότερα μισθολογικά επίπεδα κρίνεται απαραίτητη προκειμένου να διατηρηθούν οι μισθολογικές διαφορές σε σχέση με τον κατώτατο μισθό ως κίνητρο παραγωγικότητας. Παράλληλα, οι εργοδότες σε δυναμικούς κλάδους της οικονομίας χρειάζεται να πληρώσουν υψηλότερους μισθούς για να προσελκύσουν εργαζομένους.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΦΚΑ που αφορούν τον Ιανουάριο 2021, ο μέσος μισθός πλήρους απασχόλησης από 1.202,09 ευρώ τον Ιανουάριο του 2020 αυξήθηκε σε 1.243,53 τον Ιανουάριο του 2021. Αντίστοιχα, ο μέσος μισθός της μερικής απασχόλησης αυξήθηκε μέσα σ’ ένα χρόνο από 418,77 σε 475,93 ευρώ, ενώ ο μέσος όρος των αμοιβών από 977,30 ανήλθε σε 987,30 ευρώ.
Ασφαλώς ο μέσος όρος ανεβαίνει λόγω των γενναιόδωρων αυξήσεων σε λίγους κλάδους της οικονομίας, καθώς εξακολουθούν να υπάρχουν και κλάδοι εργαζομένων (καθαριότητα, υπηρεσίες φύλαξης) με αμοιβές χαμηλότερες από τον κατώτατο μισθό.
Μεγάλες εταιρείες αναμένουν τις κυβερνητικές ανακοινώσεις για να προχωρήσουν σε μισθολογικές αυξήσεις μέσω επιχειρησιακών συμβάσεων, γνωρίζοντας ότι πρέπει να διατηρήσουν τη μισθολογική διάρθρωση και την απαραίτητη «ψαλίδα» για να μη χάσουν εξειδικευμένους εργαζόμενους.
Είναι εύλογο ότι αν ο κατώτατος μισθός πλησιάσει τα 700 ευρώ, ο εργαζόμενος που αμείβεται με 710 θα πιέσει για την αύξηση των αποδοχών του.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της «Εργάνης», κάθε χρόνο περίπου 1 εκατομμύριο εργαζόμενοι με αμοιβές 750-1.000 ευρώ μετακινούνται οικειοθελώς, αναζητώντας υψηλότερες αποδοχές.
Ειδικά στους κλάδους των κούριερ, των ντελίβερι, του τουρισμού και του επισιτισμού, όπου επικρατεί μεγάλος ανταγωνισμός, οι εργοδότες για να κρατήσουν έναν καλό εργαζόμενο δίνουν πάνω από τον κατώτατο μισθό, περίπου 750-800 ευρώ.
H ΤτΕ στην έκθεσή της έχει προτείνει μια λελογισμένη αύξηση των κατώτατων μισθών και ημερομισθίων μέσα σε ένα εύρος μεταξύ 2,7% και 3,4% από την 1η Μαΐου 2022, που, σε συνδυασμό με την αύξηση κατά 2% από την 1η Ιανουαρίου 2022, θα οδηγήσει σε μια μέση αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 3,8%-4,3% το 2022 και κατά 0,9%-1,1% το 2023.
Ενας από τους λόγους που προτείνει λελογισμένες αυξήσεις είναι ότι πρέπει να ληφθούν υπόψη οι έμμεσες επιδράσεις μιας αύξησης του κατώτατου μισθού προκειμένου ο μέσος μισθός ανά εργαζόμενο να μην αυξηθεί πάνω από 1,2%-1,5%.
Αναφερόμενη, ειδικότερα, στο 2019 όπου η αύξηση του κατώτατου μισθού ανήλθε σε ποσοστό 11%, η ΤτΕ υπολόγισε ότι ο μέσος μισθός πλήρους απασχόλησης αυξήθηκε κατά 4,83%. Συγκεκριμένα, τα στοιχεία δείχνουν ότι η διάχυση της αύξησης του κατώτατου μισθού ήταν 5% για θέσεις εργασίας με μισθό από 800 έως 900 ευρώ, 3% για θέσεις εργασίας που αμείβονται με 900-1.000 ευρώ και 2% για τις θέσεις εργασίας που αμείβονται 1.000-1.100 ευρώ.
H παρατηρούμενη αύξηση του μέσου μισθού οφείλεται στην αύξηση των μισθών των ήδη απασχολουμένων αλλά και στην είσοδο νεοπροσληφθέντων. Αυτό είναι λογικό είτε γιατί οι επιχειρήσεις θέλουν να προσλάβουν άτομα που θεωρούν ότι έχουν ικανότητες για τις οποίες θα έπρεπε να αμειφθούν με μισθό μεγαλύτερο από τον κατώτατο, είτε γιατί προκειμένου να μπορέσουν να βρουν εργαζομένους που πληρούν κάποια κριτήρια είναι πλέον αναγκασμένες να δώσουν μεγαλύτερο μισθό.
H TτΕ τονίζει επίσης ότι πρέπει να διαφυλαχθεί η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και να αποφευχθεί ένα αρνητικό σπιράλ μισθολογικών αυξήσεων και πληθωρισμού. Σε αντίθετη περίπτωση, οι ελληνικές επιχειρήσεις, που στην πλειονότητά τους είναι μικρού μεγέθους, δεν θα μπορέσουν να απορροφήσουν το αυξημένο κόστος παραγωγής που θα προέρχεται τόσο από τις διεθνείς τιμές ενέργειας και πρώτων υλών όσο και από το εργασιακό κόστος, επιτείνοντας τον κίνδυνο απώλειας θέσεων εργασίας ή μετατροπής θέσεων πλήρους απασχόλησης σε ευέλικτες μορφές απασχόλησης.
Υπενθυμίζουμε ότι όλοι οι εργοδοτικοί φορείς, πέρα από την αύξηση των μισθών, δίνουν έμφαση στην περαιτέρω μείωση των ασφαλιστικών εισφορών των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα, προκειμένου να περιοριστεί το εργασιακό κόστος και να καταπολεμηθεί η αδήλωτη εργασία.
newmoney