«Κατά χιλιάδες συναντώνται στις θάλασσες της Χαλκιδικής οι μωβ μέδουσες, γνωστές και ως “pelagia noctiluca”» επισημαίνει καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης – Τι πρέπει να κάνουμε σε περίπτωση που τσιμπήματος από μέδουσα
Την εμφάνισή τους και στη Χαλκιδική κάνουν οι μωβ μέδουσες που προκαλούν προβλήματα σε πολλά σημεία της χώρας.
«Το ’78 οι μέδουσες με την επέλασή τους κατέστρεψαν το τουριστικό προϊόν στην περιοχή», αναφέρει στο GRTimes ο καθηγητής Βιολογίας, Χαρίτων-Σαρλ Χιντήρογλου. Ωστόσο, σπεύδει να χαρακτηρίσει προσωρινό αυτό το φαινόμενο.
«Κατά χιλιάδες συναντώνται στις θάλασσες της Χαλκιδικής οι μωβ μέδουσες, γνωστές και ως “pelagia noctiluca”» επισημαίνει ακόμη ο καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, μιλώντας για το φαινόμενο της έντονης εμφάνισης των μεδουσών στις ελληνικές θάλασσες.
Ο ίδιος, παράλληλα, υπογραμμίζει ότι το 1978, το συγκεκριμένο φαινόμενο, «είχε καταστρέψει το τουριστικό προϊόν στη Χαλκιδική και ο κόσμος έτρεχε να κάνει μπάνιο κοιτάζοντας τον… άνεμο, καθώς ο βοριάς έβγαζε τις μέδουσες από τις θάλασσες, ενώ ο νοτιάς τις έστελνε και πάλι μέσα».
Σύμφωνα με τον κ. Χιντήρογλου, πρόσφατη μελέτη αμερικανικού πανεπιστημίου που πραγματοποιήθηκε στον Βόρειο Ειρηνικό Ωκεανό, απέδειξε ότι το φαινόμενο της έξαρσης των μεδουσών οφείλεται, μεταξύ άλλων, στην κλιματική αλλαγή, την υπεραλίευση, αλλά και τον ευτροφισμό των θαλασσών, δηλαδή την οργανική ρύπανση.
Όπως επιπλέον περιγράφει ο καθηγητής, «η pelagia noctiluca, γνωστή και ως τσούχτρα, δεν αποτελεί ένα συνηθισμένο είδος και έχει εμφανιστεί από τον περασμένο Νοέμβριο στη Χαλκιδική. Αφήνει πίσω της μία -εν δυνάμει- τοξική βλέννα που εμπεριέχει κνιδοκύτταρα τα οποία εκτινάσσονται όταν την πλησιάσουμε. Πρόκειται για μία ουσία που δεν μπορούμε να τη διακρίνουμε με τα μάτια μας».
Εξηγεί μάλιστα ότι αυτό αποτελεί έναν ακόμη λόγο για να μην επιχειρήσει κανείς να τις απομακρύνει από το θαλάσσιο περιβάλλον και να τις μεταφέρει στην ακτή. «Πέντε μέδουσες να βγάλει κάποιος από τη θάλασσα, θα γεμίσει η παραλία με βλέννες που φέρουν τοξίνες, οι οποίες μας δημιουργούν κνησμό», όπως λέει.
Τι πρέπει να κάνουμε σε περίπτωση που τσιμπήματος από μέδουσα
Επιπροσθέτως, ο κ. Χιντήρογλου τονίζει ότι όποιος είναι αλλεργικός, καλό θα είναι να αποφύγει να κάνει μπάνιο σε περιοχή όπου παρατηρείται αυξημένος αριθμός μεδουσών, τονίζοντας παράλληλα πως «οι αλλεργικοί, όσοι πηγαίνουν στη θάλασσα με μικρά παιδιά αλλά και γενικότερα οι λουόμενοι, θα πρέπει να προσέχουν λίγο παραπάνω. Καλό θα είναι λοιπόν να έχουμε μαζί μας ένα φαρμακευτικό σκεύασμα για τσιμπήματα και σε περίπτωση που μας τσιμπήσουν, να ξεπλύνουμε το σημείο με καθαρό νερό και έπειτα να αλείψουμε την αλοιφή μας».
Σε ό,τι αφορά τώρα, την περίοδο κατά την οποία οι μωβ μέδουσες θα παραμείνουν στα ελληνικά ύδατα κατά χιλιάδες άτομα, ο κ. Χιντήρογλου εκτιμά πως το φαινόμενο δε θα είναι μόνιμο. «Θα έχει διάρκεια 3-5 χρόνια. Εμείς, βρισκόμαστε στο δεύτερο έτος της έξαρσης», λέει συγκεκριμένα.
«Δε χρειάζεται πανικός και υστερία»
Σύμφωνα με τον ειδικό, τις μέδουσες αυτές θα τις δούμε στην επιφάνεια της θάλασσας, «στην οποία ανεβαίνουν με σπασμωδικές κινήσεις του κυκλικού μυϊκού συστήματός τους». Όπως επιπλέον εξηγεί, «πρόκειται για τον μεγαλύτερο ανταγωνιστή των ψαριών, καθώς όταν παρουσιάζουν πληθυσμιακές εξάρσεις, καταναλώνουν μαζικά ζωοπλαγκτόν, στερώντας του ουσιαστικά από τα ψάρια και μειώνοντας τον πληθυσμό τους».
Επιπλέον, ο καθηγητής περιγράφει πως σε συνέχεια της περυσινής συνθήκης, «το σπάνιο φαινόμενο με την εμφάνιση των aurelia aurita, ή αλλιώς μεδουσών του φεγγαριού, παραμένει έντονο στη θάλασσα του Θερμαϊκού». Πράγμα το οποίο, όπως λέει, «δεν είναι καθόλου συνηθισμένο, καθώς οι μέδουσες αυτές είναι παράξενο να εμφανίζονται από τον Μάιο στα νερά μας».
Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, ο καθηγητής του Τμήματος Βιολογίας του ΑΠΘ, συστήνει ψυχραιμία. Όπως χαρακτηριστικά τονίζει: «δε χρειάζεται πανικός και υστερία, απλώς πρέπει να δείξουμε λίγη περισσότερη προσοχή».
Δύσκολα γίνονται αντιληπτές, γιατί θεωρούνται από τις πιο επικίνδυνες στη Μεσόγειο
Ζωηρή ανησυχία προκαλεί η μωβ μέδουσα που κυκλοφορεί στις ελληνικές θάλασσες, τη στιγμή που είναι δύσκολο να γίνει άμεσα αντιληπτή από τους λουόμενους.
«Πολλές φορές τα νημάτιά τους επειδή είναι διάφανα δεν μπορεί να τις εντοπίσει ο κολυμβητής και για αυτόν τον λόγο έχουμε την επαφή στο σώμα και προκαλεί πόνο» σημείωσε στο Mega ο καθηγητής Θαλάσσιας Βιολογίας, Ωκεανογραφίας & Θαλάσσιων βιοεπιστημών Δρόσος Κουτσούμπας.
Αν και μικρή σε μέγεθος, ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι τα πλοκάμια της, που μπορεί να φτάνουν μέχρι και τα δέκα μέτρα.
«Είναι σαν διαφανής ομπρέλα με τα πλοκάμια τους που έχουν κνιδοκύτταρα με κνιδώδες υγρό το οποίο το έχουν προκειμένου να συλλάβουν τη λεία τους» συμπλήρωσε ο κ. Κουτσούμπας.
Θεωρείται από τα πιο επικίνδυνα είδη μεδουσών στη Μεσόγειο. Το τσίμπημά της ή ακόμα και μία απλή επαφή μπορεί να προκαλέσει πόνο, ναυτία, ταχυκαρδία, πτώση της αρτηριακής πίεσης, κεφαλαλγία, μέχρι και δύσπνοια.
Γύρω από την περιοχή του τσιμπήματος μπορεί να δημιουργηθούν φουσκάλες που ενδέχεται να κρατήσουν από λίγες μέρες μέχρι και μήνες.
Μεγάλη έξαρση του φαινομένου υπάρχει, σύμφωνα με τις τελευταίες καταγραφές, στον Αργοσαρωνικό, τη Λέσβο, την περιοχή του Νότιου Ευβοϊκού κόλπου, τη βόρεια Ελλάδα, το βόρειο Αιγαίο αλλά και στα νησιά του Ιονίου.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, η έκρηξη του πληθυσμού των μεδουσών που γίνεται τέτοια εποχή οφείλεται στην κλιματική αλλαγή και στην υπεραλίευση των θηρευτών.
Τι είναι η εφαρμογή i Naturalist;
Πρόκειται για ένα πρόγραμμα καταγραφής Μεδουσών στην Ελλάδα το οποίο κατά κύριο λόγο βασίζεται στην επιστήμη των πολιτών. Ξεκίνησε το 2018 από το Ελληνικό Παρατηρητήριο Βιοποικιλότητας. Μέχρι και το 2019 οι καταγραφές έμπαιναν σε μια ομάδα στο facebook που σχεδιάστηκε για αυτό το πρόγραμμα.
Σήμερα αυτή η βάση δεδομένων έχει μεταφερθεί πια στην εφαρμογή inaturalist με την καταγραφή στις ελληνικές να θάλασσες να συνεχίζεται.
Η χαρτογράφηση τους αποτελεί ένα πολύτιμο εργαλείο τόσο για επιστημονική παρατήρηση αλλά και για όλους όσους επιθυμούν να έχουν μια συγκεκριμένη εικόνα για την «επέλαση» των μεδουσών στις ελληνικές θάλασσες και όχι μόνο αφού υπάρχουν στοιχεία για όλη τη Μεσόγειο, τον Ατλαντικό και Ειρηνικό ωκεανό.