Η Κλινική-Διαιτολόγος-Διατροφολόγος με εξειδίκευση στα αυτοάνοσα και τη φλεγμονή και μετεκπαίδευση στη φυτοφαγία, Δέσποινα Μαρσέλου, μας δείχνει πώς η διατροφή μας μπορεί να μας βλάψει ή να μας προστατέψει από έναν από τους χειρότερους εχθρούς της υγείας μας, τον καρκίνο.
Οι ασθένειες εκεί έξω είναι πολλές. Ο καρκίνος, ωστόσο, για τους περισσότερους παραμένει η πιο τρομακτική και η πρόληψή του αποτελεί κύριο μέλημα για πολλούς. Με την εξέλιξη της επιστήμης και των φαρμάκων, σίγουρα πολλές περιπτώσεις καρκίνου έχουν εξαιρετική πρόγνωση και είναι ιάσιμες, με τις προληπτικές εξετάσεις να σώζουν ζωές. Μαζί με αυτές, όμως, μπορείτε να μειώσετε τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου μέσα από την καθημερινότητά σας. Σύμφωνα με το National Cancer Institute, περίπου το 80% όλων των καρκίνων οφείλονται σε αναγνωρισμένους παράγοντες, που σημαίνει ότι μπορούν δυνητικά να προληφθούν. Το 30% των καρκίνων οφείλεται στο κάπνισμα, ενώ περίπου το 35-50% οφείλεται στις τροφές, παράγοντες που είναι στο χέρι μας να ελέγξουμε.
Με λίγα λόγια να πούμε ότι ο καρκίνος ξεκινά ως ένα μη φυσιολογικό κύτταρο που ξεκινά να πολλαπλασιάζεται ανεξέλεγκτα. Ομάδες τέτοιων κυττάρων δημιουργούν όγκους που εισβάλλουν στον υγιή ιστό και συχνά εξαπλώνονται και σε άλλα σημεία του σώματος. Οι καρκινογόνες ουσίες προωθούν την ανάπτυξη τέτοιων κυττάρων και μπορεί να προέρχονται από τροφές, από τον αέρα ή ακόμη και από το σώμα μας. Οι περισσότερες καρκινογόνες ουσίες εξουδετερώνονται πριν προκαλέσουν ζημιά, κάποιες φορές, όμως, επιτίθενται στο γενετικό υλικό των κυττάρων, δηλαδή το DNA, και το μεταβάλλουν. Στο διάστημα μέχρι να αναπτυχθεί ένας όγκος, υπάρχουν οι αναστολείς, οι οποίοι εμποδίζουν τα κύτταρα από το να αναπτυχθούν. Κάποιες βιταμίνες σε φυτικές τροφές είναι γνωστές ως αναστολείς, ενώ από την άλλη τα κορεσμένα και τρανς λιπαρά θεωρείται ότι προωθούν την ταχεία ανάπτυξη των μη φυσιολογικών κυττάρων.
Οι φυτικές ίνες κατά του καρκίνου
Το 1970, ο βρετανός γιατρός Dennis Burkitt παρατήρησε ότι μια διατροφή πλούσια σε φυτικές ίνες μειώνει τις ασθένειες που εμφανίζονται στο πεπτικό. Παρατήρησε, επίσης ότι σε χώρες όπου στη διατροφή οι κάτοικοι περιλαμβάνουν πολλές φυτικές ίνες, παρατηρούνται λιγότερες περιπτώσεις καρκίνου του παχέος εντέρου. Η υψηλότερη κατανάλωση φυτικών ινών, μάλιστα, παρατηρείται σε μη βιομηχανοποιημένα κράτη όπου το κρέας δεν καταναλώνεται συχνά και οι φυτικές τροφές είναι ο κανόνας. Δυστυχώς, η δυτικού τύπου διατροφή πλούσια σε κρέας και επεξεργασμένα τρόφιμα, με πολύ χαμηλή κατανάλωση φυτικών ινών, παρουσιάζει του υψηλότερους δείκτες καρκίνου του παχέος εντέρου.
Αν και δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα τον τρόπο που οι φυτικές ίνες προστατεύουν ενάντια σε διαταραχές του πεπτικού, υπάρχουν πολλές εκδοχές. Εξ ορισμού, οι φυτικές ίνες δεν πέπτονται στον ανθρώπινο οργανισμό και μεταφέρουν την τροφή γρήγορα στο έντερο, βοηθώντας στη μείωση των καρκινογόνων ουσιών. Ταυτόχρονα μεταφέρουν νερό στο πεπτικό και δίνουν όγκο στα κόπρανα, ούτως ώστε οι καρκινογόνες ουσίες να διαλύονται. Τα οξέα της χολής εκκρίνονται και βοηθούν στην πέψη των λιπαρών κι εκεί τα βακτήρια μπορούν να μεταβάλλουν τα οξέα σε χημικά που προωθούν τον καρκίνο του παχέος εντέρου. Οι φυτικές ίνες, όμως, μπορούν να δεσμεύσουν αυτά τα οξέα και να τα αποβάλλουν από το έντερο.
Τα βακτήρια στο παχύ έντερο, επίσης, προκαλούν ζύμωση στις άπεπτες φυτικές ίνες και δημιουργούν ένα πιο όξινο περιβάλλον που μπορεί να κάνει τα χολικά οξέα λιγότερο τοξικά. Συν τοις άλλοις, οι φυτικές ίνες μας προστατεύουν και από άλλα είδη καρκίνου, με μελέτες να δείχνουν ότι ο καρκίνος του στομάχου και του μαστού είναι λιγότερο συχνοί στη διατροφή με υψηλή κατανάλωση φυτικών ινών. Οι φυτικές ίνες επηρεάζουν τα οιστρογόνα στον οργανισμό και χωρίς επάρκεια στην κατανάλωσή τους, τα οιστρογόνα μπορεί να απορροφηθούν ξανά από το έντερο στην κυκλοφορία του αίματος. Τα υψηλά επίπεδά τους έχουν σχετιστεί με μεγαλύτερο κίνδυνο καρκίνου του μαστού. Γι’ αυτό και όλοι οι ειδικοί συστήνουμε 30-40 γραμμάρια φυτικών ινών την ημέρα από ποικιλία φυτικών τροφών, όπως όσπρια, φρούτα, λαχανικά, ξηρούς καρπούς, σπόρους, όσο το δυνατόν ανεπεξέργαστα, με τη φλούδα και σε συνδυασμό με χαμηλή κατανάλωση λιπαρών.
Τα λιπαρά αυξάνουν τον κίνδυνο του καρκίνου
Μελέτες έχουν δείξει ότι οι πληθυσμοί με τα υψηλότερα επίπεδα της κατανάλωσης λιπαρών είναι αυτοί που παρουσιάζουν και τους υψηλότερους δείκτες θανάτου από καρκίνο του μαστού και του παχέος εντέρου. Οι χαμηλότεροι δείκτες παρατηρούνται σε ομάδες ανθρώπων που έχουν τη χαμηλότερη κατανάλωση λιπαρών. Μελέτες που αφορούν μετανάστες, μάλιστα, βοηθούν στο να αποκλειστεί ο παράγοντας γενετικής. Πολλές μελέτες επίσης δείχνουν ότι τα λιπαρά στη διατροφή αφενός αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου, αφετέρου μπορεί να επηρεάσουν αρνητικά τους δείκτες επιβίωσης σε όσους πάσχουν ήδη από καρκίνο.
Αν και η συνολική ποσότητα λιπαρών που καταναλώνει κάποιος παίζει ρόλο, υπάρχουν αποδείξεις ότι το ζωικό λίπος είναι πολύ πιο βλαβερό από τα φυτικά λίπη. Μια μελέτη, μάλιστα, παρουσίασε 200% αύξηση στην πιθανότητα καρκίνου του μαστού μεταξύ αυτών που καταναλώνουν μοσχάρι ή χοιρινό 5-6 φορές την εβδομάδα. Η Dr. Sheila Bingham, διακεκριμένη ερευνήτρια στο θέμα του καρκίνου από το Πανεπιστήμιο του Cambridge υπογραμμίζει ότι το κρέας σχετίζεται με τον καρκίνο στο παχύ έντερο περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο παράγοντα. Το κρέας και το γάλα σχετίζονται επίσης με καρκίνο του προστάτη και των ωοθηκών.
Πώς τα λιπαρά αυξάνουν τον κίνδυνο καρκίνου
Τα λιπαρά επιδρούν με διάφορους τρόπους στον οργανισμό. Αυξάνουν την παραγωγή ορμονών που αυξάνει τον κίνδυνο καρκίνου του μαστού, ενώ διεγείρουν και την παραγωγή χολικών οξέων που σχετίζονται με τον καρκίνο του παχέος εντέρου, κάτι που πρέπει να μας ανησυχεί όταν, για παράδειγμα η μέση διατροφή στις Ηνωμένες Πολιτείες αποτελείται από 37% λιπαρά. Σύμφωνα με έρευνες, η πρόσληψη λιπαρών πρέπει να είναι κάτω του 30% για να υπάρχει αντικαρκινική δράση, με επιθυμητό το 10-15%, ως ποσοστό επί της καθημερινής διατροφής.
Η σημασία των λαχανικών
Τα λαχανικά δεν είναι μόνο χαμηλά σε λιπαρά και πλούσια σε φυτικές ίνες, αλλά ταυτόχρονα έχουν αντικαρκινικές ουσίες που ενισχύουν την προστασία μας. Τα καροτενοειδή, δηλαδή η χρωστική που δίνει στα φρούτα και τα λαχανικά το χρώμα τους, βοηθά στην πρόληψη του καρκίνου, ενώ και η βήτα-καροτίνη στα πράσινα φυλλώδη λαχανικά και τα λαχανικά κίτρινου/πορτοκαλί χρώματος παρουσιάζει δράση κατά του καρκίνου των πνευμόνων και μπορεί να συμβάλλει στην πρόληψη καρκίνου της ουροδόχου κύστης, της στοματικής κοιλότητας, του οισοφάγου, του στήθους, του λάρυγγα κ.ά. Λαχανικά όπως το λάχανο, το μπρόκολο, η λαχανίδα, το παστινάκι, το κουνουπίδι και τα λαχανάκια Βρυξελλών περιέχουν φλαβόνες και ινδόλες που θεωρείται ότι έχουν αντικαρκινικές ιδιότητες. Η βιταμίνη C στα εσπεριδοειδή και άλλα φρούτα και λαχανικά μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο για καρκίνους του οισοφάγου και του στομάχου. Δρα ως αντιοξειδωτικό, εξουδετερώνοντας χημικά που προκαλούν καρκίνο και μπορεί να σχηματίζονται στον οργανισμό, ενώ μπλοκάρει τη μετατροπή των νιτρικών σε νιτροζαμίνες στο στομάχι οι οποίες συνδέονται με καρκίνο. Το σελήνιο που βρίσκουμε στην ολική άλεση έχει την ίδια αντιοξειδωτική δράση με τη βιταμίνη C και τη βήτα-καροτίνη, ενώ η βιταμίνη Ε έχει κι αυτή παρόμοια δράση. Χρειάζεται, όμως, προσοχή στα συμπληρώματα σεληνίου, καθώς σε μεγάλες δόσεις είναι τοξικό.
Αλκοόλ
Οι τελευταίες έρευνες πλέον μιλούν για πλήρη αποφυγή του αλκοόλ όσον αφορά την πρόληψη του καρκίνου. Η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ, μάλιστα, (δηλαδή 2 με 3 μονάδες αλκοόλ ημερησίως) μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο καρκίνου του μαστού, της στοματικής κοιλότητας, του φάρυγγα, του οισοφάγου, του στομάχου, του ήπατος, του παχέος εντέρου και όταν συνδυάζεται με κάπνισμα, ο κίνδυνος εκτοξεύεται.
Η φυτοφαγία είναι ο καλύτερος τρόπος πρόληψης
Όλες οι έρευνες δείχνουν ότι μια διατροφή με χαμηλά λιπαρά και πολλές φυτικές ίνες από ποικιλία φρούτων, λαχανικών, ολικής άλεσης, οσπρίων, θεωρείται η καλύτερη στην πρόληψη του καρκίνου. Εύλογα, οι vegan που ακολουθούν τέτοιου είδους διατροφή παρουσιάζουν τον χαμηλότερο δείκτη κινδύνου για καρκίνο και όσοι ακολουθούν plant-based διατροφή παρουσιάζουν περίπου 50% χαμηλότερο κίνδυνο σε σχέση με όσους καταναλώνουν κρέας. Οι χορτοφάγοι έχουν υψηλά επίπεδα βήτα καροτίνης στο αίμα και παρουσιάζουν πιο ισχυρό ανοσοποιητικό, με γερμανούς ερευνητές να ανακαλύπτουν ότι έχουν σχεδόν διπλάσια δραστηριότητα των κυττάρων-φυσικών δολοφόνων σε σχέση με όσους καταναλώνουν κρέας -τα κύτταρα αυτά είναι ουσιαστικά λευκά αιμοσφαίρια που επιτίθενται και εξουδετερώνουν τα καρκινικά κύτταρα. Συν τοις άλλοις, οι χορτοφάγοι καταναλώνουν περισσότερα προϊόντα σόγιας σε σχέση με τους κρεατοφάγους, τα οποία περιέχουν πολλές ουσίες με αντικαρκινική δράση, συμπεριλαμβανομένων των λιγνάνων και των φυτοοιστρογόνων. Μια διατροφή πλούσια σε σόγια (όχι σε επεξεργασμένα προϊόντα αυτής), μπορεί να είναι και η αιτία που ο καρκίνος του μαστού παρουσιάζει χαμηλότερα ποσοστά εμφάνισης στην Ασία.
Ο δρόμος, λοιπόν, για την πρόληψη του καρκίνου μοιάζει μονόδρομος και δείχνει μια διατροφή πλούσια σε φυτικές ίνες, χαμηλά λιπαρά, χωρίς ζωικά λίπη και αλκοόλ. Ξεκινήστε με μικρές μεταβάσεις, αποφεύγοντας τα ζωικά λιπαρά, για ένα πιο φυσικό μοντέλο ζωής και διατροφής που θα δρα προστατευτικά ως προς την υγεία σας.
getactive