Ανακινήθηκε η συζήτηση για το πολιτιστικό κέντρο με αφορμή τις προγραμματικές συμβάσεις και την μελέτη για το έργο που κατά τα φαινόμενα θα πάρει σάρκα και οστά. Σε συνέχεια της προηγούμενης αρθρογραφίας μου επανέρχομαι στο θέμα και επαναφέρω το μείζον κατ’ εμέ ζήτημα, αυτό της χρηστικότητας ενός κτιρίου, που τόσο ανάγκη το έχει η πόλη, αλλά και των σύγχρονων πολιτιστικών αναγκών που είναι πάντα παρούσες, ίδιες στον πυρήνα τους αλλά διαφορετικές στον χωροχρονισμό τους.(Τονίζω εκ των προτέρων ότι δε γνωρίζω τις λεπτομέρειες της μελέτης).
Κανείς δεν αμφιβάλλει ότι η απουσία ενός κεντρικού σημείου αναφοράς για τα δρώμενα είναι ηχηρή και κοστίζει. Φρενάρει τη ροή των ιδεών και στενεύει τη λεωφόρο του μέλλοντος. Από την διαπιστωτική αυτή ομολογία όμως οδηγείται κανείς εύκολα στο να διατυμπανίζει με αγωνιστική νοοτροπία την επιτακτική ανάγκη για την -εδώ και τώρα- ανέγερση ενός κέντρου, δίχως να λογαριάζει πριν από όλα τις απαιτήσεις της εποχής και κυρίως την γονιμότητα της πόλης και τα συστατικά του υπεδάφους στον πολιτιστικό τομέα. Εδώ δεν ισχύει το ρητό ”να βάλουμε ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι μας”, δε θα στεγάσουμε ούτε τους ευσεβείς μας πόθους, ούτε θα χαριεντιστούμε κόβοντας κορδέλες εγκαινίων, δε θα καμαρώσουμε την πρώτη συναυλία με το καλό μας κοστούμι, ούτε θα συντρέξουμε για έναν κοινό εκκλησιασμό εκεί μέσα.
Το αίτημα για ένα ”μέγαρο” για ένα κτίριο παλαιάς κοπής, για μια μεγάλη αίθουσα εκδηλώσεων, εμπεριέχει κινδύνους, ορατούς σε αντίστοιχα αρχιτεκτονικά εγχειρήματα του παρελθόντος.
Όχι λοιπόν για ακόμα μια φορά σε μη κινητικά κτίρια, σε εγκαταστάσεις που δε σωματοποιούν την εμπειρία για τον επισκέπτη. Όχι σε σάλες εντυπωσιασμού και κρύες αίθουσες που είναι μη διαχειρίσιμες οικονομικά. Όχι σε πολυδάπανες κατασκευές που θα χρησιμοποιούνται πέντε φορές το χρόνο. Όλα αυτά δεν συμβαδίζουν με το έργο που λέγεται πολιτιστική παραγωγή γιατί θα ικανοποιήσουν το θυμικό , η ευκαιρία θα πάει όμως χαμένη.
Ναι σε μια δυναμική μελέτη που θα αγκαλιάζει όλες τις ηλικιακές ομάδες και θα εγκολπώνει σε αίθουσες πολλαπλών χρήσεων, ευμετάβλητες και ευπροσάρμοστες, δράσεις καθημερινές για επαγγελματίες και ερασιτέχνες, για ομάδες και συλλόγους, για μεγάλες παραγωγές αν υπάρχει η δυνατότητα. Ναι σε μια κοιτίδα, σε έναν τόπο τεχνών που θα συνομιλεί με την πόλη, που θα αφουγκράζεται και θα προτείνει μέσα από έναν διαχειριστικό φορέα – ομάδα με ανθρώπους που έχουν την απαραίτητη τεχνογνωσία. Ναι σε ένα σημείο συνάντησης που θα γονιμοποιεί τις αντιθέσεις μας μέσα από συμμετοχικές διαδικασίες. Ναι σε έναν φιλόξενο χώρο για ανθρώπους του πνεύματος από όλα τα σημεία της χώρας αλλά και το εξωτερικό για μια νέα επικοινωνιακή εποχή για την πόλη που έχει βυθιστεί στον εαυτό της και τρώει τις σάρκες της. Σε έναν χώρο που στηρίζει την πολιτική του βιβλίου, τους νέους μουσικούς, τις θεατρικές ομάδες, που φιλοξενεί γιατί όχι αθλητικές δραστηριότητες μέσα από σύγχρονες εγκαταστάσεις, σε έναν χώρο που θεσπίζει ανά τακτά χρονικά διαστήματα φεστιβάλ ποικίλου περιεχομένου, σε έναν χώρο που θα γίνει πνεύμονας διαρκείας και όχι σινεμά πολιτιστικών στιγμιοτύπων.
Ναι τελικά σε μια μελέτη που θα εναρμονίζεται με τις διεθνείς πολιτιστικές τάσεις που ενισχύουν την καινοτομία, τις νέες τεχνολογίες και έχουν επενδύσει στην εξωστρέφεια και στους νέους καλλιτέχνες. Για συγκεκριμένες και αναλυτικότερες προτάσεις επιφυλάσσομαι. Εδώ είμαστε.
Ας μην φανούμε όμως ξανά υπερφίαλοι και ας σεβαστούμε τη νέα γενιά και τα οράματά της.
Από αυτήν δανειζόμαστε το μέλλον.