Το κυτταρικό προϊόν που μεταμοσχεύθηκε κατά την κλινική δοκιμή STEM PD αναπτύχθηκε από Σουηδούς επιστήμονες και τώρα δοκιμάζεται σε ασθενείς για πρώτη φορά
Στις 13 Φεβρουαρίου, ένα άτομο με νόσο του Πάρκινσον υποβλήθηκε σε μια μεταμόσχευση νευρικών κυττάρων που προέρχονται από βλαστοκύτταρα, στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Skåne, στη Σουηδία.
Το προϊόν που αναπτύχθηκε από το Πανεπιστήμιο Lund και που τώρα δοκιμάζεται σε ασθενείς για πρώτη φορά, παράγεται από εμβρυϊκά βλαστοκύτταρα και λειτουργεί για να αντικαταστήσει τους ντοπαμινεργικούς νευρώνες που χάνονται στον παρκινσονικό εγκέφαλο με υγιείς που παράγονται από βλαστοκύτταρα.
Ο ασθενής που έλαβε το μόσχευμα ήταν ο πρώτος από τους οκτώ με νόσο του Πάρκινσον που θα υποβληθούν συνολικά σε μεταμόσχευση.
Οι οκτώ ασθενείς από τη Σουηδία και το Ην. Βασίλειο που συμμετέχουν στην κλινική δοκιμή διαγνώστηκαν με Πάρκινσον πριν από τουλάχιστον 10 χρόνια και βρίσκονται σε μέτριο στάδιο της νόσου.
Οι ερευνητές θα τους παρακολουθούν στενά και θα αξιολογούν την κυτταρική επιβίωση και τις πιθανές επιπτώσεις του μοσχεύματος τα επόμενα χρόνια.
Πρόκειται για μια διαδικασία-ορόσημο στον δρόμο προς μια κυτταρική θεραπεία που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη θεραπεία ασθενών με νόσο του Πάρκινσον.
Το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Skåne, όπου πραγματοποιήθηκε η μεταμόσχευση έχει μακρά παράδοση σε αυτό το είδος χειρουργικής επέμβασης. Μάλιστα, το χειρουργικό όργανο που χρησιμοποιήθηκε στην τρέχουσα δοκιμή αναπτύχθηκε από το πανεπιστημιακό νοσοκομείο για μεταμόσχευση κυττάρων ήδη από τη δεκαετία του 1980.
«Η περιοχή του εγκεφάλου στην οποία μεταμοσχεύονται τα κύτταρα σε αυτή τη δοκιμή μπορεί να είναι τόσο στενή όσο 4 χιλιοστά.
Το χειρουργικό όργανο στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Skåne έχει πολύ υψηλό επίπεδο ακρίβειας και μας βοηθούν πολύ οι σύγχρονες τεχνικές απεικόνισης», δήλωσε ο νευροχειρουργός Hjálmar Bjartmarz, ο οποίος πραγματοποίησε τη χειρουργική επέμβαση της μεταμόσχευσης.
Η μεταμόσχευση ολοκληρώθηκε σωστά όπως είχε προγραμματιστεί και η σωστή θέση του κυτταρικού μοσχεύματος επιβεβαιώθηκε με μαγνητική τομογραφία.
Ο ασθενής έχει πάρει εξιτήριο από το νοσοκομείο και οι αξιολογήσεις θα πραγματοποιηθούν σύμφωνα με το πρωτόκολλο της μελέτης », λέει η Gesine Paul- Visse, επικεφαλής ερευνήτρια της κλινικής δοκιμής STEM-PD, σύμβουλος νευρολόγος στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Skåne και επίκουρη καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Lund στη Σουηδία.
Υπάρχουν περίπου οκτώ εκατομμύρια άνθρωποι που ζουν με τη νόσο του Πάρκινσον παγκοσμίως που είναι μια ασθένεια που περιλαμβάνει απώλεια ντοπαμινεργικών νευρώνων βαθιά στον εγκέφαλο και που προκαλεί προβλήματα στον έλεγχο της κίνησης.
Η τυπική θεραπεία στηρίζεται σε φάρμακα που αντικαθιστούν τη χαμένη ντοπαμίνη, αλλά με την πάροδο του χρόνου αυτά τα φάρμακα συχνά γίνονται λιγότερο αποτελεσματικά και προκαλούν παρενέργειες.
Μέχρι σήμερα, δεν υπάρχουν θεραπείες που να μπορούν να επιδιορθώσουν τις κατεστραμμένες δομές μέσα στον εγκέφαλο ή να αντικαταστήσουν τα νευρικά κύτταρα που έχουν χαθεί.
Το κυτταρικό προϊόν που χρησιμοποιείται στη δοκιμή έχει περάσει από αυστηρές προκλινικές δοκιμές, για να πληροί τα πρότυπα ποιότητας του Σουηδικού Οργανισμού Ιατρικών Προϊόντων. Μετά τη μεταμόσχευση, τα κύτταρα αναμένεται να ωριμάσουν σε νέα και υγιή νευρικά κύτταρα που παράγουν ντοπαμίνη στον εγκέφαλο.
«Με αυτή τη δοκιμή ελπίζουμε να αποδείξουμε ότι το κυτταρικό προϊόν λειτουργεί όπως αναμένεται στους ασθενείς. Με την πάροδο του χρόνου, αυτό δημιουργεί την ευκαιρία να βοηθήσουμε πολλά περισσότερα άτομα με Πάρκινσον στο μέλλον», προσθέτει η Malin Parmar, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Lund, η οποία διευθύνει την ομάδα STEM-PD σε στενή συνεργασία με συναδέλφους στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Skåne, στο Πανεπιστήμιο του Cambridge, στο Cambridge University Hospitals NHS Foundation Trust και στο Imperial College του Λονδίνου.
«Απαιτούνται περαιτέρω μελέτες για να μεταφερθεί το STEM-PD από αυτή την πρώτη δοκιμή σε μια παγκόσμια θεραπεία, και ως εκ τούτου βρισκόμαστε σε στενή συνεργασία με τη φαρμακευτική εταιρεία Novo Nordisk A/S.
Η συνεισφορά τους στη μελέτη, καθώς και η επιχειρησιακή και κανονιστική καθοδήγηση, ήταν θεμελιωδώς σημαντικές για την έναρξη αυτής της πρώτης μελέτης σε ανθρώπους και προσβλέπουμε σε μελλοντικές συνεργασίες».