Αποτελεί το πιο συνηθισμένο λάθος των Ελλήνων οδηγών, το οποίο μπορεί να μας βάλει σε μπελάδες καθώς πέρα από το γεγονός αυξάνει τον κίνδυνο ατυχήματος είναι πολύ πιθανόν να μας κοστίσει πολύ ακριβά.
Είναι κάτι που επαναλαμβάνεται «άπειρες» φορές από τους εκπαιδευτές οδήγησης κατά τη διάρκεια των θεωρητικών αλλά και των πρακτικών οχημάτων και ως παράβλεψη είναι από μόνο του λόγος για να κοπεί ο υποψήφιος οδηγός κατά τη διάρκεια της πρακτικής εξέτασης.
Ο λόγος γίνεται για τον τρόπο που πρέπει να αντιμετωπίζει ένας οδηγός την πινακίδα «STOP» κάθε φορά που τη βρίσκει στον δρόμο του καθώς η προσέγγιση θα πρέπει να γίνεται πάντα με ακριβώς τον ίδιο τρόπο, ο οποίος έχει κοινά σημεία με τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε και τον ερυθρό σηματοδότη.
Τόσο ο ερυθρός σηματοδότης όσο και η πινακίδα «STOP», σημαίνουν υποχρεωτική διακοπή πορείας για τους οδηγούς των οχημάτων. Ενώ όμως στο κόκκινο φανάρι οι οδηγοί σταματούν εντελώς το όχημά τους, όπως άλλωστε οφείλουν, δεν κάνουν το ίδιο και σε σήμανση Stop με τον ΚΟΚ να τους υποχρεώνει και στις δύο περιπτώσεις σε πλήρη ακινητοποίηση.
Στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, οι οδηγοί προσπαθούν να περάσουν το Stop «ρολαριστοί», χωρίς δηλαδή να ακινητοποιηθούν εντελώς. Αυτό, εκτός από παράνομο, μπορεί να στοιχίσει πολύ ακριβά στους ίδιους αλλά και στους άλλους χρήστες του δρόμου με πρόκληση τροχαίου ατυχήματος ακόμη και αν δεν υπάρξει επαφή με το άλλο όχημα ή τον ευάλωτο χρήστη.
Εκτός από το γράμμα του νόμου που το επιβάλλει, ένας από τους βασικούς λόγους που πρέπει να ακινητοποιούμε πάντα το όχημα που οδηγούμε όταν έχουμε μπροστά μας πινακίδα STOP, στο ύψος που βρίσκεται αυτή, είναι για να δείξουμε και στους άλλους χρήστες του δρόμου που έχουν προτεραιότητα ότι έχουμε αντιληφθεί την ύπαρξή της πινακίδας και ότι παραχωρούμε συνειδητά προτεραιότητα.
Έπειτα από την πλήρη ακινητοποίηση του οχήματος πριν από την πινακίδα πρέπει να κινηθούμε πολύ προσεκτικά για να διασχίσουμε ή να στρίψουμε στο δρόμο που βρίσκεται μπροστά μας, ειδικά αν έχουμε περιορισμένη ορατότητα από την κατεύθυνση που έρχονται τα οχήματα με προτεραιότητα.
Σε αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή δεν ακινητοποιήσουμε εντελώς το όχημα μας και έπειτα ξεκινήσουμε πάλι πολύ προσεκτικά και σταδιακά όπως προβλέπει ο ΚΟΚ, ο κίνδυνος να τρομάξουμε τον οδηγό του οχήματος που έχει προτεραιότητα είναι μεγάλος.
Η αντίδραση μάλιστα του άλλου οδηγού μπορεί να οδηγήσει ακόμη και σε ατύχημα (ενστικτώδης ελιγμός από φόβο ή απότομο φρενάρισμα) με δική μας υπαιτιότητα, ειδικά αν πρόκειται για μηχανοκίνητο δίκυκλο, μοτοποδήλατο, ποδήλατο ή πατίνι.
Το παραπάνω άλλωστε είναι κάτι που το μαθαίνουν πολύ καλά όλοι οι υποψήφιοι οδηγοί που πραγματοποιούν θεωρητικά και πρακτικά μαθήματα και είναι και μια ενέργεια που περιμένουν και οι εξεταστές κατά τη διάρκεια του πρακτικού σκέλους των εξετάσεων.
Αν ο εξεταζόμενος παραλείψει να ακινητοποιήσει πλήρως το όχημα σε κάθε σήμανση Stop που θα βρει μπροστά του οι εξεταστές θα τον κόψουν από την πρώτη κιόλας αποτυχημένη προσπάθεια χωρίς δεύτερη κουβέντα.
Σε κάθε περίπτωση πάντως και ο οδηγός που κινείται σε δρόμο με προτεραιότητα πρέπει να βρίσκεται πάντα σε εγρήγορση, να οδηγεί με σύνεση και να μειώνει την ταχύτητά πολύ κάτω από το μέγιστο όριο ταχύτητας, ειδικά αν κινείται σε κατοικημένες περιοχές με στενούς δρόμους.
Εκτός από πινακίδα, η λέξη «STOP» μπορεί να αναγράφεται και πάνω στο οδόστρωμα ενημερώνοντας τον οδηγό ότι πρέπει να διακόψει την πορεία του πριν από την συνεχόμενη λευκή προειδοποιητική γραμμή που ακολουθεί της σήμανσης και βρίσκεται αμέσως μετά από αυτή, συνήθως σε όλο το πλάτος του δρόμου.
Η υψηλή επικινδυνότητα της παραβίασης του Stop είναι και ο λόγος της αντίστοιχης αυστηρότητας που επιδεικνύει ο ΚΟΚ, ο οποίος προβλέπει πρόστιμο ύψους 700 ευρώ και ταυτόχρονη αφαίρεση άδειας οδήγησης αλλά και των πινακίδων κυκλοφορίας του οχήματος για 20 ημέρες, συν εννέα βαθμούς ποινής.
carandmotor