Πριν γίνει ιστορικό σύμβολο, το τσαρούχι ήταν το πιο διαδεδομένο υπόδημα των χωρικών της ηπειρωτικής Ελλάδας. Από πού προήλθε και ποια είναι η ιστορία του;
Το τσαρούχι είναι ένα ελαφρύ, δερμάτινο υπόδημα το οποίο φορούσαν οι χωρικοί στην ηπειρωτική Ελλάδα αλλά και σε άλλες ορεινές περιοχές στα Βαλκάνια και την Τουρκία μέχρι τον 19ο – αρχές του 20ου αιώνα.
Η λέξη προέρχεται από το τουρκικό «τσαρίκ» (carik). Κατασκευαζόταν από ακατέργαστο ή κατεργασμένο δέρμα από τέσσερα συνήθως τεμάχια την «πατωσιά» (ή σόλα) τα δύο πλάγια και στην άκρη του τη «μύτη» σε διάφορες παραλλαγές, άλλοτε γυμνή και γυρισμένη προς τα πάνω είτε καλυμμένη με πλούσια, μάλλινη φούντα, η οποία ήταν συνήθως μαύρη για τους άνδρες και τις γυναίκες είτε πολύχρωμη για τα παιδιά. Το δέρμα από το οποίο κατασκευάζονταν ήταν το λεγόμενο «τελατίνι» χρώματος ερυθρού.
Τα τσαρούχια καθημερινής χρήσης ήταν απλά χωρίς στολίδια, ενώ τα πλουσιότερα είχαν κορδόνια και πούλιες.
Τα τσαρούχια ήταν δύο ειδών:
Τα γιαννιώτικα ή ραφτά και τα σαρακατσάνικα ή καρφωτά.
Αρχικά ο τσαγκάρης έκοβε τα δέρματα σε μακρόστενα κομμάτια τις φασκιές και κατόπιν τα σημάδευε με τα στάμπα και έκοβε με το κοπίδι. Πρόσεχε πολύ να είναι το δέρμα λείο και άψογο, να μη έχει καμιά κοψιά και το τσαρούχι είναι ελαττωματικό. Μετά το κόψιμο τα χτυπούσαν με το μιστά για να ξεχειλώσουν. Η διαδικασία της συναρμολόγησης των διαφόρων μερών του τσαρουχιού διέφερε από τα ραφτά τσαρούχια στα καρφωτά.
Ο τσαγκάρης για τα ραφτά ακολουθούσε τις εξής εργασίες:
i. Τσιάτισμα, ήταν το ράψιμο των δύο ψιδιών μεταξύ τους.
ii. Κάρφωμα, ήταν η ένωση των δύο ψιδιών με την φτέρνα .
iii. Περβάζωμα και το ντγέλωμα, ήταν η τοποθέτηση στο άνοιγμα του τσαρουχιού μιας μαύρης διακοσμητικής λουρίδας.
iv. Πέτσωμα, ήταν και η δυσκολότερη εργασία γιατί έπρεπε να ράψουν το πάτο του τσαρουχιού με τα ψίδια και την φτέρνα γι’ αυτό και το έκανε μόνο ο μάστορας.
v. Καλαπόδιασμα, ήταν η εργασία που γινόταν μετά το πέτσωμα όπου ο μάστορας έβαζε το υπόδημα στο καλαπόδι για να στρώσει.
vi. ράψιμο της μύτης, απαιτούσε με μεγάλη προσοχή.
vii. πέρασμα της φούντας, γινόταν μαζί με το ράψιμο της μύτης και στη συνέχεια την κούρευαν.
Η διαδικασία για τα σαρακατσάνικα τσαρούχια είναι ίδια ως το περβάζωμα και το ντγέλωμα.
Στην συνέχεια ο μάστορας έπαιρνε ένα καλαπόδι έβαζε έναν πάτο κάτω από το καλαπόδι και στην συνέχεια έραβε το φόντι με ειδικά καρφιά τα οποία ήταν κατάλληλα για αυτήν την δουλειά.
Εδώ να σημειώσουμε ότι όταν έβγαζαν τα καρφιά από το πέλμα κάτω δεν τα πετούσαν αλλά τα ίσιωναν και τα ξανά χρησιμοποιούσαν.
Μετά έραβαν την πόχα με τον δερμάτινο πάτο και έβγαζαν τα μονταριστικά καρφιά. Κατόπιν περνούσαν βάρδαλο το οποίο στερέωναν με ξυλόπροκες γέμιζαν το κενό με διάφορα κομμάτια από δέρμα το ίσιωναν και στην συνέχεια έραβαν την μύτη του τσαρουχιού όπου θα δεθεί η φούντα. Τέλος περνούσαν την σόλα, το τακούνι και φούντα και πριν παραδοθεί γινόταν και το κούρεμα φούντας.
Στα παιδικά τσαρούχια τα διάφορα κεντήματα που είχαν στο πάνω μέρος με πούλιες και χρυσό-κλωστές πολλές φορές τα έκαναν γυναίκες στα σπίτια του
ΤΣΑΡΟΥΧΙΑ ΠΡΟΕΔΡΙΚΗΣ ΦΡΟΥΡΑΣ: Τα τσαρούχια της φωτογραφίας είναι κατασκευής πριν το 1960. Στη στρατιωτική ορολογία, το τσαρούχι που φέρουν οι εύζωνες (τσολιάδες) ονομάζεται «ταρρούχιον». Αυτά που χρησιμοποιούνται στις μέρες μας στην Προεδρική Φρουρά φέρουν επίσης στο κάτω μέρος τους περίπου 50 καρφιά το καθένα. Τα καρφιά αυτά είναι υπεύθυνα για τον χαρακτηριστικό ήχο που παράγουν τα τσαρούχια κατά τη διάρκεια ευζωνικών παρελάσεων. Ως συνεπακόλουθο, τα καρφιά αυτά αυξάνουν αρκετά το βάρος του τσαρουχιού, το οποίο μπορεί να φτάσει και τα τρία κιλά το καθένα. © Μουσείο Υποδημάτων
Τα τσαρούχια της φωτογραφίας είναι ραμμένα στο χέρι από τον Αλέκο Αρλέτο, που ήταν ο τελευταίος μεγάλος από τους «τσαρουχάδες». Τα τσαρούχια είναι χειροποίητα υποδήματα, από δέρμα μοσχαριού κυρίως, ώστε να είναι πολύ ανθεκτικά. Φτιάχνονται σε δύο χρώματα- μαύρο, το οποίο συνήθως προτιμούσαν όσοι φόραγαν βράκα, την «μπουραζάνα» και βαθύ κόκκινο για εκείνους που είχαν φουστανέλα. Τα «καρφωτά» τσαρούχια, ήταν τα «επίσημα» τα φορούσαν στις γιορτές και πανηγύρια. Τα καθημερινά τσαρούχια ήταν τα «ραφτά», δηλαδή η σόλα τους έχει καρίνα. Η κατασκευή τους διαρκούσε τουλάχιστον τριών ημερών, αρχικά κόβονται τα δέρματα, σύμφωνα με το σχέδιο, και στη συνέχεια τα εφαρμόζεις πάνω σε ειδικά καλούπια» . Τα τσαρούχια ήταν διακοσμημένα με κεντήματα επάνω στο δέρμα, τα οποία σχέδια διάλεγε ο πελάτης αφού γίνουν οι ραφές, σχεδιάζονταν με ένα μολύβι και στη συνέχεια γίνονται σε μηχανή πλάκας. Στο τελείωμά τους, πάντα προστίθεται ένα σιρίτι από λουστρίν για να γίνουν πιο κομψά. Η σόλα δεν είναι επίπεδη, αλλά έχει κλίση προς τα πάνω για να βοηθάει στο καλύτερο περπάτημα μέσα στα μονοπάτια και τους άλλοτε χωματόδρομους στα χωριά. Επίσης η φούντα, δεν αποτελεί διακοσμητικό στοιχείο αλλά χρηστικό. Τις βροχερές μέρες, στα χωράφια ή στα καλντερίμια υπήρχε υγρασία στα χορτάρια και για να μην μπαίνει στο πόδι, τη μάζευε η φούντα. Η φούντα αποτελείται από μαλλί και ακρυλικό, εφαρμόζεται δε στο τσαρούχι με μικρά σύρματα, τα οποία μοιάζουν με ελατήρια, ώστε να είναι καλά στερεωμένη και να μην φεύγει. © Μουσείο Υποδημάτων
Γουρουνοτσάρουχο από ακατέργαστο γουρουνίσιο δέρμα από Καστανιά Καρδίτσας του 1900. Φορέθηκαν από τον Ιωάννη Γούλα. Το πιο πρόχειρο και φτηνό πατούμενο ήταν εκείνη την εποχή το τσαρούχι από ρόδες αυτοκινήτων. Τις ρόδες τις προμηθεύονταν από την Αθήνα ή από τις γύρω μεγάλες πόλεις. Τις κρεμάγανε συνήθως σε μεγάλα δέντρα στην πλατεία και αφού κόβανε σε μια μεριά την ρόδα, την μία άκρη την καρφώναμε με μια 45 πρόκα στον κορμό του δένδρου. Μετά με τανάλιες ειδικές που τα χερούλια τους ήταν μακρόστενα, αρχίζανε να τραβάνε την ρόδα για να ξεχωρίσουν το από μέσα μέρος της ρόδας από το απόξω. Στο από μέσα μέρος ήταν τα λινά και στο απόξω τα τακούνια. Ήθελε υπομονή, μαεστρία και δύναμη. Το κάθε κομμάτι από ρόδα είχε την δική του ονομασία και χρήση. Οι «Πάντες» ήταν από ρόδα Ι.Χ. αυτοκινήτου, το «Κέντρο» από φορτηγού, τα «Φίνα» από μικρή ρόδα, και τα «Λινά» από μικρή ρόδα και αυτά λεπτά και ελαφρότερα. Τα μέτρα τα περνάνε κατευθείαν από το πόδι του πελάτη, επάνω σε ένα χαρτόνι με το μολύβι σχημάτιζαν το περίγραμμα της πατούσας του και αυτό ήταν το μέτρημα για το τσαρούχι. Με το σουγλί κάνανε την τρύπα και εκεί ράβανε μόνο το μπροστινό μέρος με δέρμα, επάνω στη ρόδα έτσι που να χωράει το κουτουπιέ του ποδαριού, στο πίσω μέρος ράβανε μία λουρίδα από πετσί για να κρατάει το τσαρούχι. Με λίγα λόγια, τα δάκτυλα, το μπροστινό μέρος του ποδιού και η πατούσα ήταν προφυλαγμένα ενώ η φτέρνες ακάλυπτες, γυμνές και πληγώνονταν εύκολα από αγκάθια και κοφτερές ακονόπετρες. Τα τσαρούχια από «πάντες» στοίχιζαν περίπου 15 με 20 δραχμές και από «κέντρα» 25 με 30 δραχμές. © Μουσείο Υποδημάτων
Τσαρούχια γυναικεία Γιαννιώτικου τύπου του 1940. Δερμάτινα κόκκινα τσαρούχια με μαύρες φούντες. Τα κατασκεύαζαν οι τσαρουχάδες. Όλη η εργασία γίνεται στο χέρι. Ένα υπόδημα πραγματικά χειροποίητο. Στην Ήπειρο έξω σε όλα τα χωριά φορούσαν οι άντρες τσαρούχια και στα περισσότερα ηπειρωτικά χωριά και οι γυναίκες π.χ. Ζίτσα, στα χωριά του Σουλίου, τα χωριά του Μαλακασίου δηλαδή Συρράκο, Καλαρρύτες κ.λπ. Το δέρμα γινόταν στα Γιάννινα, στα γνωστά γιαννιώτικα βυρσοδεψεία από δέρματα κυρίως βοδιών. Μετά την επεξεργασία που έκαναν οι βυρσοδέψοι, οι «ταμπάκοι», στα δέρματα αυτά στην άκρη της λίμνης (με ξύσιμο κ.λπ.) τα βάφανε κόκκινα και ονομάζανε αυτό το δέρμα «τελετίνι». Το δέρμα έτοιμο το φτιάχναν οι τσαρουχάδες πλέον σε διάφορα μεγέθη τσαρούχια. Τα ανδρικά εκτός από τη φούντα που είχαν μεγαλύτερη από τα γυναικεία τα «πέτσωναν» δηλαδή έβαζαν και δεύτερο δέρμα -σόλα- και στα τακούνια καρφιά. Τα γυναικεία τσαρούχια ήταν με φούντα ή και χωρίς φούντα, αλλά μόνο με μύτη. Με φούντα ήταν στα χωριά των ορεινών περιοχών π.χ. στα χωριά της Πίνδου, Κράψη, Γότιστα, Καλαρρύτες, Συρράκο κ.τ.λ. καθώς και στους Σαρακατσαναίους, άνδρες και γυναίκες. Τα πεδινά χωριά τα λεγόμενα «καμπίσια» είχαν τα τσαρούχια μόνο με «μύτη», για να μη γεμίζουν και βαραίνουν οι φούντες από τις λάσπες. Παλαιά τα τσαρούχια στοίχιζαν μια λύρα χρυσή. © Μουσείο Υποδημάτων
Γουρουνοτσάρουχα δερμάτινα, Μουσείο Υποδημάτων Ήταν παπούτσια περίπου του 1930 που τα φορούσαν οι χωρικοί και ποιμένες πολλών περιοχών της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας, τα κατασκεύαζαν από ακατέργαστο δέρμα χοίρο, τα καλούμενα «γουρουνοτσάρουχα». Ήταν χαμηλά με μια μικρή μύτη στην άκρη τους, που αν και χοντροκομμένα θεωρούνται ελαφρά παπούτσια, τα οποία τους εξασφάλιζαν άνετο βάδισμα σε ανώμαλα εδάφη γι’ αυτό και τα φορούσαν άντρες και γυναίκες στις καθημερινές δουλειές. Σε καλές περιστάσεις οι άντρες φορούσαν δερμάτινες μπότες και οι γυναίκες μποτίνια. Τα κατασκεύαζαν συνήθως από ενιαίο τεμάχιο (κάποιες φορές και από δύο )που το αναδίπλωναν και το συγκρατούσαν στο πόδι τους με λωρίδες από το ίδιο δέρμα, γι’ αυτά που θα χρησιμοποιούσαν τους χειμερινούς μήνες από την κάτω πλευρά δεν ξυρίζανε το δέρμα αλλά το αφήνανε με τις τρίχες ώστε να μην γλιστρά στο χιόνι. Τα πρώτα παπούτσια που έφτιαχνα με τον παππού ήταν γουρουνοτσάρουχα και από γαϊδουρόδερμα. Πρώτα τα αλατίζαμε, τα ράβαμε. Μετά τα καρφώναμε στα καλαπόδια και τους περνάγαμε τις σόλες. Το ράψιμο γινόταν με κλωστή κερωμένη και αρχίζαμε από την εσωτερική μεριά. Για δύο χρόνια κρατάγανε, μετά χρειαζότανε επισκευή ή μπάλωμα. Από καλαπόδια είχαμε πολλά και διαφορετικού μεγέθους. Τα καλοκαίρια με την ζέστη τα τσαρούχια ξεραίνονταν. Από τα γουρουνοσφάγια τις αποκριές μαζεύαμε το λίπος ή το αγοράζαμε, το λεγόμενο «βασιλικό» από το μπροστινό μέρος του γουρουνιού και το είχαμε πάντα πρόχειρο για τέτοιου είδους περιστατικά. © Μουσείο Υποδημάτων
Όλα τα στοιχεία προέρχονται από το Μουσείο Υποδημάτων, στην Καστανιά Καρδίτσας.
lifo.gr