Ήδη από την 1.7.2017, οι αποδοχές των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα κατατίθενται υποχρεωτικά από τους εργοδότες στους τραπεζικούς λογαριασμούς των δικαιούχων μισθωτών. Η νομοθετική καθιέρωση της εν λόγω εργοδοτικής υποχρέωσης, αποσκοπεί στον αποτελεσματικότερο έλεγχο της παραβατικότητας στην αγορά εργασίας.
Ωστόσο, συχνό φαινόμενο, αποτελεί η πρακτική πολλών εργοδοτών, να απαιτούν την επιστροφή σε μετρητά των τραπεζικώς καταβληθέντων αποδοχών, υπό την απειλή απόλυσης.
Αρχικά, ως αποδοχές νοούνται τόσο ο μισθός, όσο και τα επιδόματα, τα δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα, καθώς και οποιαδήποτε άλλη παροχή καταβάλλεται τακτικά και νόμιμα στον μισθωτό, ως αντάλλαγμα της παροχής της εργασίας του στον εργοδότη.
Εφόσον καθορίζεται πλέον ρητά από το νόμο ο τρόπος καταβολής των αποδοχών στους εργαζομένους από τους εργοδότες, οποιοσδήποτε διαφορετικός τρόπος καταβολής συνιστά μη προσήκουσα καταβολή και καταστρατήγηση του νόμου. Οι εργοδότες, οι οποίοι εικονικά και μόνο συμμορφώνονται στις νομοθετικές επιταγές, ενώ παράλληλα χρησιμοποιούν μεθόδους εξαναγκασμού εκ των υστέρων επιστροφής μέρους των αποδοχών, παραβιάζουν καταφανώς την εργατική νομοθεσία.
Σε περίπτωση μη προσήκουσας καταβολής εκ μέρους των εργοδοτών, οι εργαζόμενοι έχουν τα εξής δικαιώματα:
* Να ασκήσουν αγωγή αξιώνοντας την καταβολή του συνόλου των αποδοχών τις οποίες δικαιούνται.
* Να ασκήσουν το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας τους , οπότε τυχόν εμμονή του εργοδότη στη μη πληρωμή προσηκόντως τον καθιστά υπερήμερο.
* Να θεωρήσουν τη μη καταβολή των νομίμων αποδοχών ως μονομερή βλαπτική μεταβολή των εργασιακών όρων, αξιώνοντας τη νόμιμη αποζημίωσης λόγω λήξης της εργασιακής σχέσης εκ μέρους της εργοδοτικής πλευράς.
* Να υποβάλουν μηνυτήρια αναφορά στην Επιθεώρηση Εργασίας, καθώς η μη καταβολή της τρέχουσας μισθοδοσίας είναι ποινικό αδίκημα και διώκεται με τη διαδικασία του αυτοφώρου.
Σε κάθε περίπτωση, τα μισθολογικά δικαιώματα των εργαζομένων προστατεύονται έναντι των εργοδοτών μέσα από τις απαγορεύσεις του συμψηφισμού του μισθού, των κρατήσεων στο μισθό, της κατάσχεσης αυτού και της παραίτησης από την αξίωσή του.
του Γιάννη Κ. Καρούζου
Δικηγόρου – Εργατολόγου