Στην Ελλάδα τον λέμε «ελληνικό», στον Λίβανο «λιβανέζικο», θα τον ακούσεις επίσης ως «αραβικό καφέ», ενώ στην Τουρκία ονομάζεται «τούρκικος», όπως και σε κάποιες χώρες των Βαλκανίων.
Αλλά όταν έφθασε γύρω στα μέσα του 16ου αιώνα και σταδιακά εξαπλώθηκε στην Οθωμανική αυτοκρατορία -εδάφη της οποίας αποτελούσαν τότε όλες αυτές τις περιοχές- ήταν γνωστός απλώς ως καφές. Και έπαιξε και αυτός το δικό του, άγνωστο στους περισσότερους- ρόλο στην μετέπειτα κατάρρευσή της, όπως αναφέρει ο Economist.
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Ο καφές έφθασε στην Οθωμανική αυτοκρατορία την εποχή που κρατούσε τα ηνία της ο σουλτάνος Σουλεϊμάν Α΄, γνωστός στο δυτικό κόσμο ως Σουλεϊμάν Α΄ ο Μεγαλοπρεπής και ως «Κανουνί» στο βασίλειό του (1494-1566 μΧ.) Όταν ο Özdemir Paşa, ο κυβερνήτης που είχε στείλει στην Υεμένη γεύτηκε το 1517μ.Χ. τον qahwah (προφέρεται κάουα -μία από τις λέξεις που χρησιμοποιούσαν οι άραβες για το κρασί, το οποίο αντικατέστησε ο καφές ως το πιο διαδεδομένο ποτό, καθώς το αλκοόλ απαγορεύτηκε από το Ισλάμ-), ένα τοπικό αφέψημα που χάριζε ενέργεια, ενθουσιάστηκε κι αποφάσισε να τον φέρει στην αυλή του σουλτάνου στην Κωνσταντινούπολη, όπου αμέσως έγινε ένα από τα δημοφιλέστερα ροφήματα.
Ο kahveci usta στο σαράι του σουλτάνου, ο αρμόδιος δηλαδή για την παρασκευή του καφέ, είχε δεκάδες παρατρεχάμενους που τον βοηθούσαν στο καβούρδισμα και το άλεσμα των κόκκων Αrabica (μια από τις δύο βασικές καλλιέργειες του καφέ) σε μια λεπτή σκόνη που έβραζαν στη συνέχεια σε χάλκινα μπρίκια, τους τζιτζβέδες. Το γνωστό, πικρό αφέψημα με το καϊμάκι σερβιριζόταν στη συνέχεια σε μικρά πορσελάνινα φλιτζάνια. Λέγεται δε ότι η γυναίκα του Σουλεϊμάν, η σουλτάνα Χουρέμ έπινε πάντα τον καφέ της συνοδεία ενός λουκουμιού κι ενός ποτηριού νερού για να ισορροπεί την πίκρα του.
Υπήρχαν, όμως, ορισμένοι που θεωρούσαν ότι το Κοράνι απαγορεύει στους μουσουλμάνους να καταναλώνουν το τονωτικό νέο ρόφημα. Έτσι ένας σκληροπυρηνικός ιμάμης από την αυλή του Σουλεϊμάν εξέδωσε φετφά, υποστηρίζοντας ότι απαγορεύεται η κατανάλωση ο,τιδήποτε καμένου (ή καβουρδισμένου εν προκειμένω).
Παρόλα αυτά ο καφές συνέχισε να κλέβει τις καρδιές της κοινής γνώμης και το 1555 δύο Σύριοι έμποροι άνοιξαν το πρώτο καφενείο στην Πόλη. Μέσα σε λίγο διάστημα σχεδόν ένα στα έξι καταστήματα στην Κωνσταντινούπολη σέρβιρε καφέ, που γρήγορα εξαπλώθηκε μέχρι τις εσχατιές της αυτοκρατορίας και ακόμη παραπέρα.
Ως εναλλακτικός τόπος συνάθροισης πέρα από τα σπίτια, τα τζαμιά ή τα παζάρια, τα καφενεία πρόσφεραν στους άρρενες υπηκόους της αυτοκρατορίας την ευκαιρία να συναντώνται με φίλους τους, να συζητούν, να διασκεδάζουν, να ανταλλάσουν πληροφορίες, αλλά και να μορφώνονται. Όσοι ήξεραν γράμματα διάβαζαν φωναχτά τα νέα της ημέρας, οι γενίτσαροι σχεδίαζαν πράξεις διαμαρτυρίας κατά του σουλτάνου, αυλικοί μηχανορραφούσαν, έμποροι μετέφεραν φήμες για επικείμενες πολεμικές επιχειρήσεις κι οι αμόρφωτοι άκουγαν και γίνονταν κοινωνοί ιδεών που απειλούσαν τα θεμέλια του οθωμανικού κράτους, όπως η αυτοδιάθεση και η αμφισβήτηση της εξουσίας των ισχυρών.
Οι τελευταίοι δεν άργησαν να πάρουν μυρωδιά τι συνέβαινε και να αντιμετωπίζουν πλέον τους καφενέδες ως εν δυνάμει απειλή «φυτεύοντας» σπιούνους για να παρακολουθούν τις αντιδράσεις του κοινού.
Μάλιστα ο σουλτάνος Μουράτ ο Δ΄ – που είχε και ελληνική καταγωγή αφού η μητέρα του, βαλιδέ σουλτάνα Κιοσέμ ήταν στην πραγματικότητα κόρη Έλληνα παπά, που την είχαν απαγάγει από την Τήνο έμποροι σκλάβων και την πούλησαν στην Πόλη, όπου βρέθηκε στο χαρέμι του Αχμέτ Α΄- επιχείρησε το πρώτο ήμισυ του 17ου αιώνα να κλείσει τα καφενεία προσπαθώντας να ελέγξει την παντοδυναμία των γενιτσάρων, που είχαν στασιάσει το 1631 και εκτέλεσαν τον Μεγάλο Βεζίρη μέσα στο παλάτι, μπροστά στα μάτια του. Την ίδια εποχή είχε εξαπλωθεί στην Οθωμανική αυτοκρατορία και ένα συντηρητικό θρησκευτικό κίνημα, το οποίο ήταν ενάντια σε κάθε κοινωνική καινοτομία, όπως η κατανάλωση καφέ στα καφενεία, που απομάκρυνε τους πιστούς από τα τζαμιά. Και με τις απαγορεύσεις του Σουλτάνου, οι συντηρητικοί αυτοί θρησκευτικοί ηγέτες στήριζαν την εξουσία του.
Αλλά και πάλι τα μέτρα δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα. Κι όταν στις αρχές του 19ου αιώνα τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα άρχισαν να εξαπλώνονται κυρίως στις ευρωπαϊκές κτήσεις της αυτοκρατορίας, το ίδιο έκαναν και τα καφενεία. Ηγετικά στελέχη των αυτονομιστικών κινημάτων συναντιόντουσαν στα καφενεία της Θεσσαλονίκης, της Σόφιας και του Βελιγραδίου για να συντονίσουν τις κινήσεις τους που απέδωσαν τελικά καρπούς με την ελληνική ανεξαρτησία το 1827, της Σερβίας το 1835 και της Βουλγαρίας το 1878 επιφέροντας θανάσιμα πλήγματα στην παραπαίουσα Οθωμανική αυτοκρατορία, που διαλύθηκε τελικά μετά τον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο.
iefimerida.gr