H Γκόντι Λι ήταν μια Αμερικανίδα αυτοδίδακτη, άστεγη καλλιτέχνης που δραστηριοποιήθηκε στο Σικάγο στα τέλη της δεκαετίας του ’60 μέχρι και της αρχές του ’90. Υπήρξε πολύ παραγωγική και ήταν γνωστή για τους πίνακες ζωγραφικής και τις τροποποιημένες φωτογραφίες που έβγαζε στο αυτόματο μηχάνημα της στάσης λεωφορείων Greyhound. Σε κάθε φωτογραφία που έβγαζε μεταμορφωνόταν σε έναν καινούργιο χαρακτήρα επιστρατεύοντας καπέλα, γουνάκια και ότι άλλο έβρισκε. Στις εκτυπωμένες φωτογραφίες προσέθετε με ένα μαρκαδόρο ή στυλο, eyeliner, κραγιόν, βλεφαρίδες, κάποια ατάκα. Τα έργα αυτά παρουσιάζονται μέχρι και σήμερα σε γκαλερί και μουσεία, όπως στη Hayward Gallery στο Λονδίνο και στο Αμερικάνικο Μουσείο τέχνης, Smithsonian.
«Είμαι καλύτερη από τον Σεζάν» θα ακούγατε να λέει η Γκόντι αν τύχαινε να περάσετε μπροστά από το Ινστιτούτο Τέχνης του Σικάγο, όπου καθόταν στα σκαλιά και πούλαγε τους καμβάδες -που κουβαλούσε πάντα μαζί της. Είχε έναν μοναδικό τρόπο να πουλάει τη δουλειά της. Η Λι προσέλκυε τους περαστικούς, ξετυλίγοντας τα έργα της ώστε να ρίξουν μια ματιά, ωστόσο αν κάποιος υποψήφιος αγοραστής δεν της άρεσε, τα μάζευε γρήγορα χωρίς δεύτερη κουβέντα. Αν Λι Γκόντι αποφάσιζε ότι δεν της άρεσε, δεν υπήρχε περίπτωση να κανένα χρηματικό ποσό να την πείσει να σου πουλήσει το έργο της. Κατάφερε να γίνει μια από τις πιο διαβόητες και εκκεντρικές παρουσίες της πόλης. Πολλοί την αναζητούσαν στους δρόμους του Σικάγο, ενώ άλλοι κράταγαν τις αποστάσεις τους από την απρόβλεπτη καλλιτέχνη.
Μια σειρά δυσάρεστων γεγονότων άλλαξαν εντελώς τη συνηθισμένη ζωή αυτής της γυναίκας. Η Γκόντι Λι παντρεύτηκε δύο φορές και είχε τέσσερα παιδιά. Άνηκε στη μεσαία τάξη και ήθελε να γίνει τραγουδίστρια. Ωστόσο όλα άλλαξαν όταν έχασε δύο από τα παιδιά της. Αποφάσισε να αφήσει τα πάντα πίσω και να ανακαλύψει εκ νέου τον εαυτό της ως καλλιτέχνη. Κοιμόταν στους δρόμους, σε παγκάκια, πολλές φορές σε θερμοκρασίες κάτω του μηδέν, έκανε μπάνιο σε ξενοδοχεία. Η διαβίωση στους δρόμους έμοιαζε να είναι προσωπική επιλογή καθώς διέθετε αρκετά χρήματα. Έμεινε στο κέντρο του Σικάγο για περίπου 30 χρόνια.
Όταν η Wall Street Journal δημοσίευσε ένα άρθρο σχετικά με τους καλλιτέχνες που ζουσαν στο περιθώριο της κοινωνίας, η Γκόντι επανασυνδέθηκε με μια από τις κόρες της, τη Μπόνι, την οποία δεν είχε δει από τριών χρονών. Το δέρμα και τα μαλλιά της έδειχναν την παρατεταμένη έκθεση στον ήλιο. Τα ρούχα φανέρωναν την φανταχτερή της προσωπικότητα. Ακόμα και Ιούλιο μήνα φορούσε γούνινο παλτό στο οποίο έκρυβε όλους τους θησαυρούς της.
Στις περίφημες φωτογραφίες που άρχισε να τραβάει τη δεκαετία του ’70 αποτυπώνεται όλη η δημιουργικότητα της και η αισθητική της. Συνήθιζε να τρίβει στο πρόσωπο της φακελάκια τσαγιού ώστε να πάρει την απόχρωση τερακότας. Οι περίεργες εκφράσεις του προσώπου, οι χιουμοριστικές πόζες, η αλλαγές των αξεσουαρ, -σε μια φωτογραφία φοράει κουστούμι και γραβάτα έχει σοβαρό ύφος ενώ κρατάει στα χέρια της κρατάει μετρητά, σε μια άλλη ποζάρει σαν σταρ του Χόλιγουντ με κομψό χτένισμα και βάψιμο- έβγαζαν ένα πρωτότυπο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Στην εκτύπωση της φωτογραφίες συνήθιζε να παίρνει στυλό από το περίπτερο και να τις «πειράζει», βάφοντας το πρόσωπο της. Ο φωτογραφικός θάλαμος είχε γίνει ο προσωπικός της χώρος. Εκεί αποκάλυπτε μια πιο παιχνιδιάρικη και ευάλωτη πλευρά.
Μπορεί η Γκόντι να υπήρξε αρκετά δημοφιλής, εντούτοις ήταν εξαιρετικά μυστικοπαθής για την προσωπική της ζωή ενώ πολλές φορές γινόταν επιθετική με τους ξένους. Ήταν γνωστό ότι προσποιούνταν πως δεν ξέρει αγγλικά όταν την πλησίαζαν δημοσιογράφοι. Δεν ήταν πάντα εύκολο να εντοπιστεί καλλιτέχνης νομάς.
Τότε μπορούσε κανείς να αγοράσει τα έργα της με 20 δολάρια, σήμερα πωλούνται για χιλιάδες δολάρια και θεωρείται η καλλιτέχνης με τα περισσότερα έργα σε ιδιωτικές συλλογές. Οι περισσότερες από τις φωτογραφίες που τράβαγε στο σκοτεινό θάλαμο σπάνια εμφανίζονται σε δημόσιες εκθέσεις καθώς βρίσκονται σε ιδιωτικές συλλογές. Το ευρύτερο έργο της Γκόντι περιλαμβάνει πολύχρωμες ζωγραφιές φίλων, διασημοτήτων και ανώνυμων περαστικών.
Υπήρξε μια πραγματική φλανέρ, που είχε την ικανότητα να περιπλανιέται παντού, αποστασιοποιημένη από την κοινωνία με μόνο σκοπό την παρατήρηση του κόσμου. Ήταν λάτρης του Γαλλικού πολιτισμού και συνήθιζε να αποκαλεί τον εαυτό της Γαλλίδα ιμπρεσιονίστρια.
Συχνά ζωγράφιζε πουλιά, μάλιστα μια φορά είχε δηλώσει πως ένα μικρό κόκκινο πουλί της είχε μιλήσει και της είχε ζητήσει να το ζωγραφίσει. Τα περισσότερα από τα έργα της είναι βαμμένα με κόκκινο χρώμα.
Η ζωή της Γκόντι δεν ήταν εύκολη. Όντας άστεγη έπρεπε να μάχεται καθημερινά τους κινδύνους. Μετά από 30 χρόνια ζωής στους δρόμους, η κόρη της Μπόνι ανέλαβε τη νόμιμη κηδεμονία της καθώς έπασχε από άνοια. Μεταφέρθηκε σε ένα γηροκομείο του Ιλινόις όπου και πέθανε το 1995.
Η ιστορικός τέχνης Debra Brehmer έγραψε πως «η γραμμή μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας στις φωτογραφίες της Γκόντι, ήταν θολή». Οι εικόνες φανέρωναν ποια ήταν και ποια ήλπιζε να είναι. η ασυνήθιστη προσωπικότητα και ο τρόπος ζωής της ήταν εντελώς συνυφασμένα με την τέχνη της: ήταν ένα.
Σήμερα το έργο της εκτίθεται σε όλο το κόσμο πλάι σε δημιουργίες άλλων μεγάλων Γάλλων ιμπρεσιονιστών όπως ο Μονέ ο Ρενουάρ και ο Μανέ.