Εντάξει το καταλάβαμε πως έφτασες.
Λίγο που πετάμε τα στρωσίδια από πάνω μας. Λίγο που ξυπνάμε σα να έχουμε τρέξει μαραθώνιο, μας έκανες σαφές πως ήρθες για να μείνεις, τουλάχιστον για ένα τρίμηνο.
Εκτός κι αν έχεις ορεξούλες, οπότε στρογγυλοκάθεσαι και σε χάνουμε αρχές Οκτώβρη.
Οι φυσιολογικοί σ’ αγαπούν. Οι στριμμένοι δε σε θέλουν. Τα παιδιά σε περιμένουν .
Ποιος είσαι;
Μα φυσικά, το καλοκαίρι. Το πολυπόθητο, ζεστό, καυτό, ειδυλλιακό καλοκαίρι.
Αυτό που σε κρατάει στα πόδια σου και σου δίνει κουράγιο να αντέχεις τους υπόλοιπους εννιά μήνες του χρόνου. Αυτό που σε κάνει να βάζεις και καμιά δραχμή (κακομελέτα κι έρχεται) στην άκρη για να μπορέσεις τα απολαύσεις τα μπάνια του λαού. Αυτό που σε ομορφαίνει με τις ακτίνες του και γεμίζεις τις κορνίζες του σπιτιού με εικόνες του για να βλέπεις όταν έξω ρίχνει καρεκλοπόδαρα και το θερμόμετρο δείχνει μείον ένα.
Και ξέρεις γιατί το αγαπάς περισσότερο και ποτέ δεν θα μπορέσεις να το ξεπεράσεις και να αγαπήσεις μια άλλη εποχή του χρόνου; Γιατί ζεις σε μια χώρα που η ομορφιά του τόπου της και των ανθρώπων που ζουν σε αυτή αναδεικνύεται τούτο το μικρό τρίμηνο. Και όπως όλες οι μεγάλες απολαύσεις της ζωή μας διαρκούν λίγο και μένουν χαραγμένες στη μνήμη.
Το καλοκαίρι σε κάνει να νιώθεις αέρινος κι αισιόδοξος με έναν τρόπο που δεν μπορεί να εξηγηθεί με την κοινή λογική. Τα ρούχα σου είναι ελαφρύτερα και πολύχρωμα. Τα υφάσματα λινά και το δέρμα εκτεθειμένο σε όλα τα καιρικά φαινόμενα. Ο ήλιος κάνει το δέρμα σου να λάμπει και τα μάτια σου να αλλάζουν χρώμα ανάλογα με τις αχτίδες που πέφτουν πάνω τους.
Ακόμη κι αν δουλεύεις, ακόμη κι αν πρακτικά δε μπορείς να το χαρείς όπως θα ήθελες, δεν είναι στο χέρι σου. Παίρνει εκείνο τα ηνία και σε παρασέρνει μαζί του χωρίς να σε ρωτήσει.
Γιατί το καλοκαιράκι το δικό μας είναι αλλιώτικο.
Είναι γεμάτο χρώματα και μυρωδιές που ξεπερνούν τη φαντασία. Δεν θέλει πολλά για να σε κάνει ευτυχισμένο.
Θέλει πασαλειμμένα δάχτυλα από παγωτό μηχανής και βόλτα με τα πόδια σε γειτονιές που είχες ξεχάσει. Θέλει φουντωτούς βασιλικούς σε δοχεία λαδιού και γάτες να λιάζονται στο πλακόστρωτο. Θέλει ένα κότσο στα μαλλιά και τα χρώματα του ουράνιου τόξου στα πόδια. Θέλει βιβλία από πλανόδιους και μουσικές ζωηρές που σε κάνουν να χορεύεις καθιστός. Θέλει πατούσες στα κάγκελα του μπαλκονιού και κουτάκια από μπίρες στοιβαγμένες στη κατάψυξη.
Θέλει βουκαμβίλιες και ένα κουτάλι υποβρύχιο βυθισμένο σε παγωμένο νερό. Θέλει αλμύρα στα μαλλιά και κοκκίνισμα στο δέρμα. Θέλει πόδια να γράφουν στην άμμο και φωτιές πλάι στο κύμα.
Θέλει παρέα κι έρωτα. Χαμόγελα κι αγάπη. Αθώα αγάπη, καλοκαιρινή κι ανάλαφρη. Κουβέντες κάτω από πέργκολες και ξάπλες πάνω σε ριγέ κούνιες. Με φίλους ή χωρίς. Με τον εαυτό σου και τις σκέψεις σου. Με συγγενείς που ανταμώνουν μια φορά το χρόνο και γνωριμίες που ήρθαν, είδαν και απήλθαν.
Θέλει πολλά και προσφέρει απλόχερα άλλα τόσα.
Και τίποτα απ’ τα παραπάνω δεν αγοράζεται, δεν ανταλλάσσεται και δεν πουλιέται.
Μνήμες και γεύσεις ατομικές και ταυτόχρονα ίδιες. Καλοκαίρια που περιμένεις να έρθουν κι άλλα τόσα που δεν θα άλλαζες για το χρυσάφι του κόσμου όλου.
Ένα ακόμη καλοκαίρι είναι προ των πυλών.
Θα του δώσεις ό,τι θέλει;
Κατερίνα Χήναρη