“Η Καστοριά είναι έρωτας! Η λίμνη είναι έρωτας! Έρωτας που μαγκώνει και αγκυλώνει, που χαρίζει και λυτρώνει! Δεν θα βρεις πουθενά στον κόσμο, σε καμιά λιμνούπολη, αυτή την απόλυτη σχέση εξάρτησης ανάμεσα στον άνθρωπο και την ουσία του τοπίου.
Ενός τοπίου τρισδιάστατου, απτού, αισθητού και αισθητικού. Ενός τοπίου που αγγίζεται και συνάμα σε αγγίζει.
Τέτοιο που στην θέα του γίνεται εικόνα ο πλαταγισμός του κουπιού, ο λυγμός της αγάπης, το θρόισμα του αποχαιρετιστήριου μαντιλιού, ο κροταλισμός των γονάτων της γηραιάς μετάνοιας, το κρώξιμο της γκάλιας, το γλωσσομπέρδεμα «αραδιαστήτεκιομπερντεςειναικοντοςαμπρεπαιδιακαιμαλωνειοπεθερος», το «ραπραπ-παραπαραπραππραπ» του στούρκου, το «τακ-τακ-τακατακατακα-τακ-τακ» του σταματωτά, ο αχός από τα μπουριά, στα ραγκουτσάρια.
Ένα τοπίο που το πήδημα του μπάκακα, οι σπείρες της νεροφίδας, η υπόκλιση των κύκνων, ο μετεωρισμός του πάγιαγκα, το γλύστρημα του καραβιού, το «σκιαγμένο» σύννεφο που τρέχει γοργά σπρωγμένο απ’ τον Πρεσπάρη, ο ματς(ι)αρόκος, που τεντώνεται μπροστά από τα εικονίσματα, ο μπούμπανος που παλεύει με τη μέλισσα για μια μπουκιά γύρη, το αέναο χειροκρότημα των φύλλων της λεύκας και του τσιναριού» σα μπαίνει μέσα τους ο καλοχτένης, γίνονται πινελιές εικαστικές σε έναν ατλάζινο καμβά, διάσπαρτο από ασπαίροντα βουνά, αγριόκρινα, μολόχες και καρόφυλλα, γαιοκόκκινα βήσσαλα, γάργαρα καλντερίμια, βλοσυρά βλέμματα αγίων.
Τοπίο που νοστιμεύεται. Νοστιμεύεται ξανθούς σαρμάδες, μπαμπάτσκες μπιλίτσκες, τριζάτες αρμιόπιτες, βελούδινο μακάλο, καρσιλαμά από το γριβάδι στον ταβά κι απ’ τον μουστακαλή τον γουλιανό στο καυτερό τηγάνι, σγουρό γκαϊκανά, και όλα αυτά αντάμα ν’ αρμενίζουν σε θάλασσες κρασιά, κόκκινα, αιμάτινα, σε μαστραπάδες και καυκόπουλα ή και που καμιά φορά γκουρλώνουνται κατ’ ευθείαν από την μπουκάλα στον γκούσμανο, ανάσκελα, καταμεσής στην ούλτσα.
Κι η πολιτεία κομμάτι του αναπόσπαστο. Με τα περήφανα μακεδονίτικα αρχοντικά, τα ντελικάτα νεοκλασσικά, τα ταπεινά μα χαρούμενα λαϊκά σπίτια. Όλα κοκκινοκέφαλα, αγκαλιασμένα χύνονται δεξά-ζερβά του λόφου, μέχρι κάτω στην ακρολιμνιά, στις αβγατές, να βραχούν να ζωντανέψουν, να δροσίσουν κήπους και μπαξέδες, και πότε με την κατασταλαή, ξαναμμένους κροτάφους από τη βάχτη ή τον έρωτα τον εμπρηστή.
Με μαχαλάδες ξέχειλους από παιδιά που παίζουν, γελάνε, περιγελάνε, μαλώνουν, φιλιώνουν, ονειρεύονται, ερωτεύονται. Με τις μητέρες γύρω γύρω στα κατώφλια πότε να κρατούν στα χέρια γλυκά, καλούδια, δεκατιανά και απογευματινά να φάνε τα καμάρια τους να σαρκωθούνε, ή πότε να κρατούν βίτσα ή τσουκνίδα να «περιποιηθούν» μια πολύωρη, αναίτια συνήθως, απουσία που τις έκανε και βάλανε κακό με το νου τους.
Με τα γουναράδικα να σφύζουν από ζωή και ήχους, συμφωνίες, πειράγματα, λογιστική στο πακέτο από τα τσιγάρα, τραγούδια αντάμα από αφεντικά και τσιεράκια. Αραδιασμένες στα προσήλια σταματούρες με τον μόχθο καρφωμένο πάνω τους.
Από κοντά και οι μηχανές, πιο παλιά με το ποδάρι και πιο τωρινά με το ληχτερικό, να τραγουδάνε ράβοντας σφιχτά, μαεστρικά, τους χορδάδες και τα δέρματα που θα φτάσουνε μετά στις άκρες της οικουμένης, περίτεχνα γουναρικά, και θα φέρουν πίσω παράδες και χαροκοπιές για να ζεστάνουν το σήμερα και να σιγουρέψουν το αύριο.
Με τα εμπορικά της και τα καφενεία της, και τα παζάρια της. Γεμάτα κόσμο κι εμπορεύματα. Γεμάτα χαμόγελα και περγέλια. Κάποτε με εκκλησίες, συναγωγές και τζαμιά αντάμα, γεννήματα του ίδιου τόπου. Χριστιανοί, μουσουλμάνοι και εβραίοι, κι ας ονομάτιζε ο καθένας τον θεό του όπως ήθελε. Κι ας έμειναν κάποιοι ανάμνηση πια σαν αποξέστηκαν βάρβαρα στην ιστορία από «άλλους».
Με τις γιορτές της και τα έθιμά της. Βεγγέρες, μπουμπούνες, Κλήδονες και τόσα άλλα. Με τα σεργιάνια στον Αϊ-Θανάση και την «Έλλη», στο Τσαρσί, στη βόρεια παραλία. Με τους αβάσταχτους ξενιτεμούς και τους ανείπωτους από χαρά νόστους. Με την Μεγάλη Αρχαία Συγχώρεση τα «Ραγκουτσάρια»
Αυτό το τοπίο και ο τόπος, όπως ήταν τραγούδησαν και τραγουδήθηκαν. Όλα αυτά έγιναν νότες και μελίσματα και ταξίδεψαν από στόμα σε στόμα, από γενιά σε γενιά. Κάποια απολησμονήθηκαν τελείως. Κάποια πάλι σώθηκαν. Σαν ψίθυροι. Σαν σκιές. Πότε σαν λόγια και γραφές, πότε σαν σκόρπιες νότες, πότε σαν δάκρυ στην αδύναμη γεροντική μνήμη, πότε σαν σπαράγματα σε παλαιές εφημερίδες ή φθαρμένα χειρόγραφα και ξεχασμένες εκδόσεις.”
του Νίκου Μπαλιάκα
από την έκδοση του Ομίλου “Μύησις” “Κίνησαν τα καράβια τα Καστοριανά”