Κείμενο Σπύρος Νίτσας
Όταν τον συνάντησα στην πλατεία Δαβάκη μετά τόσα χρόνια έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Ο χρόνος ήταν αμείλικτος. Ήταν ο ίδιος Θωμάς, μα εμείς τον φωνάζαμε Τομ μόνο που τώρα λαφροκούτσαινε λίγο.
Ανοίξαμε τις αγκαλιές μας σαν δαγκάνες και στεκόμασταν αρκετή ώρα έτσι. Η συγκίνηση διάχυτη μεγάλη και δεν μίλαγε κανένας μας, τα δάκρυα μας τα έλεγαν όλα.
-Άφησέ με λέει λίγο με την βραχνή φωνή του να φιλήσω το άγαλμα του Δαβάκη να ξεδώσω να χορτάσω την πόλη και τα λέμε μετά.
Ο κόσμος κοίταζε περίεργα και η Καστοριά ήταν ζεστή σήμερα σαν ζεστή αγκαλιά μάνας. Καθίσαμε σε ένα παγκάκι ίσως και το ίδιο που στεκόμασταν πριν τόσα χρόνια πριν και τρώγαμε σουσαμένιο κουλούρι από έναν κουλουρά που δεν ζει πια. Εκείνη την εποχή δουλεύαμε μηχανικοί στον Σκαπέρδα. Ολόκληρη η πόλη τότε δούλευε σε γρήγορους ρυθμούς ασταμάτητα μέρα νύχτα.
Τα διαπιστευτήρια στην γούνα μας όμως τα έδινε η οδός Μητροπόλεως. Άκουγες τους μυστήριους μουσικούς ήχους που βγάζανε οι μηχανές γουναρικής ασταμάτητες. Και τότε πλάνταζε καρδιά σου χαρούμενη έτοιμη να σκάσει από Ευτυχία. Κατεβαίναμε με τον Τομ το μεσημέρι από την Ομόνοια όπως και εκατοντάδες άλλοι γουνεργάτες την κατηφόρα για τα εστιατόρια. Ολάκερη η πόλη στεκόταν επί ποδός.
Αυτός έφυγε για την Αμερική σε έναν θείο και έμεινα μόνος και θλιμμένος. Στην αρχή αλληλογραφούσαμε μα μετά λίγα χρόνια ξεχαστήκαμε και οι δύο σε έναν αβυσσαλέο και ανιαρό κόσμο. Τώρα μετά δεκαετίες τον συναντώ πάλι όλως τυχαίως.
Γνωριστήκαμε υπό παράξενες συνθήκες. Εγώ πήγα να μάθω μηχανικός και αυτός ήταν είδη πεπειραμένος ήταν γρήγορος και σβέλτος. Εγώ έπρεπε να αρχίσω πρώτα από νερουλάς μια βδομάδα και μετά να μου κάνουν εγκαίνια. Νερουλάς για να γίνεις δεν χρειαζόταν ιδιαίτερες γραμματικές γνώσεις απλά έδινες ένα ποτήρι νερό σε όποιον διψούσε με ένα μπότι στα χέρια.
Γίναμε καλοί φίλοι και έμαθα μετά όλα τα μυστικά πάνω στο ράψιμο. Μα πρώτα πέρασα σταυρωτά κάτω από το τεζάκι της μηχανής για να έχω θετική ενέργεια πάνω στην δουλειά.
Γίναμε φίλοι. Έσμιξαν τα χνώτα μας που λένε. Μα μόλις έφυγε στην Αμερική τελείωσαν όλα.
-Θέλω να με πας στην Μαυριώτισσα μου λέει, λαχταρώ να φιλήσω την εικόνα της Παναγιάς.
Διψούσε και βιαζόταν να τα προλάβει να τα δει όλα όσα είχε στερηθεί τόσα χρόνια στην ξενιτιά.
Ανεβήκαμε στο Τσαρσί εκεί που γινόταν τα προξενιά. Εκεί στην μεγάλη βόλτα που κάνανε κάνα καιρό όλα τα ευυπόληπτα ανδρόγυνα. Μετά κατέληγαν στον σινεμά. Τότε η Καστοριά είχε μπόλικους. από δαύτους. Το Ρέξ στην ομόνοια το Παλλάς, Παλλάδιο Όσκαρ και Ορφέας.
Όλη πόλη τότε ήταν ένα ατελείωτο πανηγύρι.
Είχε και τους θερινούς σινεμάδες το Άστυ, και το Ρίο με τα καουμπόικα έργα.
-Θυμάσαι μου λέει με μια κοπέλα στο Ρίο ένα βράδυ που έβρεχε και γίναμε παπί
από την βροχή. Μα δεν εγκαταλείψαμε τις θέσεις μας για χάρη της.
-Πως δεν θυμάμαι του λέω αφού εγώ ήμουν ο πρωτοπόρος στην φασαρία.
-Μπράβο στην αντοχή σου μου λέει κουνώντας το γκριζωπό του κεφάλι,
μουλάρι είσαι στο ξύλο αντέχεις μπράβο.
-Μα και εσύ δεν πήγαινες πίσω του λέω, έριξες κάμποσες μα και έφαγες
μια δωδεκάδα μπουνιές.
Γελάσαμε όσο μας έπαιρνε και αρχίσαμε να βήχουμε.
-Ήταν ωραία χρόνια εκείνα λέει αγνά χωρίς άγχος και δολοπλοκίες.
Τότε ζούσαμε την πραγματική καθαρή ζωή. Τώρα πέρασαν αυτές οι αξέχαστες εποχές, ζεις σηκωμένος στα δάχτυλα των ποδιών. Αφουγκράζεσαι τι κάνει ο διπλανός. Μήπως βγάζει περισσότερα από εσένα και εκεί σκοντάφτεις.
-Την βάρκα την έχεις ακόμα μου λέει η τα παράτησες και εσύ.
-Ζω εγώ χωρίς βάρκα του λέω. Χωρίς αυτήν χάνω την αναπνοή μου. Πάμε γιατί μας περιμένει ανυπόμονα να την προπονήσω λίγο.
-Και άλογο να ήταν λέει και κρατσανάει τα δόντια γελώντας.
Είδαμε την Καστοριά από το κέντρο της λίμνης γαντζωμένη στον σκληρό βράχο να μας κοιτάει υποψιασμένη πίσω από τα βυζαντινά κάστρα Την διαισθανόμασταν πως μας παρακολουθεί.
Μας έδωσε μια τελευταία ευκαιρία ακόμη να την ζήσουμε χωρίς σκανδαλιές.
Η λίμνη σήμερα ήταν λάδι ένα βήμα πριν την αιωνιότητα. Εμείς ζητούσαμε τη εξιλεώσει από όλο αυτό το τοπίο. Αυτή μας το παρέχει απλόχερα και ανιδιοτελώς με την αρχοντική της παρουσία.
Και να πεθαίναμε εκείνη την ώρα επί τόπου θα την ευγνωμονούσαμε για την αναγέννηση μας.
Κλάψαμε και οι δύο.
Μόνο που η Καστοριά δεν δακρύζει γιατί ξέρει κάτι πάρα πάνω από εμάς απλά γνωρίζει το μέλλον μας.
Σπύρος Νίτσας
kartson.blogspot.com