Προσπαθώ πρώτα να συνειδητοποιήσω που στο καλό κοίταγα όταν πέρναγαν από μπροστά μου έντεκα ολόκληρα χρόνια και ούτε που τα σταμάτησα να δω που πάνε και έπειτα να θυμηθώ πώς ήταν οι μέρες εκείνες, που εγώ όπως και εσύ προσευχόμουν να τελειώσει ο κόσμος, πριν φτάσει η κόλλα των λατινικών μου να μουτζουρωθεί με 10, όταν το άριστα είναι το 20.
Μια κόλαση με όλα τα κομφόρ. Τεράστια καζάνια τσιτσίριζαν τις ώρες που έκανα κοπάνα, αντί να παλουκωθώ όπως η Μαρίνα και να κάνω γνωστό αρχαία. Νυχτερίδες έμπλεκαν στα μαλλιά μου, αφήνοντας λατινικές μαντινάδες και τα ουρλιαχτά της κυρίας Πισιμίση, τη χειρότερη φιλόλογο που έβγαλε δημόσιο σχολείο, με γλένταγαν κάθε βράδυ.Κακή μαθήτρια δεν με λες. Καλή, πάλι δεν με λες. Ήμουν αυτή η μετριότητα, που με μπόλικη τσαχπινιά και τσαμπουκά δεν μου κουνιόταν ούτε μαθηματικός ούτε πληροφορικάριος.
Η καψούρα μου ήταν η ιστορία. Με ταλαιπωρούσε σε μικρασιατικές καταστροφές και ξεμαλλιάσματα Βενιζελοτρουπικών. Τράβαγα και εγώ στην Κρήτη, να δω ποιος την έψησε να ενωθεί με την υπόλοιπη Ελλάδα και από εκεί στον Πόντο. Όταν τα ναύλα μου τελείωναν, γύρναγα πάντα στο λιμάνι μου. Γύρναγα στη λογοτεχνία του Βιζυηνού, στην ποίηση του Σαχτούρη και τελικά στον Παπαδιαμάντη που μου κληρώθηκε για να αριστεύσω. Αρχαία και Λατινικά πέρασαν και όχι μόνο δεν ακούμπησαν, αλλά με έφτυσαν εκεί που με συνάντησαν. Όση σημασία που έδινε ο Βαγγέλης από το Γ1, άλλη τόση τους έδωσα και εγώ, πατώνοντας όλοι μαζί στα ρηχά. Ήρθε ευτυχώς η έκθεση, που μάλλον κάτι καλά έκανα για να σας τα λέω εδώ τώρα…
Ένα σκατένιο σύστημα προσπαθεί πεισματικά να σε πείσει ότι η πρώτη μεγάλη δοκιμασία στη ζωή σου θα κρατήσει τουλάχιστον έξι μέρες, που θα κάνουν κορδέλες τα νεύρα και την ψυχή σου και που τουλάχιστον δύο χρόνια πριν, θα σε έχουν στραγγίξει σε θρανία σχολείων και φροντιστηρίων. Στέκεσαι σαν τον ηλίθιο όρθιος και με κλειστά μάτια παπαγαλίζοντας σελίδες ολόκληρες Βιολογία, γιατί “έλα μωρέ, έχει μικρή ύλη και σου δίνει εύκολα βαθμούς”. Περπατάς χαωμένος στο δωμάτιο, χτυπάς σε γωνίες αλλά σε έχει μπουκώσει η μάνα σου βιταμίνες και δεν χαμπαριάζεις ούτε Χριστό, ούτε Αλάχ. Δίνεις το βιβλίο στον πατέρα σου, που ανοίγει τυχαία μια σελίδα στο βιβλίο της ιστορίας και σου λέει “Αχά! Τι ξέρεις μικρή μου Χρύσα για τον δικομματισμό και τον εκσυγχρονισμό το διάστημα 1880-1909;”. Εκεί ακριβώς η Χρύσα ξεκινά ένα παραλήρημα χωρίς ανάσα παγώνοντας όταν συνειδητοποιεί ότι στην πρόταση της παρέλειψε ένα “και”. Πάλι από την αρχή, ξανά και ξανά μέχρι να μιλάς σαν το τυπογραφείο, γιατί το σύστημα πρέπει να δείξει πόσο θα αγαπάει τη Χρύσα για το επόμενο της ζωής της, από νωρίς…
Ένα διαγώνισμα ιστορίας, να το παινευτώ, δεν είχε πέσει κάτω από 18,5 στην ιστορία 2 χρόνια. Προφανώς και μαντεύεις σωστά ότι έγραψα κάτω από τη βάση εκείνη την Τετάρτη, που κατά τις 8:30 το πρωί πάτησα μια κρισάρα άγχους, με εμετούς και κλάματα. Γιατί το σύστημα Χρύσα δεν σε θέλει μόνο διαβασμένο, σε θέλει και ψύχραιμο όταν σου βάζει ένα ρολόι να μετράει αντίστροφα και σου λέει τρέχα να προλάβεις το μέλλον σου.
Χάθηκε ο κόσμος μου για τα καλά. Σκατά σκληρό καρύδι ήμουν. Έτρεμα μέσα στο δωμάτιο μου, μουλιάζοντας σαν κοριτσάκι το μαξιλάρι. Εγώ κοριτσάκι! Που ήξερα όλη την εντεκάδα που κατέβαζε κάθε χώρα στο μουντιάλ εκείνην τη χρονιά. Από τα ούτε 18, να σκεφτούμε με το ζόρι τη σχολούλα, τη δουλίτσα, τη ζωούλα και όσα ακόμη ανέραστα υποκοριστικά μπορούμε να αντέξουμε.
Για να μη σας κρατάω και εσάς σε αγωνία, στα μισά έσκισα στα άλλα μισά με ξέσκισαν. Την ημέρα των αποτελεσμάτων δεν τη θυμάμαι. Λογικά θα μέτραγα τις αρρυθμίες μου με τα χάλια μαθηματικά που ήξερα. Κλάματα χαράς και απογοήτευσης, με έβαλαν για τα καλά στο κλίμα. “Γιαγιά θα γίνω ανθρωπολόγος”, “Δεν πειράζει κορίτσι μου, όμορφη είσαι κάποιο καλό παιδί θα βρεις…”.
Όχι, τα μαθητικά χρόνια δεν ήταν σίγουρα τα καλύτερα. Καταπίεσαν τη φαντασία, ενοχοποίησαν τις κοπάνες, δεν βρήκαν χώρο τα καλύτερα φιλιά, τα πρώτα. Τα φοιτητικά ναι, ήταν χρόνια ευτυχισμένα. Εγώ βγήκα από το Πάντειο πολύ πιο ξανθιά και ελεύθερη, για να σου γράψω σήμερα με μεγάλη σιγουριά, ότι αν δεν ήταν εκείνο το κτήριο στη Συγγρού, θα ήταν κάποιο άλλο. Οι άνθρωποι δεν είμαστε οι πόρτες που κλείνουν πίσω μας, αλλά οι πόρτες που ανοίγουν μέσα μας. Κανένα από τα 3 γράμματα, είτε ΑΕΙ,είτε ΤΕΙ, δεν θα σε κάνουν περισσότερο ευτυχισμένο αν δεν βρεις τρόπο να αντέχεις ελεύθερος, τους κανόνες της πραγματικότητας.
Τεράστιο χειροκρότημα στα παιδιά που πέρασαν στις σχολές, με την ευχή να μπει ένα τέλος στην αηδία “Και τι καταλάβατε; Άνεργοι με πτυχίο θα είστε”. Το ίδιο ακριβώς και σε εκείνα τα παιδιά που δεν πέρασαν και άντεξαν να είναι παρών σε αυτήν την ευνουχιστική διαδικασία. Οι δρόμοι ανοίγουν περπατώντας τους.
Γίνετε ζωγράφοι, ιατροί, κομμωτές, κηπουροί, δικηγόροι, μοντέλα, τραγουδιστές, φιλόλογοι, ηθοποιοί, μαθηματικοί, αλλά μην ξεχάσετε ποτέ ότι πάντα ονειρευόσασταν να είστε αστροναύτες, σε ένα σύμπαν που κανείς δεν μπορεί να σας βάλει όρια…
Χρύσα Λύκου