Μπορεί όντως ο άνθρωπος να ζήσει μέχρι τα 100;

Τους δύο προηγούμενους αιώνες το προσδόκιμο επιβίωσης βελτιωνόταν με ταχύτατο ρυθμό και κερδίσαμε τουλάχιστον 40 χρόνια ζωής. Τα τελευταία 15 χρόνια όμως η μακροζωία πάτησε «φρένο» σύμφωνα με μετρήσεις των Βρετανών. Στην Ελλάδα πλέον κερδίζουμε μόνο έναν χρόνο ζωής ανά 13 χρόνια

Το 1840 ο μέσος όρος ζωής ήταν η ηλικία των 40 ετών. «Ομως οι βελτιώσεις που έγιναν στη διατροφή, την υγιεινή, τη στέγαση, την ύδρευση και την αποχέτευση κατά τη διάρκεια της Βικτοριανής Περιόδου στη Βρετανία, το προσδόκιμο επιβίωσης το 1900 έφτασε τα 60 έτη», αναφέρει για παράδειγμα το BBC. Δηλαδή μέσα σε 60 χρόνια αυξήθηκε κατά 20 χρόνια ο μέσος όρος ζωής του ανθρώπου.

Κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, με εξαίρεση τα χρόνια των μεγάλων πολέμων, έγιναν περαιτέρω βελτιώσεις με την καθιέρωση της καθολικής υγειονομικής κάλυψης του πληθυσμού και των εμβολιασμών στην παιδική ηλικία.

Από τη δεκαετία του 1970 και έπειτα, η ιατρική πρόοδος στις καρδιαγγειακές νόσους έδωσε ακόμη περισσότερα χρόνια ζωής στον άνθρωπο. Τόσο πολύ, ώστε από την αρχή του 21ου αιώνα, το προσδόκιμο επιβίωσης των γυναικών ήταν τα 80 έτη και των ανδρών τα 75.

Και η διαδικασία αύξησης του μέσου όρου ζωής συνεχίστηκε με την προσθήκη ενός έτους κάθε τέσσερα χρόνια. Τότε όμως, ξαφνικά «πάγωσε» ή καλύτερα επιβραδύνθηκε ταχύτατα, όπως αναφέρει το BBC, επικαλούμενο στοιχεία από την Στατιστική Υπηρεσία της Βρετανίας (ONS).

Περίπου η ίδια, ίσως και λίγο μεγαλύτερη είναι η επιβράδυνση της αύξησης ηλικίας και στην Ελλάδα από το 1970 και μετά, σύμφωνα με την ανάλυση των δεδομένων της Εθνικής Στατιστικής Αρχής που έκανε το Protagon.

Στην Ελλάδα

Οι «καλύτερες» χρονιές της χώρας μας ήταν το 2014 και το 2016 με τη μέση ηλικία του γενικού πληθυσμού να φτάνει στα 81,5 έτη.

Το 2017 μειώθηκε οριακά και κατά ένα μήνα ο μέσος χρόνος ζωής των Ελλήνων.

Από το 1970 που ο μέσος όρος ζωής των Ελλήνων ήταν τα 73,8 χρόνια, ζούμε σήμερα πέντε χρόνια περισσότερα.

Ο ρυθμός αύξησης θα χαρακτηριζόταν «ομαλός», αφού κάθε χρόνο «κερδίζαμε» μερικούς μήνες ζωής και δεν έγινε κάποια απότομη αύξηση.

Από το 1970 και μετά ανά τέσσερα με έξι χρόνια, ο μέσος χρόνος ζωής του Ελληνα αυξανόταν κατά ένα έτος.

Ομως και στη χώρα μας επιβραδύνθηκε η αύξηση, αφού από το 2004 μέχρι το 2017, ο μέσος όρος αυξήθηκε μόλις ένα έτος, δηλαδή μετά από 13 χρόνια.

Οι γυναίκες ζουν σταθερά περισσότερο από τους άντρες και φτάνουν μέχρι και τα 84 έτη, ενώ ο μέγιστος μέσος όρος των ανδρών είναι τα 78,9 χρόνια.

Βραχυπρόθεσμη ή μακροπρόθεσμη τάση;

Αρχικά πολλοί ειδικοί διερωτήθηκαν αν πρόκειται για κάτι βραχυπρόθεσμο – αν τα χρόνια της ανθρώπινης ζωής είχαν φτάσει στο ζενίθ.

Τα τελευταία στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η ONS για τα έτη από το 2016 έως και το 2018, δηλαδή σε μία τριετή βάση, είναι τα πρώτα που έκαναν στατιστική διόρθωση, καθώς απέκλεισαν στα βρετανικά δεδομένα τον χειμώνα του 2015, όταν πολλοί υπερήλικες έπεσαν θύματα του πολικού ψύχους και της γρίπης. Κάτι που τελικά είχε μειώσει τον ρυθμό αύξηση της μέσης ηλικίας.

Και ενώ υπήρξε στατιστική διόρθωση και φάνηκε μία μικρή αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης, τελικά ήταν και πάλι αρκετά πιο χαμηλά από το ρυθμό που είχαμε συνηθίσει να βλέπουμε να καταγράφεται τα προηγούμενα χρόνια.

Με τους ρυθμούς που αυξάνονται σήμερα τα χρόνια ζωής του ανθρώπου, πλέον απαιτούνται περισσότερα από 12 χρόνια για να «κερδίσει» ακόμη ένα χρόνο ζωής. Τουλάχιστον στη Βρετανία όπου έγινε η ανάλυση των δεδομένων.

Οι αιτίες

Ενα σενάριο είναι ότι μετά από τόσα χρόνια αύξησης της ηλικία, οι άνθρωποι έχουν φθάσει πλέον στο ανώτατο όριο διάρκειας της ζωής τους. Το ρεκόρ μακροζωίας κατέχει η Ζαν Καλμέν από τη Γαλλία, η οποία έφτασε στα 122. Αυτό βέβαια συνέβη ως εξαίρεση και έγινε πριν από 20 χρόνια.

Ο αμερικανός γενετιστής Ντέιβιντ Σινκλέρ, αναφέρει στο βιβλίο του «Lifespan» (Μακροζωία), ότι οι άνθρωποι θα μπορούν να ζουν περισσότερο, «εάν ενισχύσουμε τα γονίδια που σχετίζονται με τη μακροζωία».

Ωστόσο, όπως υπογραμμίζει το BBC, υπάρχουν πολλά τεκμηριωμένα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι ο πληθυσμός της Βρετανίας δεν θα έπρεπε να έχει φτάσει στα μέγιστα όρια της μακροζωίας ακόμη.

Στην Ιαπωνία για παράδειγμα, όπου το προσδόκιμο επιβίωσης είναι ήδη μεγαλύτερο από τη Βρετανία, έχει αυξηθεί ακόμη περισσότερο τα τελευταία χρόνια. Στην πραγματικότητα, από τις αναπτυγμένες χώρες που περιλαμβάνονταν στα στατιστικά, υπήρχε μόνο μία που είχε σημαντικά μικρότερο μέσο όρο ζωής από τη Βρετανία, οι ΗΠΑ.

Πολύπλοκοι παράγοντες

Ο Εντουαρντ Μόργκαν, ειδικός της Στατιστικής Αρχής της Βρετανίας, εξηγεί ότι υπάρχουν πολλοί και πολύπλοκοι παράγοντες που θα πρέπει να διερευνηθούν, ώστε να διεξαχθούν σωστά αποτελέσματα. Η Εθνική Αρχή Υγείας της Βρετανίας έχει ήδη αναλύσει κάποιους από αυτούς.

Σύμφωνα με έκθεση που δημοσιεύτηκε το προηγούμενο έτος, το οποίο θέτει υπό ανάλυση αρκετούς παράγοντες, μία πιθανή εξήγηση είναι ότι μέχρι σήμερα δεν υπήρξε κάποια μεγάλη ιατρική ανακάλυψη που θα αλλάξει το «παιχνίδι» στην υγεία, τουλάχιστον τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Καθώς οι άνθρωποι σταματούν να πεθαίνουν από τη μία αιτία, κάποια άλλη παίρνει τη θέση της.

Με τη μείωση των θανάτων από καρδιαγγειακά νοσήματα, καρκίνο και εγκεφαλικά, τα ποσοστά θανάτου από άνοια έχουν αρχίσει να αυξάνονται. Η ιατρική κοινότητα αγωνιά εδώ και χρόνια για να βρει τρόπους να επιβραδύνει τις νόσους, όχι όμως να τις θεραπεύσει, και το προσδόκιμο επιβίωσης έχει περιοριστεί.

Τα μέτρα λιτότητας διαδραματίζουν επίσης πολύ σημαντικό ρόλο στην επιβράδυνση, κάτι για το οποίο είχε προειδοποιήσει ο Μισέλ Μαρμότ, σύμβουλος του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας. Και αυτό είναι κάτι που αναμένεται να φανεί ότι έχει επηρεάσει την Ελλάδα τα επόμενα χρόνια.

Τα δεδομένα έχουν καταδείξει ότι οι φτωχότεροι άνθρωποι έχουν τη μεγαλύτερη μείωση βελτίωσης στο προσδόκιμο επιβίωσης, κάτι που δείχνει πόσο σημαντικές είναι οι δημόσιες δαπάνες στην υγεία και στην κάλυψη του γενικού πληθυσμού.

Ωστόσο, η έκθεση απέχει πολύ από το να καταλήξει σε κάποιο συμπέρασμα. Το μόνο βέβαιο είναι ότι όσο περισσότερο συνεχίζεται αυτή η τάση, τόσο δυσκολότερο θα είναι να βρούμε μία απάντηση.

Protagon