Εντυπωσιακά ευρήματα ήρθαν στο φως κατά τις φετινές ανασκαφές στην Αρχαία Τενέα που εντοπίστηκε το 2018 κοντά στο χωριό Χιλιομόδι Κορινθίας, προκαλώντας το διεθνές ενδιαφέρον.
Η ανασκαφική έρευνα του 2018 αποκάλυψε τα πρώτα οικιστικά κατάλοιπα της αρχαίας πόλης, ενώ με την φετινή έρευνα, που ολοκληρώθηκε πριν από λίγες μέρες, γνωρίζουμε πλέον πολύ περισσότερα για την πόλη που, σύμφωνα με τον μύθο, ανέθρεψε τον Οιδίποδα.
«Βρισκόμαστε στον χώρο της ανασκαφής που διεξάγεται στο πλαίσιο της συστηματικής αρχαιολογικής έρευνας στο Χιλιομόδι Κορινθίας, η οποία γίνεται από το 2013 υπό τη διεύθυνση της επίτιμης γενικής διευθύντριας, Δρ. Έλενας Κόρκα. Φέτος, ανακαλύψαμε ένα συγκρότημα λουτρικών εγκαταστάσεων, έκτασης περίπου 500 τ.μ., των ρωμαϊκών χρόνων. Εντοπίστηκαν τρεις χώροι θερμών λουτρών -δυο από τους οποίους καταλήγουν σε αψίδες- με υπόκαυστα και υπόγειες στοές praefurnium για την τροφοδοσία και τον καθαρισμό των υποδαπέδιων χώρων», αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Παρασκευή Ευαγγέλογλου, συνεργάτιδα της κ. Κόρκα και αρχαιολόγος της Εφορείας Αρχαιοτήτων (ΕΦΑ) Κορινθίας, που μας υποδέχτηκε στον χώρο των ανασκαφών.
«Τα πήλινα δάπεδα σώζονται σε εξαιρετική κατάσταση, πολλά μάλιστα φέρουν και χρώμα επάνω. Νότια, οι χώροι των θερμών λουτρών επικοινωνούν με άλλους τέσσερις χώρους, που δεν έχουν ανασκαφεί πλήρως. Δηλαδή τα 500 τ.μ. αποτελούν ένα τμήμα των λουτρικών εγκαταστάσεων που αποκαλύφθηκαν φέτος», συνεχίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Ευαγγέλογλου, επισημαίνοντας ότι οι μεγάλες διαστάσεις του συγκροτήματος (το οποίο χρονολογείται από τα μέσα του 1ου αι. π. Χ. ως τα τέλη του 3ου αι. μ. Χ., με ακμή στον 1ο και 2ο αι. μ. Χ.) υποδηλώνουν ότι ο χώρος ήταν για δημόσια χρήση.
Εντυπωσιακά, όμως, είναι και τα υπόλοιπα ευρήματα, που βλέπουν σταδιακά το φως από πέρυσι. «Βόρεια των λουτρών και σε άμεση επαφή με το συγκρότημα εντοπίστηκαν εγκαταστάσεις αρχαϊκών χρόνων. Βρέθηκε ένα πηγάδι με εξάγωνο στόμιο, στο οποίο έχουμε φτάσει σε βάθος 15 μέτρων. Το πηγάδι είναι κτιστό εσωτερικά, ενώ περιμετρικά του εντοπίστηκαν τοίχοι των αρχαϊκών χρόνων. Όλη η κεραμική μας στον χώρο αυτό ανήκει στην αρχαϊκή περίοδο. Επίσης, δίπλα στο πηγάδι βρέθηκε αποθέτης με αρχαϊκά αναθήματα, ειδώλια, μικρογραφικά αγγεία. Τα στοιχεία αυτά μας παραπέμπουν σε μια λατρευτική χρήση του χώρου, μένει όμως να προχωρήσουμε τις ανασκαφές του χρόνου προκειμένου να επιβεβαιώσουμε την ύπαρξη μνημείων που σχετίζονται με κάποια λατρεία στην περιοχή».
Μεταξύ άλλων, στον αποθέτη βρέθηκαν αρύβαλλοι (είδος αγγείου, συνήθως για τη φύλαξη αρωματικών ελαίων), σκυφίδια (μικρά βαθιά αγγεία με ανοιχτό στόμιο), αναθηματικά ειδώλια, όπως πήλινα αλογάκια και άλογα με ιππείς, καθώς και δυο ομοιώματα από σιδερένιες τράπεζες. «Ταυτόχρονα στον χώρο βόρεια του πηγαδιού εντοπίστηκε τμήμα γλυπτού -μηρός από κούρο- από παριανό μάρμαρο, το οποίο χρονολογείται τους ύστερους αρχαϊκούς χρόνους. Στον ίδιο χώρο βρέθηκε, επίσης, τμήμα από ώμο αγάλματος, δηλαδή έχουμε και κατάλοιπα γλυπτικής», επισημαίνει η αρχαιολόγος στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, το οποίο είχε την τύχη να παραβρεθεί στην ανακάλυψη ενός νέου εντυπωσιακού ευρήματος που αναδύθηκε εκείνη τη στιγμή μέσα από το πηγάδι: ένα τμήμα από μαρμάρινο γλυπτό, πιθανόν Αφροδίτης.
Εκτός από τα αρχαϊκά κατάλοιπα που έχουν εντοπιστεί, ένα σημαντικό στοιχείο που παραπέμπει τους αρχαιολόγους στην ύπαρξη κατασκευών πρωιμότερων των ρωμαϊκών χρόνων, είναι και η σωρεία αρχιτεκτονικού υλικού από τον χώρο του πηγαδιού που έχει επαναχρησιμοποιηθεί τη ρωμαϊκή εποχή για την ανοικοδόμηση των λουτρών. «Πρόκειται για εξαιρετικό αρχιτεκτονικό υλικό που μας παραπέμπει σε μνημειακές κατασκευές πρωιμότερων χρόνων, δηλαδή αρχαϊκών, κλασικών και ελληνιστικών», επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Ευαγγέλογλου. Και προσθέτει: «Φαίνεται ότι ο χώρος είχε μια διαχρονική χρήση, που ακολουθεί τη διάρκεια ζωής της πόλης η οποία, όπως γνωρίζουμε, εγκαταλείπεται με τις επιδρομές των Αβαροσλάβων τον 6ο αι. μ Χ., οπότε οι κάτοικοι αναγκάζονται να καταφύγουν στα ορεινά μέρη για να προφυλαχθούν».
Σύμφωνα με τον μύθο, μετά την πτώση της Τροίας, ο Αγαμέμνονας εγκατέστησε Τρωάδες από την Τένεδο στην περιοχή, που είναι ένα σταυροδρόμι, ένα κεντρικό σημείο. «Είναι ο δρόμος που ενώνει την αρχαία Κόρινθο με τις Μυκήνες και το ‘Αργος, οπότε κατά κάποιο τρόπο ήταν οι ‘φύλακες’ της περιοχής. Επίσης, εδώ, σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές, είχε ανατραφεί ο Οιδίποδας. Μάλιστα, έχει βρεθεί σε σωστικές ανασκαφές της δεκαετίας του 1960 ρωμαϊκός λύχνος με παράσταση του Οιδίποδα σε νεαρή ηλικία», επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Ευαγγέλογλου. Έκτοτε, η πόλη αναπτύχθηκε και τον 8ο αι. π. Χ. συμμετείχε στον αποικισμό των Συρακουσών με αρχηγό τον Κορίνθιο Αρχία. Στους ελληνιστικούς χρόνους η αρχαία Τενέα ακμάζει, ενώ στη ρωμαϊκή περίοδο είναι η μοναδική πόλη που, σύμφωνα με τις πηγές, δεν καταστρέφεται λόγω της κοινής καταγωγής των Τενεατών με τους Ρωμαίους (μύθος Αινεία).
Η μεγαλοπρέπεια και η ευμάρεια της πόλης φαίνεται, εξάλλου, και στα ευρήματα, όπως στα πολυτελή κτερίσματα των τάφων, μεταξύ των οποίων ένα επιχρυσωμένο χάλκινο στεφάνι, χρυσά ενώτια, δαχτυλίδια και πολλά άλλα. Ή στα χρυσά αντίγραφα νομισμάτων (π.χ. της Σικυώνας) που έπαιζαν τον ρόλο του οβολού, καθώς και στον ασημένιο στατήρα της Κορίνθου, που χρονολογείται γύρω στο 480 π.Χ. «Είναι το σπανιότερο νόμισμα που έκοψε η Κόρινθος. Οι Αμερικανοί, που σκάβουν στην Κόρινθο 120 χρόνια έχουν βρει 10 τέτοια νομίσματα, κι εμείς με το ‘καλημέρα’ βρήκαμε ένα, το οποίο είναι άριστο», είπε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Κωνσταντίνος Λαγός, ιστορικός, νομισματολόγος, μέλος της ερευνητικής ομάδας. Ευμάρεια δείχνει επίσης το ταφικό μνημείο των ρωμαϊκών χρόνων που έχει εντοπιστεί στην περιοχή, όπου εκτείνεται οργανωμένο νεκροταφείο ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων. «Είναι ένα μοναδικό μνημείο, δίχωρο, υπέργειο, ναόσχημο, που δείχνει μια πολυτέλεια», τονίζει η κ. Ευαγγέλογλου για να καταλήξει ως προς τις έρευνες: «Ουσιαστικά είμαστε στην αρχή του νήματος. Δηλαδή, πέρυσι βρήκαμε τα πρώτα οικιστικά κατάλοιπα και πλέον από εδώ αρχίζουμε να μπαίνουμε στα δημόσια κτίρια της πόλης».
Σημειώνεται ότι τα φετινά αρχαιολογικά κατάλοιπα, που προσφέρουν σημαντικά στοιχεία για τους κεντρικούς δημόσιους χώρους της αρχαίας πόλης, εντοπίστηκαν δυτικά και σε μικρή απόσταση από τις οικιστικές εγκαταστάσεις που ανασκάφηκαν το 2018.
ΑΠΕ-ΜΠΕ