Μπορεί οι καταστηματάρχες να ανησυχούν για το “στενό φορολογικό μαρκάρισμα” στο χύμα τσίπουρο, ωστόσο ο Σύνδεσμος Βιομηχανιών Θεσσαλίας και Στερεάς Ελλάδος έχει αντίθετη άποψη
Την ικανοποίηση του για τους ελέγχους στα προϊόντα απόσταξης (τσίπουρο, τσικουδιά) εκφράζει ο Σύνδεσμος Βιομηχανιών Θεσσαλίας και Στερεάς Ελλάδος, επισημαίνοντας την ανάγκη να προστατευθεί η δημόσια υγεία αλλά και η γεωγραφική ένδειξη των προϊόντων.
Σε έγγραφο ο Σύνδεσμος σημειώνει συγκεκριμένα ότι: «Έχοντας μέλη επιχειρήσεις που εμπλέκονται στην παραγωγή και την διακίνηση Τσίπουρου, ο Σύνδεσμός ήθελε να εκφράσει την απόλυτη στήριξη του στην απόφαση αυτή προκειμένου να προστατευθεί επιτέλους η γεωγραφική ένδειξη «τσίπουρο/τσικουδιά» από την καταστρατήγηση που υφίσταται λόγω της παράνομης χρήσης της ένδειξης για προϊόντα που δεν διασφαλίζουν την τήρηση του οικείου τεχνικού φακέλου, καθώς και να διασφαλιστεί η υγεία των καταναλωτών από προϊόντα αμφιβόλου προελεύσεως.
Η προστασία των καταναλωτών αλλά και αυτή των γεωγραφικών ενδείξεων Τσίπουρο/Τσικουδιά είναι το πρώτο αναγκαίο βήμα που θα οδηγήσει στην ανάπτυξη του κλάδου της αποσταγματοποιίας και ποτοποιίας με ενίσχυση των επενδύσεων και βέβαια ενίσχυση των δημοσίων εσόδων μέσω των ειδικών φόρων κατανάλωσης και των εξαγωγών».
Προβληματισμός στους ιδιοκτήτες
Την ίδια στιγμή, η αναγκαστική στροφή στο τυποποιημένο τσίπουρο το οποίο, λόγω και της υψηλής φορολόγησης του, είναι αρκετά πιο ακριβό από το χύμα έχει μειώσει τόσο την πελατεία αλλά και περιορίσει δραστικά το περιθώριο κέρδους.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στα τσιπουράδικα, τα ουζερί και τις ταβέρνες τα 250ml χύμα τσίπουρου προσφέρονταν σε μία τιμή των 5-6 ευρώ με το μεγαλύτερο μέρος να καταλήγει στην τσέπη του μαγαζάτορα όταν τα περισσότερα επώνυμα τσίπουρα των 200 (μόλις) ml ξεκινούσαν στην καλύτερη περίπτωση από τα 6 ευρώ.
Από τα 6 αυτά ευρώ κάτι παραπάνω από 3 ευρώ αφορούσε φόρους και τα υπόλοιπα 2 και κάτι ευρώ θα έπρεπε να μοιραστεί στο όλο κύκλωμα διακίνησης (εμφιαλωτής, χονδρέμπορος, κάβα και χώρος εστίασης).
Σύμφωνα με στοιχεία μελέτης του ΙΟΒΕ σχεδόν τα 4/5 της συνολικής παραγωγής τσίπουρου είναι παρανόμως παραγόμενη και διατίθεται κυρίως χύμα μέσω λαϊκών αγορών και σε τσιπουράδικα. Το χύμα τσίπουρο έκανε την έντονη την εμφάνιση του στις αρχές της δεκαετίας του ’90 όταν άλλαξε η σχετική νομοθέσια αλλά βρέθηκε στο στόχαστρο τόσο του ΟΟΣΑ όσο και της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα χρόνια της ύφεσης σε μία προσπάθεια καταπολέμησης της φοροδιαφυγής και του αθέμιτου ανταγωνισμού.