Αριάδνη Λουκάκου
Σιχαινόσουν τις μετά – θάνατον αγιογραφίες, Ρίκα, και κορόιδευες το θάνατο μεσ’ τη μούρη. Δεν τον φοβόσουν, μου είπες μια από τις τελευταίες φορές που σε είδα κοιτώντας με βαθιά μέσα στα μάτια. «Δεν μου συμβαίνει κάτι ιδιαίτερο, ούτε θεωρώ ότι είμαι άτυχη. Αυτό που μου συμβαίνει το περνάνε εκατομμύρια άνθρωποι, όχι, δε νιώθω άτυχη».
Εμείς όμως που μείναμε πίσω νιώθουμε άτυχοι, άτυχοι κι απελπισμένοι που δεν θα ξανακούσουμε το γάργαρο γέλιο σου και την τόσο χαρακτηριστική φωνή σου. Ακόμα και τώρα δεν μπορώ να σε σκεφτώ χωρίς να χαμογελάσω – ακόμα και στα πιο δύσκολα είχες ένα κέφι κι ένα μπρίο μεταδοτικό, ένα χιούμορ που τσάκιζε κόκκαλα και δεν άφηνε τίποτα όρθιο, ένα κοφτερό μυαλό, μια βαθιά καλλιέργεια που δεν διαφήμισες ποτέ και κυρίως μια τεράστια καρδιά.
Δεν έχω ξανασυναντήσει άνθρωπο να νοιάζεται τόσο πολύ για τους άλλους, όχι μόνο για τους φίλους σου, αλλά και για τα προσφυγόπουλα που φρόντιζες στα κρυφά, τους κάθε λογής αδικημένους και κατατρεγμένους.
Δημιουργικά αθυρόστομη και προκλητικά σκανταλιάρα, αυθόρμητη σαν παιδί και σοφή ταυτόχρονα, έζησες τη ζωή σου ελεύθερη, ρουφώντας με πάθος κάθε της στιγμή, μέχρι το τέλος. Λυπάμαι που σε γνώρισα τόσο αργά, είμαι όμως ευγνώμων που με τίμησες με τη φιλία και την εμπιστοσύνη σου. Δεν ξέρω τώρα σε ποιον θα λέω τα γκομενικά μου (αγαπημένο σου θέμα συζήτησης) ούτε ποιος θα με κοροϊδεύει μέχρι αηδίας μέχρι να πάψω να μεμψιμοιρώ και να σκάω στα γέλια.
Ήσουν ένα μοναδικό, μαγικό, σπάνιο πλάσμα, όμορφη πολύ μέσα-έξω, λαμπερή, γενναιόδωρη, γενναία. Ήσουν επίσης πολύ ταλαντούχα σε ό,τι κι αν έκανες, τα κείμενα που μας έχεις αφήσει θα μας κρατάνε συντροφιά κάθε φορά που θα μας λείπεις. Θα μας λείψεις, Ρίκα, πολύ. Το ήθος σου, η φυσική σου ευγένεια και καλοσύνη, το χιούμορ σου, η αγάπη που απλόχερα σκόρπιζες γύρω σου κι αυτή η λαχτάρα για ζωή. Έζησες λίγο αλλά τόσο έντονα την κάθε σου στιγμή. Αντίο, Ρικάκι. Δεν θα σε ξεχάσω ποτέ.