Στην Καστοριά τα περισσότερα κρούσματα ενδοοικογενειακής μετάδοσης

Δεν είναι τυχαίο ότι 26 κρούσματα ενδοοικογενειακής μετάδοσης του κορονοϊού εντοπίστηκαν κατά την τελευταία επιδημιολογική καταγραφή του ΕΟΔΥ, σε όλες τις περιοχές που υπήρξε μεγάλη έξαρση κρουσμάτων. Συρροές κρουσμάτων μέσα στην ίδια οικογένεια εντοπίστηκαν στα Ιωάννινα, την Καστοριά, την Κοζάνη, την Πέλλα και τη Λάρισα.

Είναι γνωστό ότι η νόσος Covid-19 εξαπλώνεται πιο εύκολα μεταξύ των ανθρώπων που ζουν μαζί. Πολύ περισσότερο, καθώς κάποιο μέλος της οικογένειας μπορεί να είναι μολυσμένο με τον ιό, αλλά να βρίσκεται σε προ-συμπτωματική φάση ή ακόμα και να μην εμφανίσει ποτέ συμπτώματα. Στη χώρα μας εντοπίστηκαν κατά τη χθεσινή επιδημιολογική έκθεση του ΕΟΔΥ, 26 περιπτώσεις ανθρώπων που νόσησαν, μετά από επαφή με μέλη της οικογένειάς τους. Συγκεκριμένα από τα 482 συνολικά κρούσματα που εντοπίστηκαν στην Ελλάδα, αναφέρθηκαν τα εξής κρούσματα ενδοοικογενειακής μετάδοσης.

  • 9 στην Π.Ε. Καστοριάς
  • 7 στην Π.Ε. Κοζάνης
  • 4 στην Π.Ε. Λάρισας
  • 3 κρούσματα στην Π.Ε. Ιωαννίνων
  • 3 στην Π.Ε. Πέλλας

Πρόσφατες μελέτες που έχουν δημοσιευθεί σε έγκριτα επιστημονικά περιοδικά, υποστηρίζουν ότι υπάρχει ανάγκη για σπάσιμο της αλυσίδας μετάδοσης εντός των νοικοκυριών, μέσω της έγκαιρης ανίχνευσης και απομόνωσης των στενών επαφών. Οι πρακτικές αυτές θα μπορούσαν να μειώσουν σημαντικές τις νέες λοιμώξεις από Covid-19.

Τι δείχνουν οι μελέτες

Σύμφωνα με τις πρώτες παγκόσμιες μελέτες που έχουν δημοσιευθεί, τα άτομα που είναι θετικά στον ιό μπορεί να μεταδίδουν πιο εύκολα τη νόσο Covid-19 πριν εμφανίσουν τα πρώτα συμπτώματα. Στην περίπτωση αυτή, τα μέλη της οικογένειας ηλικίας άνω των 60 ετών, είναι πολύ πιο εύκολο να κολλήσουν τον ιό. Η μελέτη που έγινε ανάμεσα σε 349 άτομα με Covid-19 και 1.964 στενές επαφές τους από την Κίνα, δημοσιεύθηκε στο περιοδικό The Lancet Infectious Diseases.

Η μελέτη περιλάμβανε άτομα που ζούσαν μαζί, οικογένειες που δεν συμβίωναν κάτω από την ίδια στέγη και επαφές εκτός της οικογένειας, όπως συναδέλφους, γείτονες και φίλους. Αποδείχθηκε ότι οι οικογενειακές εστίες αποτελούν κύρια πηγή μόλυνσης. Μάλιστα, όσο περισσότερο εξαπλώνεται ο ιός, τόσο περισσότερο είναι πιθανόν να μολυνθεί κάποιος εντός ή εκτός της οικογενειακής εστίας.

Το σημαντικό στοιχείο που προκύπτει από τη μελέτη είναι ότι η περίοδος της επώασης του ιού από 5 έως 6 ημέρες -όταν δηλαδή το μολυσμένο άτομο δεν έχει συμπτώματα- είναι η πιο μολυσματική, οπότε ο ιός δύναται να μεταδοθεί πιο εύκολα. Αυτό σημαίνει ότι οι άνθρωποι για να είναι προστατευμένοι θα πρέπει να φορούν μάσκα όλη την ώρα. Οι περισσότεροι άνθρωποι, όμως, βγάζουν τη μάσκα τους μέσα στο σπίτι, επειδή αισθάνονται ασφαλείς και προστατευμένοι.

Το 40% των μελών της οικογένειας θα μπορούσαν να προστατευθούν εάν ο ασθενής έχει συμπτώματα

Το 5% των κρουσμάτων Covid-19 δεν είχε αναπτύξει συμπτώματα κατά την περίοδο της διεξαγωγής της μελέτης. Επίσης, φάνηκε ότι σε βάση ημερήσιας έκθεσης στον ιό, τα μέλη της οικογένειας είχαν κατά 39 έως 41% λιγότερες πιθανότητες να μολυνθούν από Covid-19 όταν ο ασθενής εμφάνιζε συμπτώματα, παρά κατά την περίοδο επώασης.

Ο κίνδυνος μόλυνσης εντός των νοικοκυριών, μάλιστα, ήταν υψηλότερος στους ενήλικες, ηλικίας από 60 ετών και άνω. Συγκεκριμένα το 28% (περίπου ένας στους τέσσερις) κινδυνεύει να μολυνθεί όταν ζει κάτω από την ίδια στέγη με μολυσμένο συγγενικό του πρόσωπο και κατά 18,4% όταν δεν ζει μαζί με το συγγενικό του πρόσωπο, σύμφωνα με την ίδια έρευνα. Η πιθανότητα μόλυνσης ήταν η χαμηλότερη, επίσης, σε άτομα ηλικίας κάτω των 20 ετών και συγκεκριμένα κατά 6,4% για όσους ζούσαν μαζί και κατά 5,2% για οικογένειες που δεν ζούσαν στο ίδιο σπίτι.

Οι συγγραφείς της μελέτης καταλήγουν τέλος ότι είναι ζωτικής σημασίας για τον περιορισμό της πανδημίας, η έγκαιρη ανεύρεση και απομόνωση των κρουσμάτων εντός της οικογένειας, η οποία θα μπορούσε να αποτρέψει το 20-50% των δευτερογενών λοιμώξεων Covid-19.

iatropedia