Η μεγάλη πλειονότητα των πιο συχνά συνταγογραφούμενων φαρμάκων -το 90%- περιέχει τουλάχιστον ένα συστατικό (έκδοχο) που προστίθεται για να βελτιώσει τη γεύση, την διάρκεια ζωής, και άλλα χαρακτηριστικά τους, όπως χρώμα, αφή, οσμή, όψη. Παραδείγματα τέτοιων συστατικών είναι η λακτόζη, το φυστικέλαιο, η γλουτένη και οι χρωστικές ουσίες. Σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Science Translational Medicine, το 45% των φαρμάκων που εξετάστηκαν περιείχε λακτόζη. Αποκλειστική πηγή της λακτόζης είναι το γάλα. Η λακτόζη είναι ένα φυσικό σάκχαρο που βρίσκεται σε αξιόλογες ποσότητες κυρίως στο γάλα αλλά και στα γαλακτοκομικά προϊόντα.
Ο εντοπισμός και η επιλογή χαπιών χωρίς λακτόζη, γεγονός που ενδιαφέρει τους vegan, τους αυστηρά χορτοφάγους, τους νηστεύοντας, αλλά και τους αλλεργικούς στο γάλα είναι σχεδόν αδύνατη υπόθεση.
«Αυτό που είναι αληθινά εντυπωσιακό για αυτά τα δεδομένα είναι η περιπλοκότητά τους», αναφέρει o βιοχημικός Daniel Reker. «Υπάρχουν εκατοντάδες διαφορετικές μορφές χαπιών που έχουν την ίδια ιατρική χρήση αλλά χρησιμοποιούν διαφορετικά έκδοχα και σε διαφορετικούς συνδυασμούς».
Το θέμα της επισήμανσης των εκδόχων στο κουτί των φαρμάκων είναι ένα ζήτημα που απασχολεί την φαρμακευτική κοινότητα, αλλά δεν είναι απλό θέμα.
Για την νηστεία λοιπόν γνωρίζουμε πως πολλά χάπια, περιέχουν λακτόζη, αλλά όπως λένε οι γραφές «ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει…».
Τα εκκλησιαστικά κείμενα λένε ότι η κατάλυση είναι επιτρεπτή από ασθενή. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος γράφει: «Κανείς λογικός άνθρωπος δεν θα κατηγορήσει κάποιον, που εξαιτίας σωματικής ασθένειας, δεν μπορεί να νηστέψει».
Οι ασθενείς λοιπόν που ακολοθούν κάποια θεραπεία/φαρμακευτική αγωγή δεν θα πρέπει να προβληματίζονται ότι «καταλύουν» τη νηστεία τους λόγω των χαπιών. Πρέπει να συνεχίσουν την αγωγή τους κανονικά και τις μέρες νηστείας. Αυτό συμβουλεύουν και όλοι οι πνευματικοί της εκκλησίας μας.
cibum