Τα συμπτώματα που προειδοποιούν για τον κίνδυνο θρόμβωσης

Ποια είναι τα συμπτώματα που πρέπει να μας ανησυχήσουν μετά τον εμβολιασμό μας για την COVID-19 με το εμβόλιο της AstraZeneca όσον αφορά στον κίνδυνο θρόμβωσης – Ο Καθηγητής Καρδιολογίας Δημήτρης Τουσούλης, Αντιπρύτανης ΕΚΠΑ μάς ενημερώνει για όλα όσα πρέπει να γνωρίζουμε για την επιπλοκή της θρόμβωσης και τους τρόπους αντιμετώπισης

Σύμφωνα με τα μέχρι τώρα στοιχεία, περίπου 3 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν πεθάνει από τη νόσο COVID-19 (Corona Virus Disease 2019). Από τον Ιανουάριο του 2021, ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων (European Medicines Agency – EMA) έχει εγκρίνει για χρήση το εμβόλιο της AstraZeneca. Ενώ το εν λόγω εμβόλιο είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικό, έχει παρατηρηθεί ότι μετά από την χορήγησή του για την COVID-19, μια σπάνια επιπλοκή του είναι η θρομβοκυτοπενία και θρόμβωση κυρίως στο φλεβικό δίκτυο στους πνεύμονες, στην κοιλιακή χώρα αλλά και στον εγκέφαλο. Αντίστοιχα, έχουν αναφερθεί τέτοιες σπάνιες περιπτώσεις στις ΗΠΑ μετά το εμβόλιο της Johnson-Johnson.

Για ποια εμβόλια

Οι σπάνιες αυτές περιπτώσεις των θρομβώσεων έχουν παρατηρηθεί μετά από τα εμβόλια AstraZeneca και Johnson-Johnson. Αυτές οι θρομβώσεις αφορούν κυρίως γυναίκες μέσης ηλικίας μικρότερης των 55 ετών, σε ποσοστό σύμφωνα με διάφορες μελέτες από 1/100.000 εως 1/500.000. Δεν έχουν αναφερθεί αντίστοιχες περιπτώσεις τα εμβόλια των Pfizer και Moderna.

Ποια τα συμπτώματα

Τα κυριότερα όργανα που προσβάλλονται είναι ο εγκέφαλος, η κοιλιά, οι πνεύμονες και τα κάτω άκρα, οπότε τα συμπτώματα είναι ανάλογα με το προσβαλλόμενο όργανο.

Άρα αντίστοιχα έχουμε:

  • Για τον εγκέφαλο τα συμπτώματα είναι μεταβολή της όρασης, επιληπτική κρίση, έντονος πονοκέφαλος.
  • Για την κοιλιακή χώα αντίστοιχα παρατηρείται κοιλιακός πόνος.
  • Για τους πνεύμονες αντίστοιχα παρατηρείται δύσπνοια και θωρακικός πόνος.
  • Για τα κάτω άκρα έχουμε ως συμπτώματα πόνο και οίδημα κυρίως στο ένα άκρο.

Ιδιαίτερα έχουν αναφερθεί περιπτώσεις γυναικών μέσης ηλικίας χωρίς κανένα προηγούμενο ιστορικό μετά την πρώτη δόση του εμβολίου AstraZeneca για την COVID-19. Αξίζει να αναφερθεί ότι τα συμπτώματα άρχισαν την 7η, 13η και 17η ημέρα μετά τον εμβολιασμό. Οι γυναίκες αυτές παρουσιάστηκαν με συμπτώματα εγκεφαλικής θρόμβωσης και με χαμηλό αριθμό αιμοπεταλίων (60.000–92.000/µL). Όλοι οι ασθενείς έλαβαν κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή και παρουσίασαν σημαντική βελτίωση των συμπτωμάτων και αύξηση του αριθμού των αιμοπεταλίων μέσα σε δύο εβδομάδες χωρίς να χρειαστεί να κάνουν πλασμαφαίρεση.

Γενικότερα και ανεξάρτητα από την COVID-19, αυτή η εγκεφαλική φλεβοθρόμβωση είναι πολύ σπάνια επιπλοκή και συναντάται στον γενικό πληθυσμό σε 30-40 περιπτώσεις ανά εκατομμύριο ανά έτος. Παράγοντες που ευθύνονται είναι γενετικές μεταλλάξεις, διαταραχή των παραγόντων φλεβικής θρόμβωσης, αλλά και άλλοι παράγοντες όπως νεοπλασίες, αυξημένη ομοκυστεΐνη, αντισυλληπτικά, κακοήθεια, εγκυμοσύνη, φλεγμονώδεις παθήσεις του εντέρου. Αξίζει να αναφερθεί ότι σε ένα ποσοστό περίπου 12% δεν υπάρχει κάποιο εμφανές αίτιο (ιδιοπαθής θρόμβωση). Η COVID-19 είναι από τις καταστάσεις εκείνες που μπορούν σπάνια να προκαλέσουν τέτοιου είδους θρομβώσεις και μάλιστα είναι ιδιαίτερα επικίνδυνες, δεδομένου ότι το ποσοστό θνησιμότητας όταν συνυπάρχουν με τη νόσο αγγίζει το 35-40%. Η θεραπεία είναι κατάλληλη και έγκαιρη αντιπηκτική αγωγή.

Τι πρέπει να κάνει ο/η ασθενής μετά το εμβόλιο

Αν μόλις μετά τον εμβολιασμό ο ασθενής εμφανίσει συμπτώματα, να επικοινωνήσει με τον θεράποντα ιατρό του ή να πάει στο νοσοκομείο για να γίνουν οι κατάλληλες εξετάσεις, ανάλογα με τα συμπτώματά του και να επιβεβαιωθεί η εστία του θρόμβου. Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι ο θρόμβος συνοδεύεται, όπως αναφέρθηκε, και από χαμηλό αριθμό αιμοπεταλίων. Αν τα αιμοπετάλια είναι πάνω από 150.000 τότε μάλλον δεν είναι θρόμβωση αυτής της αιτιολογίας και πιθανά τα συμπτώματα να οφείλονται σε άλλα αίτια.

Μετρώνται τα αντισώματα ενός ειδικούς παράγοντα λειτουργικότητας των αιμοπεταλίων (είναι το PF4) που είναι ειδικός δείκτης για τη θρόμβωση. Αν η εξέταση είναι θετική, τότε επιβεβαιώνεται κατά πολύ η διάγνωση. Προσοχή χρειάζεται επειδή καθυστερεί η μέτρηση, ώστε να μην καθυστερήσει η θεραπευτική αγωγή όταν υπάρχουν ενδείξεις θρόμβωσης που επιβεβαιώνονται με απεικονιστικές τεχνικές.

Πώς θεραπεύεται

Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Εταιρεία Θρόμβωσης, τα θεραπευτικά πρωτόκολλα είναι διαφορετικά και εξαρτώνται από τον αριθμό των αιμοπεταλίων.

Χορηγείται ενδοφλέβια ανοσοσφαιρίνη και εάν τα αιμοπετάλια είναι <50.000 ταυτόχρονα και κορτιζόνη, ενώ αν είναι >50.000 και δεν υπάρχει ενεργός αιμορραγία τότε και αντιπηκτική αγωγή που δεν περιλαμβάνει την ηπαρίνη. Μπορούν να δοθούν τα από του στόματος αντιπηκτικά, όχι όμως ανταγωνιστές της βιταμίνης Κ. Δεν χορηγούνται στον ασθενή αιμοπετάλια.

Προβλεπτικοί παράγοντες

Όπως αναφέρθηκε, αυτή η θρόμβωση παρατηρήθηκε στον ευρωπαϊκό χώρο στο φλεβικό δίκτυο γυναικών μετά το εμβόλιο AstraZenecα σε απόλυτα φυσιολογικές γυναίκες χωρίς προηγούμενο ιστορικό. Δεν υπάρχουν εξετάσεις που να προβλέπουν ποιος/ποια ασθενής είναι σε υψηλό κίνδυνο για θρομβοεμβολή.

Πάντως, γυναίκα μέσης ηλικίας με ιστορικό πνευμονικής εμβολής ή φλεβοθρόμβωσης είναι υψηλού κινδύνου. Το γιατί προσβάλλονται κυρίως γυναίκες και ιδιαίτερα αυτής της ηλικίας είναι κάτι το άγνωστο. Πιθανά να οφείλεται σε γενετικούς παράγοντες αλλά και ορμονικούς παράγοντες που είναι γνωστό ότι διαφοροποιούνται σημαντικά σε αυτή την ηλικία.

Συμπεράσματα

Θρομβοκυτοπενία και φλεβοθρόμβωση είναι ιδιαίτερα σπάνια επιπλοκή μετά το εμβόλιο AstraZeneca για την COVID-19 και τα αίτια είναι άγνωστα προς το παρόν. Ένας κύριος μηχανισμός είναι η δημιουργία αντισωμάτων κατά ενός σημαντικού παράγοντα λειτουργικότητας των αιμοπεταλίων του PF4 που έχει σαν αποτέλεσμα την συσσώρευση των αιμοπεταλίων, τη σημαντική μείωση του αριθμού τους και τη δημιουργία θρόμβου. Τα συμπτώματα εμφανίζονται μετά την πρώτη εβδομάδα και κυρίως αφορούν θρόμβωση εγκεφάλου (κεφαλαλγία και άλλα νευρολογικά συμπτώματα). Ο αριθμός των αιμοπεταλίων είναι σημαντική παράμετρος για τη θεραπεία που θα ακολουθηθεί, αλλά θα χρειαστούν και άλλες εξετάσεις, όπως η μαγνητική τομογραφία. Η έγκαιρη θεραπεία μετά τη διάγνωση είναι ιδιαίτερα σημαντική διότι η επιπλοκή αυτή είναι ιάσιμη μετά την πάροδο περίπου δύο εβδομάδων. Χρειάζεται, όμως, επαναληπτικός έλεγχος των αιμοπεταλίων και νέες απεικονιστικές εξετάσεις. Πάντως, αξίζει να αναφερθεί ότι η επιπλοκή αυτή είναι ιδιαίτερα σπάνια και ότι το όφελος από τη χρήση του εμβολίου σαφώς υπάρχει.

*Ο Δημήτρης Τουσούλης είναι Καθηγητής Καρδιολογίας, Αντιπρύτανης ΕΚΠΑ

ygeiamou