Ένα μοναδικό στο είδος του πλωτό μέσο, με ρίζες στην προϊστορική εποχή, που συγκαταλέγεται πλέον στα ιδιαίτερα αξιοθέατα της περιοχής
Όποιος φτάνει για πρώτη φορά στην Καστοριά, είναι φυσικό να γοητεύεται αρχικά από το υπέροχο λιμναίο τοπίο της δυτικομακεδονικής πόλης, από τα καλοδιατηρημένα της αρχοντικά και τις βυζαντινές εκκλησίες ή τις ορεινές ομορφιές που μπορεί να γνωρίσει μετακινούμενος λίγα χιλιόμετρα εκτός, προς τα χωριά της γύρω υπαίθρου.
Μένοντας ωστόσο κάποιες μέρες στην Καστοριά, ειδικά αν βολτάρετε στο παρόχθιο κομμάτι της πόλης, δεν θα αργήσετε να παρατηρήσετε τις ιδιαίτερες βάρκες των ντόπιων. Oι οποίες τους εξυπηρετούν τόσο στο ψάρεμα, όσο και στον τουρισμό, αφού με αυτές μεταφέρουν συχνά τους επισκέπτες πάνω στα νερά, δείχνοντάς τους τα υδάτινα αξιοθέατα της ενδέκατης σε μέγεθος λίμνης της χώρας μας.
Αξιοθέατο, ωστόσο, είναι και οι ίδιες αυτές οι βάρκες ή «Καστοριανά καράβια», όπως θα ακούσετε να τις λένε: δεν είναι τυχαίο, δηλαδή, ότι έχουν χαρακτηριστεί ως «ζωντανά κινητά μνημεία», εκπροσωπώντας μια μακραίωνη παράδοση. Η οποία μπορεί να βρίσκεται σε κίνδυνο τα τελευταία χρόνια, όμως κρατιέται ακόμα ζωντανή, συμβάλλοντας στην ξεχωριστή πολιτιστική παρακαταθήκη των Καστοριανών.
Μια παράδοση που φτάνει μέχρι την προϊστορία
Μορφολογικά, τα Καστοριανά καράβια ανήκουν στον τύπο λιμναίας βάρκας που είναι γνωστός με το όνομα «πλάβα» και απαντιέται και εκτός Καστοριάς, στις Πρέσπες, στη Δοϊράνη, στη Βεγορίτιδα και (πιο παλιά) στην Κάρλα της Θεσσαλίας. Συγκριτικά με αυτές, βέβαια, οι πλάβες της Καστοριάς ξεχωρίζουν γιατί η κλίση των πλευρών τους είναι ελάχιστη έως ανύπαρκτη.
Το όνομα «πλάβα» παραπέμπει σε σλαβική καταγωγή, ωστόσο στην περίπτωση της Καστοριάς, λόγω των αρχαιολογικών ευρημάτων από το Δισπηλιό, πιστεύουμε ότι η παράδοση τέτοιων σκαφών ανάγεται στα προϊστορικά χρόνια. Ενδεχομένως σε μια λιγότερο ραφιναρισμένη μορφή σε σύγκριση με τις πολύ μεταγενέστερες πλάβες, αλλά φτιαγμένες κι αυτές με τον ίδιο πάνω-κάτω τύπο. Ως μονόξυλα πελεκημένα σε κορμούς δέντρων, δηλαδή, με την περαιτέρω εξέλιξη να αφορά την εσωτερική κοιλότητα και τη διαμόρφωση μιας λεπτής πλώρης και, αντίστοιχα, μιας φαρδύτερης πρύμνης.
Σήμερα, ο κύριος λόγος για τον οποίον θεωρούμε τα Καστοριανά καράβια ως ζωντανά κινητά μνημεία έχει να κάνει με το γεγονός ότι είναι ένα πλωτό μέσο με τρόπο ναυπήγησης που παρατηρείται μόνο στην περιοχή της λίμνης της Καστοριάς. Στα βασικά του, δηλαδή, είναι ένα μάλλον πρωτόγονο σκάφος με στέρεη κατασκευή, φτιαγμένο από τεχνίτες που δεν είχαν καμία επαφή με τη θάλασσα και τις απαιτήσεις της, μα προσπαθούσαν να εξυπηρετήσουν την πλοήγηση στα ήρεμα λιμναία ύδατα, ανταποκρινόμενοι στις δικές τους ιδιαίτερες ανάγκες: σημεία με πιο ρηχά νερά, λ.χ., βαλτώδη τμήματα, περάσματα μέσα από πυκνούς καλαμιώνες. Γι’ αυτό και τα Καστοριανά καράβια δεν μοιάζουν στα θεμελιώδη τους γνωρίσματα με εκείνα των παράκτιων ή νησιωτικών περιοχών της Ελλάδας.
Φυσικά, πέρα από τις ανάγκες μετακίνησης και μεταφοράς αγαθών, τα Καστοριανά καράβια χρησίμευαν και στις αλιευτικές δραστηριότητες όσων κατοικούσαν κοντά στις όχθες. Μάλιστα, ως καλύτεροι κατασκευαστές θεωρούνταν παλιότερα εκείνοι που τα έφτιαχναν με τόση μαεστρία, ώστε μπορούσαν να συναγωνίζονται σε κίνηση τα υδρόβια πτηνά, τα οποία επίσης στόχευαν στα ψάρια. Όσον αφορά τα τελευταία, τώρα, η λίμνη της Καστοριάς φιλοξενεί μεγάλη ποικιλία –σε βαθμό που θεωρείται η δεύτερη πλουσιότερη λίμνη της Ελλάδας σε αλιεύματα. Στις μέρες μας, τα συνηθέστερα είδη είναι το γριβάδι, οι τούρνες, οι γουλιανοί, οι πλατίκες, τα γλήνια και οι πέρκες.
Τα Καστοριανά καράβια στο σήμερα
Τα Καστοριανά καράβια θεωρούνται αναπόσπαστο τμήμα του ιδιαίτερου τοπικού πολιτισμού της Καστοριάς και πρωταγωνίστησαν και στα χρόνια του Μακεδονικού Αγώνα, κουβαλώντας όπλα, αλλά και μικρές ομάδες πολεμιστών. Ο ρόλος τους έχει απαθανατιστεί και σε τραγούδια της περιοχής –χαρακτηριστικά, μια έκδοση διπλού CD αφιερωμένη στην αστική μουσική παράδοση από το 1912 και μετά, φέρει τον τίτλο «Κίνησαν τα Καράβια τα Καστοριανά». Παραδοσιακά εξακολουθούν και κατασκευάζονται από ξύλο καστανιάς ή πεδινής φτελιάς (καραγάτσι), με καμπυλωτό πάτο, έχοντας μήκος από 5 έως 7 μέτρα.
Αυτό που τα απειλεί, πλέον, είναι οι γοργές αλλαγές που έχει φέρει η εποχή μας στα παραδοσιακά επαγγέλματα που σχετίζονται με τέτοιες κατασκευές. Ως αποτέλεσμα, αρκετοί κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για το μέλλον των Καστοριανών καραβιών, επισημαίνοντας ότι ο αριθμός τους ολοένα και λιγοστεύει, λόγω της βαθμιαίας εξαφάνισης των τεχνιτών που τα φτιάχνουν και της παράλληλης έλλειψης ενδιαφέροντος από νεότερους, στους οποίους θα μπορούσε να μεταλαμπαδευτεί η απαραίτητη γνώση. Ωστόσο έχουν κατατεθεί ορισμένες προτάσεις (π.χ. εκείνη του δρ. Λεωνίδα Παπαδημητρίου) και αναμένεται να δούμε τι εξελίξεις μπορούν να δρομολογηθούν, εκ μέρους των τοπικών αρχών της Καστοριάς.