Σαν αστείο ξεκίνησε
εκείνος ο Γενάρης
να πετάει άσπρες παγωμένες
αυθάδικες κι ανυπότακτες
Νύφες χιονιού
μέσα στην Λίμνη
και πάνω απ’ την Πόλη.
Οι σκεπές που σκεπάζαν
τους πόνους
τους πόθους και
τα σκότη
σκεπάστηκαν και
περίμεναν καρτερικά
Η λίμνη έπεσε αμαχητί
Κι εκείνη,
νιώθοντας πιο κρύο
απ’ τη Φύση,
το σπίτι της,
αρμένιζε στου Χιονιά τις επιθυμίες
και τα προστάγματα
μετρώντας τις πληγές
των αλλωνών
για να ψευτοξεχνάει
της δικής της ζωής
τ’ ανακατέματα.
Ηπιε χιόνι στις δίψες της
κι έπλυνε τα χέρια της
κάμποσες φορές
με παγωμένο
κι άσπαστο χιόνι.
Να το πάρει μαζί της
ήθελε
να το βάλει ως μέσα της βαθιά
από δρόμους καταδικούς της,
απ’ τις χούφτες της
ως τα ανέγγιχτα του δέρματος
και της ψυχής της
έχοντας ανάγκη
να ξεχρεώσει
και ν αναπληρώσει
το αίμα που σταζαν
τα δάκρυά της που χύνονταν
χωρίς λόγο
και με μόνη αιτία
την παγωνιά του αέρα
που αθόρυβα φύσαγε
ίσα και ίσα
για να φτιάχνει λείους τους πάγους
και ίσα και ίσα
για ν’ αντιστέκεται
στους Ήλιους
και τα Φεγγάρια
που τολμούσαν να βγουν
απ’ τις κρυψώνες
τ’ Ουρανού
τις στιγμές
που οι σιωπές
της Λίμνης,
των δένδρων
και των δρόμων
σπάζαν
απ’ τα βιολιά
των πουλιών
με τις πορτοκαλιές μύτες για δοξάρια
που ψάχναν στα νεκρόφυλλα
μαζί με τα τρωκτικά της γης
για Ζωή.
Μέρες μετρούσε ο Γενάρης,
Πιο μετρημένες δεν γίνονταν
Κι αυτό το ξερε καλά
η μαγεμένη
κι όσο κι αν να αγρίευε ο Χιονιάς
τόσο χαμογελούσε εκείνη
καθώς μυστικά
της έκλεινε το μάτι
ο Ήλιος
ο Βασιλιάς.
Και το μόνο που την ένοιαζε
ήταν,
να λένε οι άλλοι ,
μη λυπάστε,
τα ζησε
τα είδε
τ’ άκουσε
τα μύρισε και
τ’ άγγιξε και τους μίλησε.
Και χόρεψε μαζί τους ως το πρωί
του Φλεβάρη που, πίσω του,
κρυβόταν ολόρθη
καμαρωτή κι Ελπιδοφόρα
η Άνοιξη!
Πατρίδα είναι ο τόπος που δίνεις την ανάσα σου
χωρίς να περιμένεις αντάλλαγμα ©Vivi Farsaliotou + Iatrou