Το Παλαιολόγειο χρυσοκέντητο ύφασμα, από μετάξι και χρυσόνημα, αριστούργημα τέχνης του 1300, το σπουδαιότερο έκθεμα του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού
Ένα ολομέταξο ύφασμα, πάνω σε λινό υπόστρωμα, κεντημένο με πράσινες, γαλάζιες, κόκκινες, καφέ, μπεζ, πορφυρές μεταξωτές κλωστές,αλλά και χρυσά και αργυρά νήματα, ένα αριστούργημα της Παλαιολόγειας εποχής, είναι συνάμα το σπουδαιότερο ίσως έκθεμα του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού Θεσσαλονίκης.
Πρόκειται για έναν μοναδικό από άποψη ποιότητας, τέχνης και τεχνικής και έναν από τους αρχαιότερους επιτάφιους στον κόσμο. Το χρυσοκέντητο ύφασμα από μετάξι και χρυσόνημα είναι ένα αριστούργημα του 1300, έργο διάσημου ζωγράφου που κεντήθηκε με άρτια μαεστρία, υπομονή και επιμονή από άριστους τεχνίτες της κεντητικής τέχνης σε εργαστήριο της Θεσσαλονίκης.
«Είναι ένα αριστούργημα της βυζαντινή κεντητικής που απεικονίζει εξαιρετικά τη θυσία του Χριστού, ενώ αποτελεί ίσως το πιο σημαντικό έργο της παλαιολόγειας χρυσοκεντητικής που σώζεται ώς τις μέρες μας», λέει στη Voria.gr ο Αναστάσιος Αντωνάρας, αρχαιολόγος, μουσειολόγος, προϊστάμενος στο Τμήμα Εκθέσεων, Επικοινωνίας και Εκπαίδευσης του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού.
Ο επιτάφιος, μήκους 2 μέτρων και πλάτους 72 εκατοστών, εντοπίστηκε το 1895 στον ναό της Παναγούδας, στην οδό Εγνατία, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης και πιθανόν μεταφέρθηκε εκεί όταν οι Οθωμανοί κατέστρεψαν τις μεγάλες εκκλησίες για να τις μετατρέψουν σε τζαμιά και οι Χριστιανοί μετέφεραν τους θρησκευτικούς θησαυρούς σε μικρότερους ναούς για να τους προστατέψουν και να τους διασώσουν. Ήταν ήδη από τότε ήταν γνωστός από τη μελέτη του Ρώσου βυζαντινολόγου και ακαδημαϊκού, απόφοιτου του πανεπιστημίου της Οδησσού, Νικοντίμ Παύλοβιτς Κοντακόφ.
Το 1914 ο επιτάφιος μεταφέρθηκε στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο Αθηνών και 80 χρόνια μετά, το 1994 επέστρεψε στην πόλη και στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού της Θεσσαλονίκης, ενώ στο τέλος της ίδιας δεκαετίας συντηρήθηκε από τη συντηρήτρια υφασμάτων, Καλλιόπη Καβάσιλα και πλέον εκτίθεται στη μόνιμη συλλογή του Μουσείου συγκεντρώνοντας τον θαυμασμό Ελλήνων και ξένων επισκεπτών.
Σύμφωνα με τον κ. Αντωνάρα, ο επιτάφιος χρονολογείται γύρω στο 1300, καθώς οι παραστάσεις του έχουν σχεδιαστεί από έναν μεγάλο καλλιτέχνη του ογκηρού στιλ (σ.σ. στιλ των ζωγράφων της παλαιολόγειας περιόδου, που δίνει όγκο στις μορφές) και σχετίζεται τεχνοτροπικά με μεγάλα έργα του Αγίου Όρους και της Αχρίδας.
Είναι ο καλύτερος σε ποιότητα, σχέδιο και τεχνοτροπία επιτάφιος που σώζεται και είναι μοναδικός για τον επιπλέον λόγο ότι έχει στοιχεία των επιτάφιων και των αέρηδων, των δύο δηλαδή λειτουργικών υφασμάτων, που καλύπτουν το Άγιο Δισκοπότηρο και τον Δίσκο, κατά την προετοιμασία των Τίμιων Δώρων, στη διάρκεια της θείας λειτουργίας, ενώ ήδη τον 14ο αιώνα μαρτυρείται ότι χρησιμοποιούνταν στην ακολουθία του Επιτάφιου Θρήνου της Μεγάλης Παρασκευής.
«Στον επιτάφιο αυτό δεν υπάρχουν ανθρώπινες μορφές, ο θρήνος γίνεται με υπερβατική απόδοση, παρόντες γύρω από τον θνήσκοντα Χριστό υπάρχουν αγγελικά και αρχαγγελικά τάγματα, ενώ στις τέσσερις γωνίες διακρίνονται τα σύμβολα των Ευαγγελιστών γεγονός που τον κάνει ιδιαίτερο και δογματικά», σημειώνει ο κ. Αντωνάρας.
Ο επιτάφιος χωρίζεται σε τρία άνισα πεδία. Στο κεντρικό, που είναι πλατύτερο, παριστάνεται ο Χριστός-Αμνός, ξαπλωμένος πάνω σε σινδόνη διακοσμημένη με θλαστές γραμμές. Ο Χριστός ονομάζεται και Αμνός στη θεολογία, επειδή θυσιάστηκε για τον άνθρωπο και η θυσία του αυτή αναπαρίσταται σε κάθε θεία λειτουργία. Τον Χριστό περιβάλλουν ένα Σεραφείμ και ένα Χερουβείμ, που απεικονίζονται σε πρώτο επίπεδο και τέσσερις άγγελοι, δύο διακονούντες και δύο θρηνωδούντες, οι οποίοι απεικονίζονται σε δεύτερο επίπεδο.
Στις γωνίες της παράστασης διακρίνονται τα σύμβολα των Ευαγγελιστών (Λέων, Μόσχος, Άγγελος, Αετός), που ταυτίζονται από τις επιγραφές που τα συνοδεύουν. Στα πλάγια πεδία παριστάνεται η Θεία Μετάδοση και Μετάληψη των Τίμιων Δώρων από τον Χριστό στους Αποστόλους, παραστάσεις που συνήθως κοσμούσαν τους μικρούς αέρηδες- ποτηροκαλύμματα και αποτελούν εικονογραφική ιδιαιτερότητα του Επιταφίου. Και στις δύο αυτές παραστάσεις ο Χριστός είναι στο κέντρο, δορυφορούμενος από διακονούντες άγγελους με ριπίδια στα χέρια, να προσφέρει το σώμα και το αίμα του σε ομάδα έξι Αποστόλων.
Ο επιτάφιος της Θεσσαλονίκης έχει διεθνή αναγνώριση από τον επιστημονικό κόσμο και ως απόδειξη αυτού είναι το γεγονός πως έχει εκτεθεί ως δάνειο σε διεθνείς εκθέσεις με θέμα τη βυζαντινή τέχνη σε μουσεία στη Νέα Υόρκη, στο Λος Άντζελες, στη Βενετία, στη Βόννη και αλλού.
Η έρευνα του σπουδαίου αυτού θρησκευτικού θησαυρού έδειξε πως πέρασε από τρεις φάσεις επιδιορθώσεων, ενώ παρά την πολύχρονη χρήση του και την παλαιότητα της κατασκευής του διασώθηκε σε πολύ καλή κατάσταση, σε αντίθεση με έναν παρόμοιο -από το ίδιο εργαστήριο- που αποκτήθηκε πρόσφατα από το Μουσείο Μπενάκη, αλλά δεν βρίσκεται σε καλή κατάσταση.
Πηγή φωτογραφιών: ©Υπουργείο Πολιτισμού / Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού Θεσσαλονίκης