Βελτιωμένη χαρακτηρίζεται η κατάσταση της ποιότητας νερού στη λίμνη της Καστοριάς, μετά το σημαντικό οικολογικό πρόβλημα που παρουσιάστηκε το 2014, με την εμφάνιση κενοβακτηριακής κρούστας, ωστόσο εξακολουθεί να παραμένει σε μέτρια κατάσταση. Αντιθέτως, στη λίμνη Κορώνεια (Λαγκαδά Θεσσαλονίκης), σχεδόν τρία χρόνια μετά την επαναπλημμύρισή της, η υποβάθμιση της ποιότητας των υδάτων ήταν ραγδαία, με αποτέλεσμα να χαρακτηρίζεται ως «κακή», με βάση το φυτοπλαγκτόν που ελέγχθηκε με μετρήσεις που έγιναν από το 2016 μέχρι και τον Οκτώβριο του 2017.
Σχετικά στοιχεία μετρήσεων παρουσίασε η καθηγήτρια Υδροβοτανικής-Υδροοικολογίας του τμήματος Βιολογίας του ΑΠΘ, Μαρία Μουστάκα, στο 14ο διεθνές συνέδριο για την «Προστασία και την αποκατάσταση του περιβάλλοντος» (“Protection and Restoration of the Environment ΧΙV”), που διεξάγεται στη Θεσσαλονίκη, από τον τομέα Υδραυλικής και Τεχνικής Περιβάλλοντος του Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών και από το Συμβούλιο Περιβάλλοντος του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Stevens Institute of Technology των ΗΠΑ, με τη συμμετοχή ερευνητών και καθηγητών από 15 χώρες.
Σύμφωνα με την κ. Μουστάκα, ενώ από το 2015 η επαναπλημμύριση της λίμνης Κορώνειας φάνηκε να βελτιώνει προσωρινά την οικολογική ποιότητα του νερού, η υποβάθμιση ήταν ραγδαία το 2016 και το 2017 και έτσι επανήλθε η εικόνα των οργανισμών που επικρατούσαν και στο παρελθόν, και είχαν ως συνέπεια τη συνολική υποβάθμιση της χλωρίδας και πανίδας της περιοχής.
«Υπάρχει ένας παράγοντας που παρεμποδίζει την αποκατάσταση, λόγω της εγκατάστασης στον πυθμένα (από το 2003 και μετά) μορφών επιβλαβών οργανισμών του φυτοπλαγκτού. Έτσι το 2017 κυριαρχούσαν στο νερό της λίμνης δείκτες οργανικής ρύπανσης, ανθίσεις γνωστών τοξικών κενοβακτηρίων» υπογραμμίζει η κ. Μουστάκα, συμπληρώνοντας ότι η επανεμφάνιση των επιβλαβών ειδών στο νερό οδηγεί στην εξαφάνιση της καλής ποιότητας ειδών φυτοπλαγκτού, που θα μπορούσαν να επιφέρουν μια ισορροπία. «Όλη η κοινωνία του φυτοπλαγκτού αποτελεί χαρακτηριστικό κακής ποιότητας νερού» σημειώνει η καθηγήτρια.
Η εισροή μεγάλης ποσότητας καθαρών υδάτων στη λίμνη θα μπορούσε να βοηθήσει σε κάποιο βαθμό στην αποκατάσταση -όπως έγινε και στην λίμνη της Καστοριάς με τη μέθοδο μηδενικού κόστους ελέγχου των θυροφραγμάτων (flushing). Ωστόσο, σύμφωνα με την καθηγήτρια, το ίδιο δεν μπορεί να εφαρμοστεί και στην περίπτωση της Κορώνειας, αφού δεν διαθέτει φυσικό σύστημα απορροής κι αυτό είναι σημαντικό εμπόδιο στον καθαρισμό της». Κατά καιρούς έχουν προταθεί λύσεις, που όμως δεν έγιναν δεκτές από τους αρμόδιους φορείς, με αποτέλεσμα το εσωτερικό πρόβλημα που δημιουργείται από τον πυθμένα της λίμνης να οδηγεί στην επαναύξηση των επιβλαβών οργανισμών του παρελθόντος, εξηγεί η κ. Μουστάκα.
Η μέθοδος flushing βελτίωσε την ποιότητα νερού στη λίμνη Καστοριάς
Η μέθοδος flushing αφορά την αποκατάσταση της ποιότητας του νερού, μέσω της ρύθμισης της στάθμης στη λίμνη και εφαρμόστηκε στην περίπτωση της λίμνης της Καστοριάς, η οποία το 2014 είχε παρουσιάσει εμφάνιση κενοβακτηριακής (πράσινης) κρούστας και δυσοσμίας, καθιστώντας «κακό» το οικολογικό αποτύπωμά της.
Η μέθοδος έχει μηδενικό κόστος, καθώς έχει να κάνει με τη ρύθμιση εισροής κι απορροής των υδάτων σε συγκεκριμένες ποσότητες, ώστε να προκληθεί διαταραχή στα τοξικά κενοβακτήρια και να μειωθεί η βιομάζα τους. Στη λίμνη της Καστοριάς εφαρμόστηκε από το 2016, με τη συνεργασία του τμήματος Βιολογίας του ΑΠΘ και του γραφείου Περιβάλλοντος και Υδροοικονομίας της Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας και φάνηκε να οδηγεί σε βελτίωση της οικολογικής κατάστασης, που όμως παραμένει μέτρια, εξαιτίας εξωτερικών παραγόντων.
Κατά την κ. Μουστάκα, ο στόχος μείωσης των τοξικών κενοβακτηρίων επιτεύχθηκε ώς έναν βαθμό, καθώς με το άνοιγμα των θυροφραγμάτων (εισροή καθαρού νερού και απορροή) προκαλούνταν διαταραχή των κενοβακτηρίων. «Με βάση τα δεδομένα των μετρήσεων μέχρι και τον Οκτώβριο του 2017, συνολικά η βιομάζα των κενοβακτηρίων έπεσε 20 φορές και των επιμέρους τοξικών κενοβακτηρίων 50 φορές. Υπήρξε βελτίωση της οικολογικής κατάστασης, αλλά εξακολουθεί να παραμένει εύτροφη σε φυτοπλαγκτόν, και έτσι η ποιότητα νερού χαρακτηρίζεται μέτρια».
Η καθηγήτρια τονίζει ότι η συγκεκριμένη μέθοδος κρίνεται υποστηρικτική, καθώς εγκαθιδρύει μηχανισμούς που μπορούν να βελτιώσουν προσωρινά ένα πρόβλημα, αλλά η βελτίωση αυτή μπορεί να ανατραπεί εάν δεν γίνουν γνωστά τα αίτια που προκαλούν το πρόβλημα, δηλαδή εάν υπάρχουν πηγές ρύπανσης και τι είδους είναι. «Δεν αποκλείεται να επιστρέψουμε στη μόλυνση του 2014, εάν δεν βρεθούν οι πηγές ρύπανσης» σημειώνει, επισημαίνοντας ότι θα έπρεπε ήδη να διερευνηθούν τα ενδεχόμενα αυτά από τους αρμόδιους φορείς.
ΑΜΠΕ