Μόνο αν έχεις ζήσει το bullying στο σχολείο ή στη γειτονιά που μεγάλωσες, μπορείς να καταλάβεις πόσο σοβαρό πρόβλημα μπορεί να γίνει η απειλή από τους συμμαθητές σου. Κρατάω τον αγγλικό όρο, γιατί η ελληνική λέξη «εκφοβισμός» περιγράφει πολύ πιο ανώδυνα όσα ο όρος bullying περιλαμβάνει: απειλή, ξυλοδαρμό, τρόμο, άρνηση, καταρράκωση προσωπικότητας, τραύματα που σε ακολουθούν μια ζωή και που δύσκολα επουλώνονται. Κι επειδή στα ελληνικά δεν υπάρχει μία λέξη που να περιγράφει συνοπτικά όλα αυτά, τυπικά, μέχρι πρόσφατα το πρόβλημα δεν μπορούσε να εντοπιστεί. Ουσιαστικά, όμως, το bullying υπήρχε και ήταν το ίδιο πάντα, εδώ και δεκαετίες. Ο διαφορετικός, ο αδικημένος από τη φύση, ο χαμηλότερης κοινωνικής τάξης, όποιος δεν είχε κάποιον να τον υπερασπιστεί, όποιος είχε κάποιο κουσούρι, ήταν καταδικασμένος να είναι το θύμα. Έτρωγε ξύλο, γινόταν ο περίγελος, τον χλεύαζαν, του ζητούσαν ανταλλάγματα, τον απομόνωναν, έπρεπε να υποστεί αδιαμαρτύρητα κάθε είδους βία, γιατί, αν μιλούσε, τα πράγματα γίνονταν γι’ αυτόν ακόμα πιο δύσκολα (να σημειωθεί ότι το 50% των ψυχιατρικών προβλημάτων στην ενήλικη ζωή πηγάζουν από την παιδική ηλικία).
Σήμερα, η κατάσταση είναι πολύ χειρότερη.
Μεγαλώνοντας, τα παιδιά που είχαν υποστεί βία γίνονταν ακόμα πιο βίαια απέναντι σε μικρότερα παιδιά, συνήθως άλλης εθνικότητας. Η ρατσιστική βία είναι μία μάστιγα.
«Χρησιμοποιώντας τον όρο bullying αναφερόμαστε στη σωματική και συναισθηματική κακοποίηση ενός ατόμου, με σκοπό τον αποκλεισμό του από μια στενή κοινωνική ομάδα», λέει η κ. Έρη Πιπεράκη, MSc ψυχολόγος, ειδική παιδαγωγός, εντοπίζοντας το πρόβλημα. «Στην εκπαιδευτική πραγματικότητα, η σωματική και συναισθηματική βία εξασκείται από παιδί σε παιδί στο πλαίσιο του σχολείου ή σε χώρους όπου τα παιδιά λειτουργούν σαν ένα σύνολο: σε αθλητικούς συλλόγους, κατασκηνώσεις κ.α. Σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο κάποιο παιδί ή ομάδα παιδιών μετατρέπεται σε «ταύρο» (bull) σε βάρος άλλου παιδιού, με σκοπό την περιθωριοποίησή του. Χαρακτηριστικό του σχολικού εκφοβισμού είναι η ανισότητα δύναμης: οι μαθητές που δέχονται τις επιθέσεις είναι συνήθως αδύναμοι να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους, αισθάνονται αβοήθητοι και αυτό το εκπέμπουν στους επιτιθέμενους. Ο εκφοβισμός στον χώρο του σχολείου επηρεάζει αρνητικά τους πιο αδύναμους μαθητές, οι οποίοι, εκδηλώνοντας την αδυναμία τους ν’ αντιδράσουν, γίνονται εύκολα στόχος. Στο φαινόμενο εμπλέκονται αρχικά το παιδί που δέχεται βία και το παιδί ή η ομάδα παιδιών που ασκεί τη βία. Παράλληλα, όμως, εμπλέκονται τα παιδιά-θεατές, οι εκπαιδευτικοί και οι γονείς».
Στο πρόβλημα του bullying τα τελευταία χρόνια προστέθηκε κι άλλη μία παράμετρος που προέκυψε από την τεχνολογία: το cyber bullying. «Με τον όρο “cyber bullying” (ηλεκτρονικός εκφοβισμός) αναφερόμαστε στη θυματοποίηση μαθητών μέσα από το Ιnternet. Η σύγχρονη τεχνολογία επιτρέπει να γίνεται ο εκφοβισμός διαδικτυακά ή με μηνύματα σε κινητά τηλέφωνα» εξηγεί η κ. Πιπεράκη. «Οι θύτες μπορεί να στήσουν ολόκληρη ιστοσελίδα όπου προβάλλουν σκηνές του θύματος και καλούν άλλους χρήστες να κάνουν τα δικά τους ειρωνικά σχόλια».
Η αλλαγή στη σύνθεση και τη δομή της κοινωνίας, τα τεράστια οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που ήρθαν ως επακόλουθο, η αγριότητα που έχουν να αντιμετωπίσουν τα παιδιά σε μία κοινωνία χωρίς έλεος και η εύκολη πρόσβαση στο Ιnternet έχουν κάνει το bullying πολύ πιο επικίνδυνο και σκληρό και οι περιπτώσεις που φτάνουν στους ειδικούς το αποδεικνύουν. «Το φαινόμενο του εκφοβισμού και της κοινωνικής απομόνωσης εμφανίζεται από πολύ παλιά στις κοινωνικές ομάδες και ειδικά όπου υπάρχουν διακρίσεις λόγω πολιτισμικών διαφορών» λέει η κ. Πιπεράκη. «Σήμερα το πρόβλημα έχει ενταθεί λόγω της κοινωνικής και οικονομικής κρίσης που υφιστάμεθα. Στην κοινωνία μας ο ανταγωνισμός προβάλλεται ως ένα θεμιτό μέσο προόδου και εξέλιξης, ενώ παράλληλα η βία παρουσιάζεται απροκάλυπτα στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Σε αυτά πρέπει να προσθέσουμε και την πίεση της καθημερινότητας που έχει οδηγήσει σε δραματική μείωση του χρόνου που αφιερώνουν οι γονείς στα παιδιά τους, με αποτέλεσμα η προσέγγισή τους να επικεντρώνεται μόνο στις αρνητικές τους συμπεριφορές. Τα παιδιά μαθαίνουν ότι με αυτό τον τρόπο κερδίζουν την προσοχή των σημαντικών προσώπων, αφού συνειδητοποιούν ότι μόνο έτσι βρίσκουν χρόνο ν’ ασχοληθούν μαζί τους».
Το πρόβλημα, πέρα από προσωπικό του παιδιού που υποφέρει, είναι και κοινωνικό. Τα πρότυπα που επιβάλλονται στο παιδί μέσα από τα Μέσα, η κατήχηση από ορισμένες ομάδες φανατισμένων (η Χρυσή Αυγή είχε ολόκληρο μηχανισμό «διαπαιδαγώγησης» στα σχολεία), η εύκολη πρόσβαση σε αγριότητες που συμβαίνουν παντού στον κόσμο και γίνονται παράδειγμα προς μίμηση, ο σκοτεινός κόσμος του παιδιού που μπορεί να το οδηγήσει, να γίνει ανελέητο, όλα μαζί συνιστούν ένα πρόβλημα που δύσκολα φτάνει στα αυτιά των ειδικών ή όσων μπορούν να του βρουν λύση. Τα παιδιά συνήθως δεν μιλούν.
«Τα παιδιά-θύματα τις περισσότερες φορές αποσιωπούν αυτό που τους συμβαίνει από φόβο ή ντροπή. Υπάρχουν όμως κάποιες αλλαγές στη συμπεριφορά του παιδιού που αποτελούν ενδείξεις ότι κάτι συμβαίνει στο σχολείο» μας λέει η κυρία Πιπεράκη. «Το παιδί μπορεί να επιστρέφει στο σπίτι με κατεστραμμένα προσωπικά αντικείμενα, απώλειά τους ή βρόμικα ρούχα. Μπορεί να υπάρχουν χτυπήματα που δεν μπορεί να δικαιολογήσει πώς έχουν συμβεί ή ξαφνική απροθυμία να πάει στο σχολείο, προφασιζόμενο αδικαιολόγητη αδιαθεσία. Να έχει νυχτερινούς εφιάλτες ή νυχτερινή ενούρηση. Εκρήξεις θυμού στο σπίτι, που είναι το ασφαλές πλαίσιο για να εκτονώσει τον θυμό του γι’ αυτό που του συμβαίνει. Γενικά, γίνεται ευερέθιστο και εκδηλώνει έντονες μεταπτώσεις στη συμπεριφορά του. Μπορεί να έχει δραματική πτώση στις σχολικές του επιδόσεις και αδιαφορία για τις σχολικές υποχρεώσεις. Επιλέγει την κοινωνική απομόνωση ή ελάχιστους φίλους εκτός σχολείου και εκδηλώνει συναισθήματα άγχους, μοναξιάς, χαμηλής αυτοεκτίμησης και έντονης θλίψης».
Την τελευταία δεκαετία, που παιδιά από διάφορες εθνικότητες άρχισαν να πηγαίνουν στα σχολεία όλης την ελληνικής επικράτειας, τα πράγματα αγρίεψαν. Οι διαφορετικές κουλτούρες, οι δυσκολίες στη γλώσσα, το διαφορετικό χρώμα, ήταν από μόνοι τους λόγοι για να γίνουν στόχοι παιδιά μεταναστών. Και μεγαλώνοντας, τα παιδιά που είχαν υποστεί βία γίνονταν ακόμα πιο βίαια απέναντι σε μικρότερα παιδιά, συνήθως άλλης εθνικότητας. Η ρατσιστική βία είναι μία μάστιγα.
«Αμέσως μόλις ο γονιός υποψιαστεί ότι το παιδί του πιθανόν είναι θύμα σχολικής βίας, πρέπει να επικοινωνήσει με το εκπαιδευτικό πλαίσιο του παιδιού και να εκθέσει τους προβληματισμούς του», συμβουλεύει η κ. Πιπεράκη. «Στόχος είναι γονείς και σχολείο να συνεργαστούν, ώστε να σταματήσει ο εκφοβισμός του παιδιού και το παιδί να νιώσει ότι βρίσκεται σε ασφαλές περιβάλλον, όπου τα θέματα αντιμετωπίζονται με αποδοχή και κατανόηση. Στόχος μας είναι ο σεβασμός της προσωπικότητας κάθε παιδιού και η τόνωση της αυτοεκτίμησής του. Οι γονείς δεν πρέπει ν’ αντιδράσουν υπερβολικά μπροστά στο παιδί ή, αντίθετα, να υποβαθμίσουν την κατάσταση, γιατί το παιδί αποθαρρύνεται και σταματά να τους εμπιστεύεται ό,τι του συμβαίνει. Ακόμα κι αν οι γονείς διαφωνούν με τον τρόπο που το παιδί τους έχει χειριστεί την κατάσταση, δεν πρέπει να το μειώσουν λέγοντας ότι θα έπρεπε ν’ αντιδράσει πιο δυναμικά –όπως οι ίδιοι θα ήθελαν – γιατί μ’ αυτό τον τρόπο του κάνουν αρνητική κριτική και το παιδί κλείνεται ακόμα περισσότερο στον εαυτό του. Παράλληλα, νιώθει ότι οι γονείς δεν μπορούν να κατανοήσουν όσα περνάει, δεν το αποδέχονται και του δημιουργείται η εντύπωση ότι είναι ανίκανο να χειριστεί την κατάσταση, άρα, τελικά, του αξίζει που οι άλλοι του φέρονται μ’ αυτό τον τρόπο. Οι γονείς χρειάζεται να παροτρύνουν το παιδί τους να μην απομονώνεται, αλλά να βρίσκεται πάντα κοντά σε μια παρέα παιδιών ή έναν ενήλικα, στον οποίο πρέπει ν’ απευθύνεται μόλις συμβεί κάτι. Όχι για να καρφώσει κάποιον ή κάποιους, αλλά για να υπερασπιστεί τον εαυτό του, κάτι που καθένας μας έχει δικαίωμα να κάνει».
«O σχολικός εκφοβισμός σαφέστατα επηρεάζει τη συναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού», συνεχίζει η κ. Πιπεράκη. «Δεν θα χρησιμοποιούσα το χαρακτηρισμό “βαριά” ή λιγότερο “βαριά” περιστατικά, επειδή η αξιολόγηση της κατάστασης που βιώνει το κάθε παιδί εξαρτάται από την ιδιοσυγκρασία του αλλά και από το υποστηρικτικό πλαίσιο. Τα συναισθήματα που βιώνουν τα θύματα του σχολικού εκφοβισμού είναι πολλά. Στην καθημερινότητά τους αισθάνονται φόβο γι’ αυτό που έχουν ν’ αντιμετωπίσουν, ντροπή γι’ αυτό που τους συμβαίνει, επειδή πιστεύουν ότι όλοι οι συμμαθητές τούς θεωρούν δειλούς και κανείς δεν τους θέλει για φίλους. Παράλληλα, ντρέπονται να το αποκαλύψουν όχι μόνο σε φίλους αλλά και στους γονείς, επειδή θεωρούν ότι θα τους απογοητεύσουν. Νομίζουν ότι φταίνε γι’ αυτό που συμβαίνει, εκδηλώνοντας ενοχικά συναισθήματα. Για παράδειγμα, μπορεί να με αποκαλούν “μυτόγκα”, έχω μεγάλη μύτη, άρα εγώ φταίω. Σαφέστατα υπάρχει και θυμός γι’ αυτό που τους συμβαίνει, μόνο που τα προαναφερόμενα συναισθήματα τους ακινητοποιούν και δεν μπορούν ν’ αντιδράσουν. Έτσι, ο θυμός αυτός εκφράζεται σε οικεία πρόσωπα μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον ή σε πλαίσιο στο οποίο αισθάνονται ασφάλεια, με αποτέλεσμα παιδιά-θύματα να γίνονται αργότερα θύτες.
Συνήθως οι θύτες είναι οι ίδιοι θύματα βίαιας συμπεριφοράς σε κάποιο άλλο πλαίσιο ή από το οικογενειακό τους περιβάλλον. Έχουν υποστεί σωματική τιμωρία και οικογενειακή βία. Η απόρριψη και ο αποκλεισμός που έχουν δεχτεί προβάλλεται σε άλλα άτομα που τα θεωρούν αδύναμα, είναι διαφορετικά όσον αφορά τη γλώσσα, τη θρησκεία, την εθνικότητα, ή έχουν κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό στην εμφάνισή τους. Ο θύτης με τη βίαιη συμπεριφορά του εκφράζει τους δικούς του φόβους και τις δικές του ανασφάλειες, τις οποίες καλύπτει. Η ταπείνωση των άλλων του προσφέρει αίσθηση δύναμης και ανωτερότητας κι έτσι καλύπτει τη δική του χαμηλή αυτοεκτίμηση».
«Τα παιδιά που έχουν υποστεί bullying σιγά-σιγά οδηγούνται σε συναισθηματική απομόνωση και κατάθλιψη» λέει η κ. Πιπεράκη. «Εάν δεν λάβουν κατάλληλη στήριξη, αντιμετωπίζουν δυσκολίες στον κοινωνικό τους ρόλο, αποφεύγουν ν’ αναλάβουν ευθύνες και δυσκολεύονται ιδιαίτερα να εμπιστευθούν, γεγονός που επηρεάζει τις διαπροσωπικές τους σχέσεις».
Η κ. Έρη Πιπεράκη είναι ψυχολόγος των Εκπαιδευτηρίων Δούκα, υπεύθυνη του Κέντρου Αξιολόγησης και Αποκατάστασης Μαθησιακών και Αναπτυξιακών Δυσκολιών και ιδρυτικό μέλος του Κέντρου Ψυχολογικής και Γνωστικής Αξιολόγησης.
Για περιπτώσεις ηλεκτρονικού εκφοβισμού: στη Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος στο 210 6476464, cybercrimeunit.gr