Ο χρόνος σταµατηµένος. Κάτω από τον ήλιο. Το νέφος της παραλίας υπνωτίζει τα στοιβαγµένα κορµιά. Οι ναυαγοί λιάζονται. Είναι κροκόδειλοι µε συντεταγµένες σαθρές. Ήρθαν στη ζωή για να αποδράσουν αλλά το µόνο που κατάφεραν είναι να ξεραθούν στον ήλιο. Οι ξαπλώστρες γεµάτες. Τα κεφάλια αδειανά. Τα µάτια υγρά, στάζουν αλκοόλ από τη χθεσινοβραδινή κραιπάλη.
Οι Μεγαλέξανδροι µε τις ξανθιές ανταύγειες καµαρώνουν για τις µυώδεις πανοπλίες τους. Οι πρησµένοι δικέφαλοι ξεπροβάλλουν µε αυθάδεια κάτω από µια κρούστα αντηλιακού. Παραδίπλα, οι µαραµένες λολίτες παίζουν κρυφτό µε τα φτηνά τους παρεό και τις ακριβές µυξόκρεµες. Η χαµένη αξιοπρέπεια του χειµώνα ανακτάται µε ένα εγωπαθές καµάκι. Οι σχέσεις φθίνουν. Γίνονται µια ψυχαγωγική συνήθεια. Μια συνθήκη της εποχής.
Οι κροκόδειλοι συνήθως µιλάνε πολύ. Χωρίς να λένε τίποτα. Μιλάνε και φωνάζουν. Μάλλον γιατί δεν θέλουν να ακούν τον εαυτό τους. Κάποια στιγµή ζεσταίνονται. Βαριούνται τη βολή τους. Παρατάνε, λοιπόν, την ξαπλώστρα, βγάζουν τα µαύρα γυαλιά, παίρνουν µια βαθιά ανάσα, κλείνουν το στόµα και… βουτάνε. Το νερό τους συνεφέρνει. Τους ξεπλένει από τις λοσιόν και για λίγες στιγµές τους αποµονώνει. Χώνουν και το κεφάλι µέσα κι αρχίζουν να αναρωτιούνται, µιας και διαπιστώνουν ότι στο βυθό ακούνε καλύτερα… την ψυχή τους.
Τα όνειρά µου πού τα ξέχασα; Τον εαυτό µου πού τον άφησα; Γιατί σταµάτησα;
Ανάσα. Συµπίεση. Πίεση. Ανάσα. Στόµα κλειστό. Αποσυµπίεση. Ανάσα. Φως. Ξανά στην επιφάνεια. Ευκαιρία για επιστροφή στη «ζωή». Η πορεία προς την ξαπλώστρα δηµιουργεί αυτή τη φορά νέα ερωτήµατα. Της επιφάνειας.
Ποιος µε κοιτάει;
Ποιος δεν µε κοιτάει;
Φαίνοµαι; Βλέποµαι;
Υπάρχω;
Ξανά καµουφλάζ. Γυαλιά µάσκα. Παρεό. Κινητό στο αυτί. Ένα καπέλο που θα κρύβει ρυτίδες και ανασφάλειες. Τα πάντα καλύπτονται. Τα πάντα ξεχνιούνται. Η αρένα της ξαπλώστρας απαιτεί τη χαύνωση. Και το καλοκαίρι θα κυλάει. Με σιωπές και ενοχές. Όπως στον πάτο του βυθού. Και ο κροκόδειλος απλώς θα κοιτάει. Χωρίς να λέει τίποτα. Χωρίς να βλέπει. Λησµονώντας ότι στον κόσµο τούτο δεν ήρθε απλώς για να υπάρχει. Και όσο θα ξεχνάει τόσο θα αυτοπαροπλίζεται. Και κάποια στιγµή, δίχως να το αντιληφθεί θα δώσει τη θέση του στο µέλλον. Τότε που ένα καλοκαίρι θα τελειώνει. Κι από την ίδια ξαπλώστρα, εκείνος θα παρατηρεί κάποιον να τον πλησιάζει, να τον κοντοζυγώνει, κι έπειτα χωρίς οίκτο να τον αρπάζει, να τον διπλώνει και να τον πετάει… σ’ έναν σωρό µε ξαπλώστρες. Κι αυτός πάλι δεν θα βγάζει άχνα. Γιατί δεν θα ξέρει τι να πει. Και το καλοκαίρι της ζωής του θα στοιβάζεται στην ανυπαρξία. Σε µια µετάνοια χωρίς πιθανότητες. Σε ένα τέλος οριστικό. Χωρίς απαντήσεις και χωρίς ερωτήµατα.
Και µια προτροπή: Αυτό το καλοκαίρι µην αναζητήσετε την οµορφιά. Η οµορφιά υπάρχει µόνο στο ψεύτικο σύµπαν του star-channel, των περιοδικών µόδας, των κάρτ ποστάλ. Φέτος απλώς αναζητήστε την έκπληξη. Τολµήστε το ξεβόλεµα. Αιφνιδιάστε τον εαυτό σας. Και ό,τι κι αν αποφασίσετε, κάντε το αργά… κι απλά. Πολύ απλά…
Καλό καλοκαίρι.
parallaximag.gr