Εκρηκτική ζήτηση για προϊόντα από “δεύτερο χέρι” παρατηρείται στην μετά-covid εποχή. Όσα πρέπει να ξέρετε.
γράφει η Πέννυ Κούτρα
Μια από τις ελάχιστες αγορές καταναλωτικών ειδών που παρουσίασε αύξηση πωλήσεων το κρίσιμο δίμηνο του lockdown παγκοσμίως ήταν ανέλπιστα τα είδη ένδυσης από δεύτερο χέρι, ενώ ανοδικά κινήθηκε και το resale επίπλων και ειδών σπιτιού. Η τάση ωστόσο δεν είναι απόρροια της πανδημίας αλλά μιας ιδιαίτερης στροφής των καταναλωτών- με διαφορετικές ταχύτητες ανά χώρα- που αφενός συνδέεται με την ανάγκη εξοικονόμησης αλλά και την αυξανόμενη ανησυχία για το περιβάλλον και την υπερπαραγωγή αγαθών, που αναδεικνύει όλο και περισσότερο τις αρετές της κυκλικής οικονομίας.
Αν τις δεκαετίες του ’80 και του ’90 οι «ψαγμένες» αγορές πραγματοποιούνταν στα στοκατζίδικα και στα πολυτελή εκπτωτικά χωριά που στήθηκαν ανά τον κόσμο, στον 21 αιώνα η τεχνολογία έχει δώσει τη δυνατότητα δημιουργίας εξειδικευμένων πλατφορμών για την διάθεση προιόντων από δεύτερο χέρι και για την αγορά τους, δημιουργώντας σύγχρονα marketplaces, με «παλιά» ωστόσο προϊόντα.
Σύμφωνα με μελέτη της αμερικανικής Thredup, μιας εκ των μεγαλύτερων του είδους στις ΗΠΑ, και της εταιρείας δημοσκοπήσεων GlobalData, η αγορά της μεταπώλησης έχει αυξηθεί 21 φορές ταχύτερα από το λιανικό εμπόριο ειδών ένδυσης τα τελευταία τρία χρόνια, με την παγκόσμια βιομηχανία μεταχειρισμένων ειδών ένδυσης να αναμένεται να αυξηθεί κατά 50% περισσότερο από εκείνη της «γρήγορης μόδας» μέσα στην επόμενη δεκαετία. Σε απόλυτα νούμερα εκτιμάται ότι η αγορά της μεταπώλησης ενδυμάτων από 24 δις ευρώ που υπολογίζεται σήμερα θα ανέλθει στα 64 δις ευρώ στην προσεχή πενταετία.
Κατά τη διάρκεια του lockdown, σύμφωνα με τα στοιχεία, η Thredup αύξησε τις πωλήσεις της κατά 20% σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα πέρυσι. Η πλατφόρμα της νεοφυούς εταιρείας Depop με έδρα τη Βρετανία, που επίσης ειδικεύεται στη διάθεση μεταχειρισμένων ρούχων και αξεσουάρ και στη μεταπώληση, αύξησε κατά 163% τους ενεργούς χρήστες της και κατά 300% τα προς διάθεση προϊόντα μέσα στο διάστημα της καραντίνας. Έχει επίσης αντλήσει περισσότερα από 105 εκατ. ευρώ χρηματοδότησης με σκοπό την περαιτέρω επέκταση της στην Αυστραλία και την Ασία.
Η αγορά της μεταπώλησης αποτελεί δε μια ανάγκη της μόδας – και ίσως να συμπληρώνει την υπερβολική της ταχύτητα- καθώς ρούχα, παπούτσια και αξεσουάρ από μεγάλους οίκους, όταν «ξεπερνιούνται» από τις τάσεις της εποχής ή έστω τις ανάγκες και τα γούστα του κατόχου τους, μεταπωλούνται σε τιμές εξόχως χαμηλότερες, επιτρέποντας για κάποιον λιγότερο εύπορο αγοραστή να αποκτήσει το πολυπόθητο αντικείμενο.
Οι πλατφόρμες ΤheRealreal (η οποία είναι μάλιστα εισηγμένη στο Nasdaq) και Vestiaire Collective που διαθέτουν και μεταπωλούν επώνυμα ρούχα, διαγράφουν επίσης σημαντική ανάπτυξη. Έως τα μέσα Απριλίου η πρώτη αύξησε κατά 30% τα προς διάθεση προϊόντα ενώ η δεύτερη κατέγραψε αύξηση πωλήσεων κατά 20% τον Απρίλιο και κατά 54% τον Μάιο εν μέσω γενικευμένου lockdown.
Η διεύρυνση της αγοράς και η ανάπτυξη επιχειρήσεων γύρω από την μεταπώληση ξεφεύγει πλέον από το αρχικό της πελατειακό κοινό που αντιστοιχούσε σε 20άρηδες και 30άρηδες, που εκτός από χαμηλό εισόδημα, διέθεταν οικολογικές ανησυχίες και πρόσβαση σε κάθε είδους «έξυπνες» εφαρμογές.
Μπορεί τα καταστήματα με ρούχα από δεύτερο χέρι ή «vintage» όπως επικράτησε να ονομάζονται να ξεφυτρώνουν σε κάθε πολυσύχναστη γειτονιά των μεγάλων αστικών κέντρων- όπως και στην Αθήνα- αλλά η επιχειρηματική τους προσέγγιση τείνει να αποκτήσει μεγαλύτερη διάσταση και να αφορά όλο και μεγαλύτερο κοινό.
Τα έπιπλα στο παιχνίδι της μεταπώλησης
Άνθηση γνωρίζουν και τα marketplaces αλλά και τα φυσικά καταστήματα πώλησης μεταχειρισμένων επίπλων. Στην Ελλάδα, έως πρότινος τα «παλιατζίδικα» αφορούσαν απειροελάχιστο ποσοστό ενδιαφερόμενων, ενώ τα καταστήματα με αντίκες αποτελούσαν μια απλησίαστη τιμολογιακά αγορά. Βαθμηδόν ωστόσο και στην Ελλάδα αναπτύσσεται η ιδέα της δευτερογενούς αγοράς επίπλων.
Πέρα από το Μοναστηράκι σε διάφορα σημεία του αθηναϊκού κέντρου δημιουργούνται καταστήματα με μεταχειρισμένα έπιπλα, τα οποία έχουν μάλιστα και ηλεκτρονική παρουσία μέσω eshop.
Το παζάρι του Πορτομπέλο ή τα χιλιάδες thrift shops των ΗΠΑ μπορεί να απέχουν από την εγχώρια πραγματικότητα ωστόσο δεν είναι λίγοι εκείνοι που αναρωτιούνται που να πουλήσουν ή και να δωρίσουν έπιπλα, αντικείμενα, ηλεκτρικές συσκευές ή ρούχα, αλλά και άλλοι τόσοι που τα αναζητούν.
Η Vendora, η πλατφόρμα μικρών αγγελιών για αγορά και πώληση μεταχειρισμένων προϊόντων που δημιουργήθηκε το 2017 στην Ελλάδα (από τον Robin Schuil, ενός εκ των ιδρυτών του Marktplaats στην Ολλανδία, που αργότερα πουλήθηκε στο ebay έναντι 290 εκατ. δολαρίων) σε έρευνα που πραγματοποίησε το 2019 κατέγραψε το διαρκώς αναπτυσσόμενο ενδιαφέρον των Ελλήνων.
Σύμφωνα με τα ευρήματα και τα στατιστικά της πλατφόρμας, αγοράζουν και πωλούν μεταχειρισμένα προϊόντα άτομα όλων των ηλικιακών ομάδων, περισσότερο οι ηλικίες από 38 έως 65 ετών. Εκτός από αυτούς που αγοράζουν μεταχειρισμένα λόγω της εξοικονόμησης χρημάτων, σημαντικό ποσοστό τα προτιμάει λόγω των μοναδικών κομματιών και της ποικιλίας που ανακαλύπτουν. Οι γυναίκες προτιμούν να αγοράζουν μεταχειρισμένα έπιπλα, ρούχα και βρεφικά είδη, ενώ οι άνδρες μεταχειρισμένα κινητά, αυτοκίνητα, συλλεκτικά είδη και βιντεοπαιχνίδια. Πρώτη πάντως κατηγορία προϊόντων αναδείχθηκε εκείνη των επίπλων.
Δεν είναι πάντως τυχαίο ότι κολοσσοί της λιανικής σπεύδουν να υιοθετήσουν πτυχές της κυκλικής οικονομίας. Η σουηδική H&M προωθεί την ανακύκλωση συγκεντρώνοντας παλιά ρούχα στα καταστήματα της, ο όμιλος Inditex (βλέπε Zara) δεσμεύεται πως όλα τα υφάσματα των συλλογών ρούχων του έως το 2025 θα είναι από βιώσιμες πρώτες ύλες και ανακυκλωμένα υλικά.
Τέλος η ΙΚΕΑ ανακοίνωσε πως αναμένεται να ανοίξει στη Σουηδία πρώτο κατάστημα της, όπου θα πωλούνται αποκλειστικά μεταχειρισμένα και επιδιορθωμένα έπιπλα της, εκτιμώντας πως αυτός ο «πιλότος» θα αποτελέσει οδηγό στις στρατηγικές βιώσιμης ανάπτυξης που σχεδιάζει.
news24/7