Στην αντεπίθεση περνάει το κοινωνικό δίκτυο για να πείσει ότι έχει βάλει στο στόχαστρο τις ψεύτικες ειδήσεις. Πώς προσπαθεί να τις εντοπίσει και να αποτρέψει να γίνουν viral. Οι συνεργασίες με δημοσιογραφικούς οργανισμούς και τα νέα ερωτήματα.
Περίπου δύο χρόνια πριν, ο Greg Marra, διευθυντής στο τμήμα product management του Facebook, ξόδεψε τον περισσότερο μέρος του χρόνου του για να βρει πώς θα κάνει τη Ροή Ειδήσεων (Νews Feed) πιο δελεαστική. Όχι πια. Σήμερα, ο Marra έχει μπλεχτεί σε μία διαδικτυακή εκδοχή του παιχνιδιού της γάτας με το ποντίκι, κυνηγώντας ξέφρενα τους «κακούς» που διαδίδουν ψευδείς ειδήσεις – και προσπαθώντας να κλείσει τους λογαριασμούς τους.
«Αυτή η δουλειά είναι ανταγωνιστική, ο κόσμος προσπαθεί να διαπεράσει τις άμυνες μας», είπε ο Marra στο κοινό του Aspen Ideas Festival, την περασμένη εβδομάδα. Χρησιμοποιώντας γλώσσα που μπορεί να προέρχεται από την Άγρια Δύση, συνέχισε: «Είναι άθλιο να πρέπει να κυνηγάμε τους κακούς… και οι κακοί είναι δημιουργικοί. Αλλά πιστεύουμε βαθιά σε αυτό που κάνουμε… και στον αγώνα».
Πρέπει να νιώθουμε σίγουροι; Εκ των υστέρων, είναι σαφές ότι ψευδείς ειδήσεις έχουν κυκλοφορήσει σε διάφορες πλατφόρμες κοινωνικών δικτύων. Αυτές ποικίλλουν, από τον κακοήθη τίτλο «Ο Πάπας Φραγκίσκος σοκάρει τον κόσμο, υποστηρίζει τον Ντόναλντ Τραμπ για Πρόεδρο», που ξεκίνησε από το, πλέον εκτός λειτουργίας, σάιτ ψευδών ειδήσεων WTOE 5 News και μοιράστηκε περίπου ένα εκατομμύριο φορές στο Facebook ως την ένοπλη βία και στη δολοφονία μίας γυναίκας την περασμένη εβδομάδα στην Ινδία μετά τις ψευδείς φήμες για απαγωγή παιδιού που διαδόθηκαν μέσω WhatsApp.
Αυτή την εβδομάδα η αμερικανική Επιτροπή των Πληροφοριών της Γερουσίας υποστήριξε τα συμπεράσματα τριών αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών ότι η Ρωσία είχε εμπλοκή στην προεδρική εκλογή των ΗΠΑ το 2016. Και οι αποκαλύψεις νωρίτερα φέτος ότι ο όμιλος αναλύσεων δεδομένων Cambridge Analyticaπερισυνέλεξε εκατομμύρια προφίλ του Facebook, με στόχο να στοχεύσει συγκεκριμένους ψηφοφόρους με ψευδείς ειδήσεις έθεσαν την εταιρεία κοινωνικού δικτύου υπό έρευνα από τέσσερις αμερικανικές ρυθμιστικές αρχές – μία κατάσταση στην οποία δεν βοήθησε η αργή αντίδραση του Facebook στην αντιμετώπιση του προβλήματος.
Εν τέλει, όμως, το Facebook αρχίζει να αντεπιτίθεται. Όχι, τα στελέχη της εταιρείας δεν αποδέχονται (ακόμη) ευθύνη για αυτά που εμφανίζονται στην πλατφόρμα. Ούτε προθυμοποιούνται να υποβάλουν τους εαυτούς τους σε πιο αυστηρή ρύθμιση. Αλλά προσπαθούν να είναι λίγο περισσότερο διαυγείς. Γι’ αυτό, ο Marra (και οι συνάδελφοί του στο Facebook) εμφανίστηκαν στο Aspen για να μιλήσουν για τη μάχη τους κατά των «κακών».
Σύμφωνα με τον Marra και την Chapbell Brown, παγκόσμιοι επικεφαλής των ειδησεογραφικών συνεργασιών στο Facebook (και η ίδια πρώην παρουσιάστρια ειδήσεων), ένας τρόπος με τον οποίο η εταιρεία δεσμεύεται σε αυτό τον αγώνα είναι με την αναδιάταξη δεκάδων στελεχών πληροφορικής σε αυτή την εργασία.
Αντί να τρέξει να δημιουργήσει καινοτόμα προϊόντα, κάποιοι από τους καλύτερους προγραμματιστές του σήμερα αναπτύσσουν εργαλεία για να εντοπίζουν και να καταστρέφουν τις ψευδείς ειδήσεις. Μόλις την περασμένη εβδομάδα, για παράδειγμα, το Facebook απέκτησε τη start-up εταιρεία Bloomsbury ΑΙ, με έδρα το Λονδίνο, η οποία έχει αναπτύξει τεχνητή νοημοσύνη που «διαβάζει κείμενα και απαντάει ερωτήσεις για τα περιεχόμενα τους».
Η εταιρεία επίσης προσπαθεί να αναπτύξει τη δυνατότητα ελέγχου των γεγονότων, προσλαμβάνοντας «ειδικούς στη δημοσίευση ειδήσεων» και μέσω συνεργασίας με ομίλους όπως το Associated Press, το FactCheck.org και το PolitiFact, για τον γρήγορο έλεγχο ψευδών ειδήσεων. Όταν εντοπιστούν, οι τεχνικοί, είτε τις απομακρύνουν εντελώς ή προσπαθούν να τις εμποδίσουν να γίνουν viral, ενημερώνοντας τους χρήστες ότι είναι ψευδείς. «Με το να ελέγξουμε [μία ιστορία], μπορούμε να μειώσουμε την προβολή των ψευδών ειδήσεων μέχρι και κατά 80%», είπε ο Marra.
Αυτά όλα ακούγονται ιδιαίτερα λογικά, αλλά υπάρχουν πολλά προβλήματα. Δεν είναι πάντα εύκολο να αποφασίσει κανείς τι είναι ψευδές ή να απομακρύνει πολιτικά post χωρίς να δείχνει πως ασκεί λογοκρισία. Είναι επίσης δύσκολο να ελέγξει κάποιος τις ειδήσεις αρκετά γρήγορα, πριν γίνουν viral. Ούτε είναι πάντα εύκολο να πείσεις τους χρήστες να σταματήσουν να παρακολουθούν τις ψευδείς ειδήσεις, παρά τη σιγουριά του Marra: όταν το Facebook ξεκίνησε να επισυνάπτει τις σημάνσεις «διαφωνίας» κάτω από κάποια άρθρα πέρυσι, διαπίστωσε ότι στην πραγματικότητα ενίσχυε την πίστη σε αυτά, οπότε η εταιρεία τις εγκατέλειψε.
Η συνεργασία με ανεξάρτητους ομίλους ελέγχων είναι επίσης μια πρόκληση. «Τόσο το Facebook όσο και οι ειδησεογραφικοί οργανισμοί θέλουν να βελτιώσουν την ποιότητα των διαδικτυακών μέσων ενημέρωσης», παρατήρησε πρόσφατη έκθεση από τον Mike Ananny για το Tow Center for Digital Journalism. [Αλλά] υπάρχει ένας συνεχιζόμενος αγώνας στο πλαίσιο της εταιρικής σχέσης για τον ορισμό των “ψεύτικων ειδήσεων” κατά τρόπο που δεν αφήνει την μεγάλη δύναμη στο Facebook, όσον αφορά την κατηγοριοποίηση», ακόμη και αν οι γίγαντες των κοινωνικών δικτύων εξακολουθούν να αρνούνται ότι είναι εκδότες.
Συγκεκριμένα, οι όμιλοι που ασχολούνται με τον γρήγορο έλεγχο είπαν στον Annany ότι ένιωθαν απογοήτευση, επειδή δεν ήξεραν πώς ακριβώς το Facebook χρησιμοποιεί τους ελέγχους που διεξάγουν και εξέφρασαν «μία γενική δυσφορία για το πόσο αδιαφανής και μη υποκείμενη σε έλεγχο ήταν η συμφωνία».
Ένα άλλο, πιο εκπληκτικό ζήτημα είναι η ίδια η πηγή των ψευδών ειδήσεων. Οι περισσότεροι μπορεί να υποθέτουν ότι έρχονται κυρίως από πολιτικές ομάδες ή κακόβουλες κυβερνήσεις. Δεν είναι έτσι, σύμφωνα με τον Marra: λέει ότι «90% των ψευδών ειδήσεων οδηγούνται από οικονομικά κίνητρα», πχ, από εμπορικές οντότητες που χρησιμοποιούν λάγνες ιστορίες για να προκαλέσουν διαφημιστικά κλικ στις ιστοσελίδες, όπως αυτές που πωλούν χάπια διαίτης. «Οι κακοί δεν θέλουν απλώς ένα κλικ, θέλουν χρήματα από διαφημίσεις – τα κίνητρα τους βασίζονται στα δικά σου κλικ που θα σε μεταφέρουν από τη Ροή Ειδήσεων στη δική τους ιστοσελίδα, οπότε θα φτιάξουν αισθησιακούς τίτλους», λέει ο Marra.
Ίσως αυτό να είναι λιγότερο ανησυχητικό, από την ιδέα ότι η Αμερική δέχεται επίθεση από έναν στρατό ρωσικών διαδικτυακών ρομπότ. Ή μπορεί και όχι – με δεδομένο το απόλυτο μέγεθος της τεχνολογικής διαφημιστικής βιομηχανίας και την κυριαρχία της καταναλωτικής κουλτούρας στις ΗΠΑ.
Όπως και να έχει, ένα πράγμα είναι σαφές: Η μάχη του Facebook με τους «κακούς», με τον δικό του τρόπο, είναι πιθανό να γίνει περισσότερο αμφιλεγόμενη καθώς πλησιάζουν οι ενδιάμεσες εκλογές.
euro2day.gr