Με την ίδια την κυβέρνηση να έχει προαναγγείλει ουσιαστικά ότι οι εθνικές εκλογές θα γίνουν το αργότερο μαζί με τις ευρωεκλογές τον επόμενο Μάιο, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας δείχνει να κινείται ανάμεσα σε δύο επιπλέον χρονικά σημεία τα οποία σηματοδοτούν και αντίστοιχες πολιτικές επιλογές: είτε θα προκαλέσει την εκλογική αναμέτρηση στις αρχές του φθινοπώρου με τη λογική ενός «πολέμου-αστραπή», του «Blitzkrieg» όπως λένε οι Γερμανοί, προκειμένου να προλάβει επιδείνωση των πολιτικών δεδομένων, είτε θα στήσει κάλπες κατά τον Μάρτιο με αφορμή την αναπόφευκτη διάλυση της συνεργασίας ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝ.ΕΛ., όταν θα έρθει η Συμφωνία των Πρεσπών προς επικύρωση στη Βουλή.
«Τον Γενάρη – Φλεβάρη θα συζητήσουμε με τον κυβερνητικό μας εταίρο για το τι θα κάνουμε», απάντησε μάλλον αμήχανα ο κ. Τσίπρας όταν ρωτήθηκε προ ημερών στις Βρυξέλλες για το πώς θα χειριστεί την υπόθεση στην εσωτερική πολιτική σκηνή και ενώ παραδίπλα ο Σκοπιανός πρωθυπουργός Ζόραν Ζάεφ πανηγύριζε ανακράζοντας «είμαστε Μακεδόνες και βάζουμε τη Μακεδονία στο ΝΑΤΟ» για την πρόσκληση ένταξης στη Συμμαχία που έλαβε η χώρα του.
Για όσους γνωρίζουν ή διατείνονται ότι διερμηνεύουν τον τρόπο με τον οποίο κινείται ο κ. Τσίπρας στο πολιτικό πεδίο, «παραείναι προβλέψιμη κίνηση να γίνουν οι εθνικές μαζί με τις ευρωεκλογές». Υποστηρίζουν δηλαδή ότι ο πρωθυπουργός θα αναζητήσει τον αιφνιδιασμό, ενώ δεν αποκλείουν οι ίδιες οι εξελίξεις να επιβάλουν αλλαγή σχεδίων και εσπευσμένη προσφυγή στις κάλπες πολύ νωρίτερα από το προγραμματισμένο.
Μια τέτοια εξέλιξη, που μπορεί να αποτελεί ένδειξη για επίσπευση των γεγονότων, είναι η ψυχρολουσία που δέχθηκε η ελληνική κυβέρνηση στο τελευταίο Eurogroup, την περασμένη Πέμπτη, όταν οι εταίροι, με προεξάρχοντες τους Γερμανούς, πάγωσαν την καταβολή της δόσης των 15 δισ. ευρώ (το «μαξιλαράκι» για την έξοδο στις αγορές) έως ότου η Αθήνα παρουσιάσει ισοδύναμα μέτρα για τα 28 εκατ. ευρώ που θα χάσουν τα κρατικά ταμεία από την αναστολή της αύξησης του ΦΠΑ στα νησιά που σηκώνουν το βάρος της προσφυγικής κρίσης. «Εάν οι δανειστές κάνουν τόση φασαρία για 28 εκατ. ευρώ, φανταστείτε τι θα γίνει όταν η κυβέρνηση ζητήσει και επισήμως να αναβληθούν -έστω για λίγο- οι μειώσεις στις συντάξεις ύψους 1,8 δισ. ευρώ!» έλεγαν παράγοντες με γνώση των διεργασιών στις Βρυξέλλες, επισημαίνοντας μάλιστα ότι υποτίθεται πως η διευκόλυνση για τον ΦΠΑ διαφημίστηκε από τον κ. Τσίπρα ως προσωπικό του κατόρθωμα, κάτι που φυσικά αποδείχθηκε ότι δεν ίσχυε τελικά.
Στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ δεν αποκλείουν πλέον το ενδεχόμενο να υπάρξει θεαματική κίνηση επιτάχυνσης των εξελίξεων, σε αντίθεση με όσα λέγονταν μέχρι τώρα από κυβερνητικούς παράγοντες περί εξάντλησης της τετραετίας.
Ηδη η αρχή έγινε με την επανατοποθέτηση -κακήν κακώς- των αυτοδιοικητικών εκλογών μαζί με τις ευρωεκλογές και παρά τα όσα πομπώδη έλεγε η κυβέρνηση για κάλπες σε περιφέρειες και δήμους τον Οκτώβριο του 2019. Την αίσθηση ότι τον Μάιο του 2019 μπορεί να γίνουν και εθνικές εκλογές την έδωσε ακόμα και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος, που δήλωσε ότι «αυτά είναι ζητήματα που θα αποφασίσει το Κοινοβούλιο».
Κατά πολλούς, το Μέγαρο Μαξίμου προσπαθεί πλέον να προετοιμάσει το έδαφος για μη εξάντληση της τετραετίας και για αναζήτηση ενός πιο κατάλληλου χρόνου για την εκλογική αναμέτρηση. Ο Φεβρουάριος είναι ο αμέσως επόμενος σταθμός λόγω του Σκοπιανού: ως φαίνεται, η συμφωνία θα εγκριθεί στα Σκόπια τον Ιανουάριο και αμέσως μετά θα πρέπει να περάσει και από το ελληνικό Κοινοβούλιο. Εξ ου και ο κ. Τσίπρας είπε ότι τότε θα συνεννοηθεί με τον κ. Πάνο Καμμένο (προφανώς για το πώς θα διαχειριστούν τη διάλυση της κυβερνητικής τους συνεργασίας).
Ωστόσο, τα γεγονότα φαίνεται να τρέχουν πιο γρήγορα απ’ όσο φαντάζονταν στο Μέγαρο Μαξίμου. Δεν είναι μόνο το σκωτσέζικο ντους στο Eurogroup που έδειξε ότι η έξοδος από το τρίτο μνημόνιο τον Αύγουστο δεν οδηγεί στη Γη της Επαγγελίας. Ούτε το ότι οι δανειστές δεν πρόκειται να αφήσουν καμία ελληνική κυβέρνηση χωρίς αυστηρό έλεγχο. Είναι και το ότι αμφισβητούνται πλέον στρατηγικοί εκλογικοί στόχοι του ΣΥΡΙΖΑ εξαιτίας των ανακατατάξεων στη Δεξιά με καταλύτη το Μακεδονικό.
Ο φόβος της Ακροδεξιάς
Σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες, για πρώτη φορά στην κυβέρνηση δείχνουν να εκτιμούν ότι η εμφάνιση νέων ακροδεξιών, με ιδεολογικούς όρους, κομμάτων δεν θα πλήξει κυρίως τη Ν.Δ. όσο τον ΣΥΡΙΖΑ. Και αυτό υπό την εξής έννοια: εάν κάποιο από τα κόμματα αυτά, όπως το νεότευκτο των κυρίων Δημήτρη Καμμένου και Τάκη Μπαλτάκου, εισέλθει στη Βουλή, ο κ. Κυριάκος Μητσοτάκης μπορεί να σχηματίσει (συμμαχική) κυβέρνηση έστω κι αν δεν έχει δηλαδή αυτοδυναμία. Και μάλιστα χωρίς να μετέχει σε αυτή την κυβέρνηση το Κίνημα Αλλαγής της Φώφης Γεννηματά. Θα κινδυνεύσει έτσι ο κ. Τσίπρας να μην πετύχει σχεδόν κανέναν από τους βασικούς εκλογικούς του στόχους: θα χάσει δηλαδή τις εκλογές (παρά τις… διαβεβαιώσεις περί ντέρμπι), θα δει τον κ. Μητσοτάκη να σχηματίζει κυβέρνηση είτε πάρει αυτοδυναμία είτε όχι και επιπλέον θα έχει ο ΣΥΡΙΖΑ ως ανταγωνίστρια δύναμη στην αντιπολίτευση την Κεντροαριστερά! Το Μαξίμου θα ήθελε η κυρία Γεννηματά να συνεργαστεί με τη Ν.Δ. ώστε το Κίνημα Αλλαγής να φθαρεί τάχιστα και να κυριαρχήσει ο ΣΥΡΙΖΑ σε όλο τον προοδευτικό χώρο!
Μέχρι πρόσφατα οι αναλύσεις που έκαναν οι κυβερνητικοί για τις εξελίξεις στα δεξιά της Ν.Δ. ήταν ενθαρρυντικές για το Μαξίμου. Νέες δυνάμεις με εθνικιστικό πρόσημο και σημαία το Μακεδονικό πίεζαν τη Ν.Δ. αμφισβητώντας έντονα την προοπτική της αυτοδυναμίας της. Ακόμα και τη «γαλάζια» πρωτιά στις εκλογές, όπως εκτιμούσαν οι πιο αισιόδοξοι συνεργάτες του κ. Τσίπρα.
Από την περασμένη εβδομάδα, όμως, άρχισε να εκδηλώνεται ο φόβος ότι κάποιο από τα κόμματα των «Μακεδονομάχων» μπορεί να εξελιχθεί σε «μαξιλάρι» για τη Ν.Δ. και να απαλλάξει την κυρία Γεννηματά από την υποχρέωση να συνδράμει στη συγκρότηση κυβέρνησης με τον κ. Μητσοτάκη προκειμένου να αποφευχθεί η ακυβερνησία στη χώρα, καθώς τυχόν νέες εκλογές θα γίνουν με το σύστημα της απλής αναλογικής.
Η ποιοτική μεταβολή προέκυψε από τη διαπίστωση ότι ναι μεν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει τεράστιες απώλειες από το Μακεδονικό (η ζημιά υπολογίζεται στις 2,5 ποσοστιαίες μονάδες πανελλαδικά), όμως γενικά οι «Μακεδονομάχοι» μπορούν να στείλουν ένα κόμμα στη Βουλή, κάτι που μπαίνει για πρώτη φορά στη βασική εξίσωση των πιθανών πολιτικών σεναρίων.
Στελέχη του κυβερνώντος κόμματος ομολογούν ότι εάν συνυπολογιστούν όλα αυτά (μη αποφυγή μείωσης συντάξεων και αποκάλυψη του μεταμνημονιακού κορσέ, νέα δεδομένα στο πολιτικό παιχνίδι, αλλά και κόπωση του εκλογικού σώματος από τη σημερινή διακυβέρνηση), το ενδεχόμενο να γίνουν εκλογές έως τον Οκτώβριο ή έστω τον Νοέμβριο είναι ανοιχτό. Προϋποθέτει βέβαια ότι ο κ. Τσίπρας δεν έχει κάποια ιδιαίτερη πρεμούρα να περάσει η δική του κυβέρνηση τη Συμφωνία των Πρεσπών από τη Βουλή και ότι αυτή την «κληρονομιά» θα την αφήσει στην επόμενη.
Ρελάνς με συνταγματική αναθεώρηση
Η κυβέρνηση αναμένεται από αυτή την εβδομάδα κιόλας να επιχειρήσει μεταφορά της πολιτικής αντιπαράθεσης στο πεδίο της συνταγματικής αναθεώρησης. Ο πρωθυπουργός ετοιμάζεται να παρουσιάσει τις κυβερνητικές προτάσεις στις 24 Ιουλίου με αφορμή την επέτειο της Μεταπολίτευσης. Στόχος είναι να αναδείξει και να τονίσει τις διαχωριστικές γραμμές με τη Ν.Δ. και να «χρεώσει» στον κ. Μητσοτάκη συντηρητισμό και φοβικό σύνδρομο σε προοδευτικές αλλαγές. Ουσιαστικά να φιλοτεχνήσει όσο γίνεται τον νέο διπολισμό που θέλει να επικρατήσει στο προεκλογικό τερέν, με τις ανάλογες αντιστοιχήσεις και τα σχετικά διλήμματα.
Κεντρικό σημείο του κυβερνητικού σχεδιασμού θα είναι φυσικά η προσφυγή σε συμβουλευτικό δημοψήφισμα, παρά τις έντονες αντιδράσεις από την αντιπολίτευση και τις ενστάσεις από συνταγματολόγους.
Σε κάθε περίπτωση, το Μαξίμου είναι αναμενόμενο να καταφύγει στις θεσμικές αλλαγές. Το έκανε άλλωστε και με το σπάσιμο της β’ εκλογικής περιφέρειας της Αθήνας, αλλά και του Υπολοίπου Αττικής, στέλνοντας μήνυμα ότι μπορεί να πετύχει μεταρρυθμίσεις εκεί όπου οι προηγούμενοι απέτυχαν. Επί 20 χρόνια Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ έλεγαν για την ανάγκη αυτής της αλλαγής, όμως είναι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ που το πέτυχε, αναγκάζοντας μάλιστα και τον κ. Μητσοτάκη να αποδεχθεί τελικά την πρωτοβουλία αυτή.
Το ερώτημα είναι εάν το θέμα της συνταγματικής αναθεώρησης θα επηρεάσει τους εκλογικούς σχεδιασμούς του κ. Τσίπρα ως προς τον χρόνο που θα στηθούν οι κάλπες. Εφόσον ο πρωθυπουργός θέλει οπωσδήποτε να υλοποιήσει την αναθεώρηση και επειδή η σχετική διαδικασία μπορεί να ξεκινήσει από τη σημερινή Βουλή μόνο μετά τις αρχές Οκτωβρίου, τότε δύσκολα μπορούν να γίνουν εκλογές εντός του έτους και θα χρειαστεί χρόνος που θα οδηγήσει στις κάλπες από τον Φεβρουάριο και μετά – ειδικά εάν οργανωθεί και δημοψήφισμα.
Εκτός κι αν το εγχείρημα δεν ενδιαφέρει τελικά τόσο πολύ την κυβέρνηση και απλώς η εξαγγελία της συνταγματικής αναθεώρησης λειτουργήσει σαν φερετζές για έναν εκλογικό αιφνιδιασμό το φθινόπωρο.
Πρώτο Θέμα