Η γούνα από την αρχαιότητα έως τους γουναράδες της Καστοριάς

Οι Ευρωπαίοι της Παλαιολιθικής Εποχής και κυρίως την Εποχή των Παγετώνων ήταν εξοικειωμένοι με την επεξεργασία και τη χρήση των δερμάτων και της γούνας, τα οποία χρησιμοποιούσαν στην ενδυμασία τους. Ασφαλώς, από τη Νεολιθική Εποχή στην ενδυμασία κυριάρχησαν τα υφαντά και έτσι η γουνοποιία πέρασε σε δεύτερη μοίρα.

Η χρήση της γούνας στην Αρχαία Ελλάδα

Από τα αγάλματα και τα αγγεία κυρίως της Κλασικής Εποχής αντλείται η πληροφορία πως η ένδυση των Αρχαίων Ελλήνων αποτελούταν από το χιτώνα, το ιμάτιον και τη χλαμύδα. Όμως, στη Μυκηναϊκή Εποχή οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν γούνινα πανωφόρια, όπως άλλωστε και οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι.

Αλλά και αργότερα που υιοθετήθηκαν τα λινά και τα βαμβακερά υφάσματα, οι φτωχοί και οι σκλάβοι δεν είχαν την πολυτέλεια να ντύνονται με ακριβά υφάσματα, οπότε η ένδυσή τους ήταν ένα χοντρό και βαρύ γουνοφόρο δέρμα. Επίσης, γουνοφόρα δέρματα χρησιμοποιούσαν και οι βοσκοί, οι κυνηγοί και οι πολεμιστές, τόσο στην ενδυμασία τους όσο και για να κοσμούν τα σπίτια τους.

Ένα σπουδαίο κέντρο για το εμπόριο γούνας της αρχαιότητας ήταν το Βυζάντιο, κομβικό σημείο όπου συναντιoύνταν τα καραβάνια με τα γουνοφόρα ζώα των Βορειοανατολικών χωρών της Ευρώπης με τα καραβάνια των χωρών της Ανατολής. Μάλιστα, από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου και της απέραντης Αυτοκρατορίας του Μακεδονικού Βασιλείου, η εμπορική κίνηση της γούνας στο Βυζάντιο αυξήθηκε σημαντικά, καθώς μέσω του Βυζαντίου περνούσαν πάλι όλα τα γουναρικά της Ανατολής προς τη Δύση.

Η γούνα στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία

Και ενώ οι Ρωμαίοι παλαιότερα θεωρούσαν αναξιοπρέπεια να φορά κανείς γούνες, καθώς ντύνονταν με γουνοφόρα ρούχα μόνο οι σκλάβοι και οι στρατιώτες, με τη μεταφορά της πρωτεύουσας της Αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη, η γούνα κατέλαβε πια σημαντική θέση στη μόδα της εποχής.

Η Κωνσταντινούπολη, όπως και το Βυζάντιο στην αρχαιότητα, έγινε το σπουδαιότερο κέντρο εμπορίας γούνας του κόσμου. Άλλωστε, η γειτνίαση της Κωνσταντινούπολης με χώρες που παρήγαγαν γουναρικά ήταν σημαντικός παράγοντας, ώστε για 12 αιώνες να μεταφέρονται με ελληνικά πλοία τα γουναρικάαπό τον Βόσπορο προς τις αγορές της Δύσης.

Η τέχνη της γούνας στην Καστοριά

Μετά την Άλωση της Πόλης και την κυριαρχία των Οθωμανών, φαίνεται πως η τέχνη της επεξεργασίας της γούνας έφτασε στην πόλη της Καστοριάς. Ο δικηγόρος-δημοσιογράφος Γ. Μπακάλης στον «Τουριστικό Οδηγό» γράφει σχετικά με τη γουνοποιία της Καστοριάς: «Την βιοτεχνίαν αυτήν έφεραν εις την Καστοριάν οι εξόριστοι του Βυζαντίου, χρησιμοποιούντες εις μεγάλην κλίμακα την γούναν, την οποίαν, ο δημιουργηθείς εκ της ανάγκης της επιδιορθώσεώς της, Καστοριανός τεχνίτης, ανήγαγεν εις αριστούργημα τέχνης.

Υπάρχει αντιθέτως και η εκδοχή, ότι η βιοτεχνία των γουναρικών είναι γέννημα του τόπου αυτού από αρχαιοτάτων χρόνων, κατά τους οποίους οι πρώτοι άνθρωποι, μη έχοντες επάρκειαν γής δια την καλλιέργειάν της, έζων εκ του κυνηγιού ιχθύων και ζώων, τα δέρματα δε των τελευταίων χρησιμοποιούντες δια την επένδυσίν των προς θέρμανσιν, εξηυγένιζον διά της τέχνης και ανήγαγον εις χρήσιν θερμάνσεως και πολυτέλειας: διά της παρόδου του χρόνου και της καλλιτεχνικής των διαθέσεως».

Ο Μητροπολίτης Καστοριάς Ιωακείμ υποστήριζε πάλι οτι σε ένα χειρόγραφο αναφερόταν πως πρωτεργάτες της επεξεργασίας γουναρικών της Καστοριάς ήταν οι αδερφοί Γεώργιος και Ευστάθιος Παπαϊωάννου.

Τα δύο αυτά αδέρφια συνδέθηκαν με έναν Ισραηλίτη, ο οποίος ανέλαβε να τους συστήσει σε φίλους του στη Ρουμανία, για να μάθουν την επεξεργασία και την τέχνη των γουναρικών. Η προθυμία του ήταν αποτέλεσμα της ευγνωμοσύνης του, διότι οι δύο αδερφοί τού έσωσαν το παιδί από βέβαιο πνιγμό στην λίμνη της Καστοριάς.

Με τη σύσταση του Ισραηλίτη πήγαν στην Βραΐλα και αργότερα στη Λειψία και έτσι έγιναν ειδικοί στη βιοτεχνία των γουναρικών. Όταν γύρισαν στην Καστοριά, φαίνεται πως δίδαξαν την τέχνη και σε άλλους Καστοριανούς κι έτσι έγινε η απαρχή της γουνοποιίας στην Καστοριά.

Τέλος, ο Θεοχάρης Μπαλλής στο βιβλίο του «Οικονομική και Οργανωτική Διερεύνηση των επιχειρήσεων Γουνοποιίας», σχετικά με την προέλευση της γούνας στην Καστοριά γράφει ότι δεν υπάρχουν συγκεκριμένα στοιχεία, για να καθορίσουμε με ακρίβεια σε ποιους χρόνους ανάγεται το ξεκίνημά της. Η παράδοση τοποθετεί την αρχήν της στην Βυζαντινή περίοδο.

Οι περιγραφές του Εβλιγιά Τσελεμπή για την Καστοριά

Ο Τούρκος περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή επισκέφτηκε την Καστοριά τον 17ο αιώνα και μέσα από τις περιγραφές του αντλείται η πληροφορία πως ήδη υπήρχε οργανωμένη συντεχνία γουναράδων, οι οποίοι μάλιστα ήταν οικονομικά εύρωστοι ώστε να ιδρύουν και να συντηρούν εκκλησίες.

Γράφει, λοιπόν, σχετικά ότι γύρω στο 1650 στην Καστοριά υπήρχαν συνολικά 70 εκκλησίες, οι οποίες βρίσκονταν στην άκρη της λίμνης και ήταν γεμάτες από τάματα των γουνοποιών. Ακόμη αναφέρει πως το χωριό Κλεισούρα κατοικούνταν τότε ως επί το πλείστον από γουνοποιούς.

Ευεργέτες γουνοποιοί την Τουρκοκρατία

Η οικονομική ευρωστία των γουνοποιών και των γουνεμπόρων την εποχή της Οθωμανικής κυριαρχίας έδωσε στους Καστοριανούς τη δυνατότητα να προσφέρουν μεγάλες δωρεές προς την πατρίδα και αρκετοί γουναράδες να αναδειχτούν μεγάλοι ευεργέτες. Από τους πιο γνωστούς γουνοποιούς ευεργέτες ήταν ο Μανωλάκης ο Καστοριανός, ο οποίος έφερε και τον τίτλο του «αρχιγούναρη» και ξόδεψε τεράστια ποσά για την αναγέννηση του Γένους.

Επίσης, ο Πουλιόπουλος Kωστάκης, γουνέμπορος στο Λονδίνο, έκρυβε μέσα στις μπάλες του χορδά ρουχισμό για τους Μακεδονομάχους. Στο σπίτι του στο Ντολτσό γινόταν συχνά συναντήσεις Μακεδονομάχων όπως εκμυστηρεύτηκε στην Μαρούλα Γκαμπέση η κόρη του Καλλιόπη.

Μετά την απελευθέρωση της Καστοριάς και με το ξεκίνημα των Βαλκανικών Πολέμων δυστυχώς ήρθε η οικονομική καταστροφή για πολλούς Καστοριανούς γουνεμπόρους, με αποτέλεσμα πάρα πολλοί γουνοποιοί να χάσουν όχι μόνο τις αγορές στις οποίες δραστηριοποιούνταν αλλά και τις περιουσίες τους.


geonews.gr